Μισέλ Φάις, Η Ερευνήτρια, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020.
Στις Προδομένες Διαθήκες ο Μίλαν Κούντερα γράφει ότι η έκδοση των απάντων του Κάφκα στη Γαλλία, περιλαμβάνει ανολοκλήρωτα σχέδια, παραλλαγές των κειμένων του που ο ίδιος είχε διαγράψει ακόμη και κείμενα που είχε εγκαταλείψει. Ο εκδότης εξηγεί πως η έκδοση των απάντων του στη Γαλλία ανταποκρίνεται στο πνεύμα της εποχής· «ο Κάφκα διαβάζεται ολόκληρος».
Ο Μισέλ Φάις ασφαλώς έχει γνώση της ασύδοτης καφκολογίας που αναπτύχθηκε μετά τον θάνατο του επιστήθιου φίλου του Κάφκα και επιμελητή (συνδιαμορφωτή) του έργου του, Μαξ Μπροντ. Η Ερευνήτρια είναι ένα μυθιστόρημα με τον τρόπο του Φάις για τον τρόπο του Κάφκα. Στον πρώτο κειμενικό χρόνο πρωταγωνιστεί ο Κάφκα, υπό το βλέμμα και τη μέθοδο της Ερευνήτριας. Σε δεύτερο όμως κειμενικό χρόνο και πίσω από τις τρεις αφηγηματικές δομές του έργου, η ίδια η Ερευνήτρια γίνεται η πρωταγωνίστρια ενός ακόμη μισοτελειωμένου έργου του Κάφκα. Στο τέλος του βιβλίου αποκαλύπτεται: «παρακαλώ λογαριάστε με σαν ένα χαρακτήρα από μια ιστορία σας. Τον πιο αμελητέο, της πιο μισοτελειωμένης ιστορίας σας».
Ο Φάις δεν στήνει μία ακόμη βιογραφία του «καφκολογημένου Κάφκα», κατά την ιδιοφυή έκφραση του Κούντερα, αλλά στον απέραντο χώρο και χρόνο της λογοτεχνίας συναντά τον αγαπημένο του συγγραφέα, διασταυρώνεται μαζί του, συνομιλεί και αυτοσχεδιάζει, σ’ ένα πρισματικό μυθιστόρημα όπου απαντώνται η αμφίπλευρη βιογραφία, η έρευνα και η κριτική αποτίμηση, η δοκιμιακή ανάλυση έργων του Κάφκα και των επιγόνων του, ακόμη και μία κατά συνθήκη θεατρικότητα σε ορισμένα τμήματα. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ο συγγραφέας συνδιαλέγεται μαζί του βιογραφούμενος ο ίδιος στο παρασκήνιο, διαμέσου των κοινών τους θρησκευτικών, οικογενειακών, συγγραφικών ακόμη και ψυχολογικών τόπων.
Υπό αυτή την έννοια ο Φάις δεν γράφει ένα ακόμη έργο για τον «Κάφκα που διαβάζεται ολόκληρος», αλλά ένα έργο που επιμένει και ζητά «να επιστρέψουμε πραγματικά στο κείμενο», όπως γράφει στο δεύτερο καταληκτικό υστερόγραφό της η Ερευνήτρια, «σ’ ένα κείμενο όμως που πρέπει να σιωπήσουμε για να αφουγκραστούμε και να μεταδώσουμε αυτό που ουσιαστικά δεν μεταδίδεται». Αυτός είναι ο τρόπος του Φάις που έχει ήδη αναπτύξει σε προγενέστερα έργα του (Lady Cortisol: «να εισχωρήσει η μία σιωπή μέσα στην άλλη», Όπως Ποτέ: «Αφού μόνο αγγίζοντας κάποιον με τις λέξεις εξημερώνουμε το πιο άγριο, το πιο απροσπέλαστο, το πιο βουβό κομμάτι της σιωπής μας»).
Η Ερευνήτρια δομείται αφηγηματικά με τρεις τεχνικές γραφής, που αποτελούσαν άλλωστε και τα είδη της συγγραφικής δραστηριότητας του Κάφκα. Το ημερολόγιο, τις σημειώσεις και τις επιστολές, που εναλλάσσονται μεταξύ τους εξακολουθητικά με την παραπάνω σειρά (Ημερολόγιο, Τεφρό Σημειωματάριο, Στον κύριο Κ. / Ημερολόγιο, Τεφρό Σημειωματάριο, στον κύριο Κ./ κλπ). Στο τέλος ο συγγραφέας παραθέτει σειρά σημειώσεων με πραγματολογικά στοιχεία σχετικά με το έργο, τα γεγονότα και τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του Κάφκα. Οι τρεις τεχνικές αφήγησης προϋποθέτουν και διαφορετικούς χώρους εργασίας της Ερευνήτριας. Για το ημερολόγιο, η εργασία επιτελείται σ’ ένα στούντιο, όπου «στα μονολογικά μέρη μιλάει γίντις με αντρική φωνή, ενώ στα διαλογικά, γερμανικά με τη φωνή της». Για το «Τεφρό Σημειωματάριο», βρίσκεται σε μία λαβυρινθώδη και εγκαταλειμμένη βιβλιοθήκη, «που σκοντάφτει πάνω σε φθαρμένα βιβλία, ενώ συνήθως σωπαίνει», ενώ για τις επιστολές, σ’ ένα πολύ στενό γραφείο κάτω από τη γη, που «κάποιες φορές γελάει, κλαίει, φιλάει ή φτύνει την οθόνη. Γράφει». Ο συγγραφέας προτρέπει ακόμη και να αγνοήσει ο αναγνώστης αυτόν τον κυκλικό αναγνωστικό κανόνα, καθώς τα τρία αυτά μέρη διατηρούν μία αυτονομία. Πράγματι, αν δοκιμάσει κανείς να διαβάσει το κάθε μέρος της τριαδικής δομής ολόκληρο και ξεχωριστά από τα άλλα, θα διαπιστώσει μεν ευχερώς την κειμενική αυτονομία, ταυτόχρονα όμως θα παρατηρήσει ότι η εναλλάξ παράθεσή τους συνέχει δυναμικά το μυθιστορηματικό corpus, καθώς το κάθε κεφάλαιο αλληλεπιδρά με το επόμενο ή το προηγούμενό του.
Το Ημερολόγιο ξεκινά πάντα με την ίδια ημερομηνία: «3.Juni, Mittag, Kierling 1924 oder 3.Juli, Morgengrauen, Prag 1883?». Γερμανική απόδοση της ημεροχρονολογίας, διαστήματος ημέρας και τόπου του θανάτου του Κάφκα και της ημεροχρονολογίας, διαστήματος ημέρας και τόπου της γέννησής του, συνδυασμένες με το διαζευκτικό «oder». «3 Ιουνίου, μεσημέρι, Κήρλινγκ 1924 ή 3 Ιουλίου, ξημερώματα, Πράγα 1883;». Δύο ημερομηνίες, θανάτου και γέννησης που περίκλεισαν τον σύντομο βίο του τσεχοεβραίου συγγραφέα. Στο ημερολόγιο βιογραφείται ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο, μυθιστορηματικά και επινοημένα από την Ερευνήτρια και τον Φάις. Διαβάζουμε για τη σχέση του με τον πατέρα του Χέρμαν, για τις σεξουαλικές φαντασιώσεις του, για τις περιστασιακές ερωμένες του. Για τις γυναίκες που σχετίστηκε δυνατά, την Φελίτσε Μπάουερ και την Μίλενα Γέσενκα. Καμιά φορά ο λόγος του γίνεται αλληγορικός και πολιτικός όπως όταν απευθύνεται στη Φελίτσε και της γράφει ότι «το σαλόνι μας έγινε το σαλόνι μιας ερειπωμένης Ευρώπης». Ιδιαίτερη αξία έχουν τα τέσσερα διαλογικά αυτοσχεδιάσματα πάνω σε γνωστά έργα του Κάφκα. Η Ερευνήτρια του Φάις, συνομιλεί με τους ήρωες των έργων του Κάφκα, αναλύει μεθοδικά τους ρόλους τους και προσπαθεί να εισχωρήσει στο βίωμα πριν το έργο. Γράφει, «είναι απολύτως ανίκανος να πει ψέματα, όπως είναι ανίκανος να μεθύσει. Δεν έχει απολύτως κανένα καταφύγιο, καμία στέγη και γι’ αυτό είναι εκτεθειμένος σ’ όλα αυτά από τα οποία εμείς προστατευόμαστε. Είναι σαν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους».
Στο τέλος του Ημερολογίου, τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει η Ερευνήτρια. Ο Φάις άνοιξε τις ρωγμές του βίου του Κάφκα και εισέρχονται πλέον τα θραύσματα του δικού του βίου. Τα υλικά του τρόπου του Κάφκα ανακατεύονται με τα υλικά του τρόπου του Φάις και προβάλλουν οι επίγονοι: Μπέκετ, Πίντερ, Χάντκε.
Στο «Τεφρό Σημειωματάριο», η Ερευνήτρια παρακολουθεί σχεδόν εμμονικά τις ιδιαίτερες στιγμές και συνήθειες ενός άντρα. Παραθέτει τις σκέψεις του, αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει το ενδεχόμενο της ταύτισης Κάφκα/Φάις. Μηχανεύεται διάφορους απίθανους τρόπους να τον σκοτώσει, χωρίς η ίδια να ξέρει ακριβώς το γιατί. Με την αφήγηση να γίνεται πλέον σε δεύτερο πρόσωπο και περιγράφοντας τρόπους αφανισμού παράδοξους και παραισθητικούς, ο συγγραφέας εισχωρεί στον καλά περιφραγμένο χώρο των εμμονών. Ίσως γιατί θέλει να καταδείξει την δημιουργική τους επίδραση τουλάχιστον στον χώρο της τέχνης. Δεν λείπουν άλλωστε οι αναφορές για την εξάντληση από την ατελέσφορη προσπάθεια να εξορκιστεί με τη γραφή το ανείπωτο που παραμένει ανείπωτο, μεταθέτοντας επ’ αόριστον την τελεσιδικία της γραφής. Ο «θάνατος του συγγραφέα» είναι τελικά η προσωπική μάχη με τον εαυτό και την ακατάλυτη σιωπή του.
Στις επιστολές ο Φάις βάζει την Ερευνήτριά του να απευθύνεται ευθέως στον Κάφκα. Διατρέχει τη ζωή του τσεχοεβραίου συγγραφέα με την ευχέρεια που του παρέχει η πολύχρονη και πολυεπίπεδη έρευνα: από την «κορακίσια» καταγωγή του Κάφκα (kavka – κάργια στα τσέχικα), την «στεγνή» παιδική του ηλικία, τις περιπέτειες της υγείας του, την «ενδιάμεση» σχέση του με τον εβραϊσμό, την σχέση του με τους γονείς του και την αδελφή του Ότλα, τους διχασμούς του μεταξύ της επαγγελματικής και καλλιτεχνικής του δραστηριότητας έως τις κριτικές αποτιμήσεις και αποφάνσεις του για τη διαδικασία της γραφής και ερμηνείας μερικών από τα έργα του. Γι’ αυτή τη διαδικασία της γραφής ο Φάις γίνεται σαφής όταν λέει: «Αυτή η πρακτικότητα, η στέρεη σχέση με τη γραφή που αποπνέουν τα κείμενά σας (λες και παίρνετε το αίμα σας πίσω από τη χαοτική και απροσάρμοστη σχέση σας με την εκτός κειμένου ζωή) κατά τη γνώμη μου είναι δεσπόζον γνώρισμα της ιδιοπροσωπεία σας (…). Γι’ αυτό στην πρόζα σας το γιατί γράφω μετακυλίεται στην ερώτηση πως γράφω, κι’ αυτή η σκυταλοδρομία στην αναπάντητη ερώτηση τι σημαίνει γράφω».
Η «εκτός κειμένου ζωή» του Κάφκα, αυτή που βρίσκεται διάσπαρτη σε πλήθος ετερογενών αναφορών και έγινε πολλαπλώς αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, σαν «μετακαφκική φάρσα» και που συχνά έπρεπε να ερμηνευθεί ή να εξηγηθεί ως λογοτεχνική έκφραση –γεγονός που αποστρεφόταν ο Κούντερα– , είναι η παγίδα την οποία επισημαίνει ο συγγραφέας έχοντας οριοθετήσει ήδη την έρευνά του στο δημοσιευμένο, ελέω Μαξ Μπροντ, έργο του Κάφκα («προσώρας ας περιοριστούμε σ’ αυτό»).
Βέβαια ο Φάις εμπνέεται και ελκύεται από την εσωτερική ζωή του τσεχοεβραίου συγγραφέα. Δεν τη βεβηλώνει με αυθαίρετες δοξασίες αλλά ανατρέχει σε πολύτιμα συγγραφικά θραύσματα, φέρνοντας στο φως την ανάγκη του για γραφή. Όπως π.χ. όταν γράφει για τις μικρής έκτασης νουβέλες, τις παραβολές ή τους αφορισμούς του, στις φόρμες δηλαδή που η συμπύκνωση είναι αρετή, «Εκεί κατοικεί ο Κάφκα του Κάφκα». Σαν να λέει, λιγότερος, συμπυκνωμένος αλλά θηριώδης Κάφκα.
Στη ρήση λοιπόν πως «ο Κάφκα διαβάζεται ολόκληρος», ο Φάις αντιτάσσει ότι ο Κάφκα διαβάζεται αλλιώς. Με την Ερευνήτρια προσέγγισε έναν από τους επιδραστικότερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα πολύμορφα και μεθοδικά. Απέδωσε την παραμονή του στα όρια, αυτό το ψυχοβγαλτικό «μπες-βγες» από μία και μόνο είσοδο- έξοδο. Εκτοπισμένος από την πραγματικότητα αλλά δεμένος με την επιθυμία να εντάσσεται στις παραδόσεις της. Από τη μία η Γη της Χαναάν και από την άλλη η Εξορία και η Έρημος, ο άλλος κόσμος του οποίου υπήρξε συνειδητά πολίτης, όπως γράφει ο Μπλανσό. Από το σημείο αυτό, δηλαδή το σημείο των ορίων, το γράφειν ήταν με κάποια θρησκευτική προοπτική η σωτηρία του. Σ’ ένα κορυφαίο απόσπασμα του βιβλίου, ο Φάις γράφει: «…αυτός ο αθέατος, κρυφός, ο άγνωστος μηχανισμός του καθημερινού, εργασιακού, σεξουαλικού, πάνω απ’ όλα όμως του ονειρικού χρόνου, που πηγάζει από την ακυρωμένη ουσία της καταγωγής και μέσω του ακυρωμένου σώματος εκχύνεται σε μια γλώσσα που άλλοτε θυμίζει προσευχές στο Τίποτα κι άλλοτε εξεγέρσεις για το Τίποτα».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]