«Μακάρι ο ανθρώπινος πόνος να μπορούσε να μετρηθεί με καθαρούς αριθμούς και όχι με αόριστα λόγια. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να ξέρουμε πόσο έχουμε υποφέρει, κι ο πόνος να ‘ταν υλικός και μετρήσιμος. Κάθε άνθρωπος συνειδητοποιεί μια μέρα πόσο ασήμαντο ήταν το πέρασμά του από τον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να το αντέξουν· εγώ δε θα το αντέξω ποτέ».
Έτσι ξεκινάει το χρονικό της ζωής στο βιβλίο του Ισπανού συγγραφέα Manuel Vilas στο βιβλίο Ορδέσα.
Ξεκίνησα να διαβάζω δύσπιστος το βιβλίο ενός συγγραφέα τον οποίο δεν γνώριζα. Ο απολογισμός ζωής, έστω κι αν αποκτά λογοτεχνική μορφή από ένα αναγνωρισμένο συγγραφέα εκφράζει την αυταρέσκεια του αφηγητή, κι αυτό είναι κάτι που με απωθεί. Τι ήταν λοιπόν αυτό που με έπεισε να αγοράσω το βιβλίο σε εποχές μάλιστα οικονομικής δυσπραγίας; Ήταν οι θετικές κριτικές, ότι ψηφίστηκε καλύτερο βιβλίο της χρονιάς στην Ισπανία το 2018, οι χρονιάτικοι αναγνωστικοί απολογισμοί που μας κατακλύζουν εντύπως και διαδικτυακώς στο τέλος κάθε χρονιάς από κριτικούς, λογοτέχνες, δημοσιογράφους, η επιλογή και παρουσίασή του σε κυριακάτικα έντυπα;
Ομολογώ ότι ήταν το όνομα του μεταφραστή. Όχι τόσο για το μεταφραστικό αποτέλεσμα, το οποίο είναι ποιοτικά εξασφαλισμένο, αλλά η επιλογή του κ. Αχιλλέα Κυριακίδη να μεταφράσει αυτό το βιβλίο.
Εκφράσεις όπως «ελεγειακό», «διεισδυτικό», «όμορφο», «λυτρωτικό» είναι χαρακτηρισμοί που με απωθούν παρά με ελκύουν για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Ευτυχώς το βιβλίο δεν το κράτησα στα χέρια μου πριν το αγοράσω, ώστε να διαβάσω στο οπισθόφυλλο τους χαρακτηρισμούς αυτούς, αλλά το έλαβα με ηλεκτρονική παραγγελία.
Ξεκινώντας την ανάγνωση άρχισα να υπογραμμίζω φράσεις που με ενδιέφεραν, όπως κάνω σε κάθε βιβλίο που μου αρέσει. Να «κλέβω» δηλαδή ιδέες που με εντυπωσιάζουν με την πρωτοτυπία τους, συμπυκνώνουν με σωστή συντακτική και λεξιλογική σειρά, σε ελάχιστες λέξεις, το χάος τού μυαλού μου. Προχωρώντας την ανάγνωση διαπίστωσα ότι το βιβλίο ήταν γεμάτο υπογραμμίσεις. Σταμάτησα να υπογραμμίζω, αποδεχόμενος ότι η Ορδέσα είναι ένα βιβλίο που δεν χρειάζεται υπογραμμίσεις διότι ολόκληρο είναι μια υπογράμμιση.
Μα τι είναι η Ορδέσα εκτός από «ένα δυνατό, ειλικρινές και εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο για την απώλεια των γονιών, για τον πόνο των λέξεων που δεν ειπώθηκαν, για την ανάγκη ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι», σύμφωνα με αποτίμηση του Fernando Aramburu; Είναι ένα βιβλίο όπου «αυτό που σου μένει στο τέλος είναι το καθαρό συναίσθημα της αλήθειας, και η θλίψη για όσα έχουν πια χαθεί», όπως αναφέρει ο αγαπημένος συγγραφέας μου Antonio Muñoz Molina στο «αυτί» του;
Για να συγκροτήσω τη σκέψη μου διάβασα κριτικές στο διαδίκτυο. Σημειώνω: «νοσταλγική ελεγεία», «ύμνος ζωής» «κομψή αναχωρικότητα», «κοινωνιολογικό σχόλιο», «σπαρακτική αυτοβιογραφική αφήγηση», «ανοιχτή επιστολή», «αξιοθαύμαστο εσωτερικό πανόραμα των αξιών», «παράδοξο χρονικό», «μυθιστόρημα στοχασμών», «αυτοβιογραφική μυθοπλασία». Ναι είναι όλα αυτά, αλλά μόνο αυτά;
Ας δούμε τι περιέχει το βιβλίο για να προσθέσω αργότερα την ιδιαιτερότητα που το κάνει ξεχωριστό πέρα απ’ όλα αυτά. Ο Manuel Vilas γράφει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο στοχεύοντας στις συμβατικές ματαιότητες της ζωής. Προσπαθεί να παρουσιάσει μια γόνιμη ανάκληση γεγονότων της ζωής του, γιατί «η ύπαρξη είναι ηθική κατηγορία», για τις καθημερινές αντιξοότητες, για μια ζωή αφιερωμένη κάθε ώρα στη μετάλλαξή της σε μισθό, σε υπερωρίες, σε κρατήσεις για τη σύνταξη, επικεντρώνοντας στον θάνατο των γονιών του, που ήταν ο Παράδεισός του. Η αφήγησή του αφιερώνεται με λεπτομέρειες και συνεχείς χρονικές επαναγωγές στην κατοπτρική συνάντηση με τον πατέρα του, για να βρει στη ζωή του μια εξήγηση για τη δική του. Γράφοντας για τον πατέρα του, που ελάττωνε τη βαρύτητα των πραγμάτων, τον θυμάται κάθε μέρα, βρίσκεται μέσα του μόνιμα. Αφού δεν θέλησε να του αποκαλύψει τη ζωή του, αυτός ο καλλιτέχνης της σιωπής, το κάνει αυτός.
«Όλα όσα έκανες είναι πια ιερά για μένα. Όλα όσα σε είδα να κάνεις είναι για μένα το ίδιο το αίμα της ζωής. Τα θυμάμαι όλα. Είναι όλα φυλαγμένα στην καρδιά μου».
Γιατί αυτό; Διότι «Ο χριστιανισμός θεμελιώνεται σε μια ατελείωτη συζήτηση ανάμεσα σ’ έναν πατέρα και τον γιο του[…] γιατί ο πατέρας καλεί το γέννημά του που αντιπροσωπεύει τη συνέχεια της ζωής». Κι αν αυτό θεωρείται μια θρησκευτική επεξήγηση, ο Vilas συμπληρώνει την επιλογή του με την υπαρξιακή ερμηνεία της. «Οι συζητήσεις με άλλους ανθρώπους κατάντησαν αργές, ανιαρές, επώδυνες» γράφει. Άρα η λύση βρίσκεται στις συζητήσεις με τον πατέρα του που «ήταν το μόνο πράγμα που άξιζε τον κόπο». Είναι μια ικανοποιητική εξήγηση για να ξεκινήσει να γράφει.
Ο Manuel Vilas γράφει για όσα δεν φτιάχτηκαν να είναι ορατά, για την οικουμενική ασημαντότητα όλων των πραγμάτων, να δώσει διέξοδο στα σκοτεινά μηνύματα. Αναφέρεται στους νεκρούς, την αγάπη, την ηθική των γεγονότων, τη θέση του στον κόσμο, για τον θάνατο –αυτόν τον παλαβό κοινωνιοπαθή–, την πολιτική και ηθική διαφθορά, τη φθορά του σώματος παραδομένου στον θάνατο.
Το βιβλίο είναι «η επιθυμία του να μετατρέψει το άμορφο σ’ έναν χαρακτήρα με μορφή […], γιατί το παρελθόν συγκεκριμενοποιείται σ’ έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα». Έτσι αποφασίζει να αφηγηθεί τη σχέση του με την οικογένειά του, τη φτώχεια της, τον πόνο μιας ζωής που δεν έχουν συμβεί μεγάλα πράγματα. Βυθοσκοπεί όμως και στον θάνατο, κυρίως στην κραταιότητα του θανάτου, για τους δικούς του νεκρούς, τους γονείς του, ανθρώπους μη πρωτότυπους, εκκεντρικούς, που έδιναν βαρύτητα στα ασήμαντα πράγματα.
Ανακαλεί τη μητέρα του, μια γυναίκα-δράμα, που εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο, η οποία τον λατρεύει με μια αγάπη προϊστορική, πένθιμη, κλειστοφοβική, ασφυκτική και απεγνωσμένη. Δεν ξεφεύγει όμως και από την προσμονή του δικού του θανάτου. Γνωρίζει ότι να μιλάς για έναν νεκρό ενέχει έναν υψηλό βαθμό αδιαντροπιάς. Να επισημάνουμε ότι ο Vilas παραποιεί τα γεγονότα, όπως η μητέρα του. Παραλείπει ό,τι πιστεύει πως δεν είναι υπέρ του. Είναι ο φόβος μήπως κάνει λάθος, λάθος να τα κάνει μούσκεμα, φόβος για την αταβιστική κρίση των άλλων. Από την άποψη αυτή είναι ειλικρινής αλλά αναξιόπιστος. Όπως δηλαδή πρέπει να είναι ένας συγγραφέας.
Έχουμε μια αυτολογοκριμένη μνημονική αφήγηση; Επηρεάζει την ανάγνωση, την αξιολόγησή μας αυτή η δήλωση; Όχι φυσικά, γιατί η μυθοπλασία, έστω με αυτοβιογραφική μορφή, είναι υποχρεωμένη να αναδιατάσσει την πραγματικότητα και τις ιδέες που παράγει αυτή. Στοιχειωμένος από το παρελθόν του, το αίνιγμα του παρελθόντος, το παρελθόν που ποτέ δεν φεύγει, που πάντα μπορεί να επιστρέψει, η μνήμη του γίνεται ένα ευέξαπτο, τρομαγμένο κι οργισμένο φάντασμα. Γιατί όταν το παρελθόν σου σβήνεται από προσώπου Γης, σβήνεται το σύμπαν, κι όλα είναι αναξιότητα. Επειδή ο μόνος αληθής και βέβαιος λόγος που υπάρχεις σ’ αυτόν τον κόσμο βρίσκεται στη βούληση του πατέρα σου και σ’ αυτήν της μητέρας σου, επειδή είσαι η βούλησή τους μεταφερμένη στη σάρκα, είσαι αναγκασμένος να τους ανακαλείς έστω και νεκρούς. Κυρίως γι’ αυτό.
Ο Manuel Vilas μιλάει για τον γάμο, τον πιο τρομερό απ’ τους ανθρώπινους θεσμούς, αφού απαιτεί θυσίες, απαιτεί παραίτηση, απαιτεί απάρνηση του ενστίκτου, απαιτεί το ένα ψέμα μετά το άλλο, με αντάλλαγμα την κοινωνική γαλήνη και την οικονομική ευρωστία. Γράφει για τον χωρισμό και τις συνέπειές του, για τον φόβο που υπάρχει παντού, την εξουσία, τη λογοτεχνία, την αναγνώριση των λογοτεχνών και τη βράβευση των μεγάλων Ισπανών συγγραφέων που συνοδεύεται με μια περιδιάβαση σε ανάκτορο αγκαζέ με μια βασίλισσα, σ’ ένα πρωτόκολλο.
Στο στόχαστρο του Vilas είναι η ευτυχία και η πληρότητα του καταναλωτισμού, το αυτοκίνητο, το μικροαστικό όνειρο της απόκτησης ενός διαμερίσματος, οι «διευκολύνσεις» των οικιακών συσκευών, η ιδέα της βελτίωσης στον κόσμο. Αποκαλύπτει τον αλκοολισμό του, ασκεί κριτική στην μετριότητα και ασημαντότητα της εκπαιδευτικής διδασκαλίας, την αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης πολιτιστικής αριστοκρατίας. Επισημαίνει την αναπάντεχη κενότητα του πολιτισμού, των λέξεων και της ανθρώπινης πραγματικότητας.
Ο Vilas γίνεται στοχαστικός όταν αναφέρεται στον φόβο και τη μελαγχολία του θανάτου, στον τρόμο των γηρατειών, τη βαθιά θλίψη, ανημποριά και αβουλία των ηλικιωμένων. Φιλοσοφεί όταν μιλάει για την πλήξη και το κενό της εποχής μας, τη λαγνεία και τον έρωτα, την ομορφιά, την απελπισία, την εγκατάλειψη, το χρήμα, το κωμικό της ανθρώπινης φύσης, τη ματαιοδοξία, την ενοχή, τις τύψεις, την απόγνωση, την κατανόηση, δίχως να γίνεται κοινότοπος, αλλά προσδίδοντας νότες ευρύτερου βιωματικού γένους. Ανησυχεί για την έλλειψη επικοινωνίας με τα παιδιά του, τη διάλυση του πυρήνα της οικογενειακής σύμβασης, την οποία ο ίδιος έχει διαρρήξει στα νεανικά του χρόνια, επισημαίνει τα λάθη της ζωής του, την απαισιότητα του Θεού, τη φρίκη και την αυτοσυνειδησία της κατάπτωσης.
Ο Vilas γράφει ένα βιβλίο, πάνω απ’ όλα, για τον άνθρωπο. «Ο άνθρωπος έχει ανάγκη μια κορύφωση, τα πράγματα να μη συμβαίνουν τυχαία. Αναζητούμε μια βούληση. Θέλουμε να ‘μαστε εδώ για κάποιο λόγο. Η ζωή μας να εκπληρώσει έναν τουλάχιστον σκοπό». Αυτό είναι που κρίνει την σπουδαιότητα του βιβλίου. Ένα βιβλίο μνήμης, ακόμα κι αν είναι βλαβερό να θυμάσαι, όπως γράφει στο 141ο κεφάλαιο. Γιατί επικεντρώνει το βλέμμα του στην ανθρώπινη κατάσταση. Με κάποιες υπερβολές, ενοχλητικές και αυθαίρετες βεβαιότητες, αποφαντικές αρκετές φορές ερμηνείες της ζωής, που είναι το αδύνατο σημείο του βιβλίου.
Η Ορδέσα είναι τα λόγια ενός πληγωμένου ανθρώπου. Πιο πολύ τρομαγμένου, παρά πληγωμένου. Και έναν τρομαγμένο άνθρωπο αξίζει να ακούσουμε τι θέλει να μας πει.
Αυτή η «λεπτομέρεια» κάνει το βιβλίο αυτό ξεχωριστό. Γιατί το ακατάσβεστο της ανθρώπινης ύπαρξης έχει πολλούς τρόπους να εκφραστεί. Ας πιούμε εις υγείαν του μυστηρίου του λοιπόν. Η μυθοπλασία είναι η λογοτεχνική του έκφραση που αξίζει να την γευτούμε. Διαφορετικά κινδυνεύουμε να καταντήσουμε αλκοολικοί της αναλήθειας της πραγματικότητας.
Έστω κι αν χρειαστεί να καταναλώσουμε 462 σελίδες.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Natela Grigalashvili. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]