Δήμητρα Αγγέλου, Ημερολόγια μελισσιού, Σμίλη, Αθήνα 2020.
Τέταρτη ποιητική συλλογή της Δήμητρας Αγγέλου που πρωτοεμφανίστηκε το 2013 ξεκινώντας με μια σχεδόν απορριπτική στάση/κρίση για το προσωπικό παρελθόν: «Γέννησα τη μητέρα και τον πατέρα μου/Βλαμμένα δίδυμα /Να μη μπορούν να μιλήσουν/ (Στάζουν μεσάνυχτα, 2013) και το παρόν της: «Η αίσθηση πως συναντώ τον εαυτό μου/Πολλές φορές μέσα στους δρόμους/Και πως είμαστε πολύ κουρασμένοι και οι δύο/Για να χαιρετήσει ο ένας τον άλλον (Στάζουν μεσάνυχτα). Στη συλλογή Σπασμένα άλογα (2017) η τραχύτητα στην απεικόνιση του βιώματος, η έντονη δυσαρέσκεια για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, η αίσθηση της αποξένωσης από τις συμβάσεις του καθημερινού, συχνά η ματαίωση καταλήγει σε οργισμένες καταθέσεις: «Οι αναθυμιάσεις του παραμυθιού γίνονται χέρια/Που κλείνουν το παράθυρο/Για να πνιγόμαστε σε ευτυχισμένο τέλος». Όμως τόσο η έναρξη της συλλογής, με απόσπασμα της Βιρτζίνια Γούλφ, όσο και πολλά από τα ποιήματα αποκαλύπτουν μια προσεκτικότερη και ωριμότερη διαχείριση του βιωματικού υλικού αλλά και μια μορφολογική επιλογή που θα παγιωθεί στα Ημερολόγια μελισσιού.
Η προϋπάρχουσα στα άλλα βιβλία ένταση αποτυπώνεται τώρα στο μότο του Μπλανσό και αποδίδεται ως μια ανάλωση του εαυτού, που κάνει το βλέμμα σχεδόν να αποχωρίζεται από το υποκείμενο για να συλλάβει τόσο τον εαυτό όσο και τον κόσμο. Σε αυτή τη νέα συλλογή είναι έκδηλη πλέον η στροφή προς έναν λόγο περισσότερο στοχαστικό, που χωρίς να αποκόπτεται από το κατατεθειμένο παρελθόν, γίνεται πιο ουσιώδης και αποτελεσματικός. Η γλώσσα είναι περισσότερο επεξεργασμένη, με κυριαρχία των ρημάτων που υπογραμμίζουν την έντονη κινητικότητα και η εικονοποιΐα παρουσιάζεται σύνθετη. Η έλλειψη τελείας και η εναλλαγή των ποιημάτων χωρίς αλλαγή σελίδας ή κεφαλαία (πρακτική που απαντά και σε άλλους ποιητές όπως στην τελευταία συλλογή του Γιάννη Δούκα η θήβα μέμφις) κυριαρχεί ως μορφολογικό πρόταγμα. Δύο στοιχεία τονίζονται με αυτή την επιλογή: αφενός η αποσπασματικότητα καθώς τα ποιήματα, όπως διατάσσονται τυπογραφικά, και παρά τα διπλά κενά που τα διαχωρίζουν (ωστόσο δεν πρόκειται πάντα περί σαφούς διαχωρισμού), δίνουν την αίσθηση αποσπασμάτων που εντάχθηκαν σε ένα βιβλίο αλλά εμπρόθετα για να υποβάλλουν το ζήτημα της ολότητας˙ αφετέρου η αίσθηση επιγραμματικής καταγραφής εν είδει εσωτερικού μονολόγου ή εξομολογητικού ημερολογίου αν και δεν υπάρχει πουθενά ένδειξη χρόνου. Σε αρκετά ποιήματα οι διάλογοι υποδηλώνουν μια θεατρικότητα αλλά στην ουσία πρόκειται για διαμεσολαβημένη από την ποιητική φωνή αφήγηση και όχι για ευθύ λόγο: «έχω χέρια ποιητή, λέει/εγώ της λέω πως έχω χέρια πιανίστα/μου λέει πως δεν καταλαβαίνει τη διαφορά/».
Εσωτερικότητα, τάση προς την ενιαία σύνθεση αλλά με τη διαδοχή αυτόνομων ποιημάτων, απεύθυνση σε πρόσωπα ή στον εαυτό, ακύρωση της αφηγηματικότητας ακόμη και στα πολύστιχα ποιήματα που μοιάζουν να ξεκινούν αφηγηματικά, απροσδόκητη μεταστροφή της ρεαλιστικής εικόνας σε μη ρεαλιστική, εικόνες με ένταση («μια φορά κι ένα καιρό/ από τους τοίχους/ξεπρόβαλαν σεντόνια/μουσκεμένα από μελάνι/και πήγαιναν κάποιοι άνθρωποι διψασμένοι και/τα τύλιγαν γύρω από το λαιμό τους και τα έβαζαν στο στόμα τους και/ ρουφούσαν παραμύθια και λήθη και/ οι περισσότεροι πνιγόντουσαν/»), ενδιαφέρουσες μεταφορές, γυμνότητα και επιγραμματικότητα του λόγου που προβάλλουν ευθέως, με τη συμβολή και της μορφής, όπως π.χ. η διαίρεση των στίχων («θα επινοήσω για μένα μια άλλη/θα της δώσω ένα όνομα που θα μπορώ να αγαπώ// και/ δεν θα είναι θάνατος αυτό/») αποτελούν χαρακτηριστικά της συλλογής. Όμως στα Ημερολόγια μελισσιού, παρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα, νομίζω ότι τίθεται το ζήτημα του υποκειμένου και κυρίως της προσωπικής του έκφρασης, του ιδιαίτερου ύφους. Όσο κι αν το νεωτερικό, διασπασμένο υποκείμενο προβαίνει αντίστοιχα σε μια κατακερματισμένη έκφραση, το αίτημα για την αποτύπωση της εμπειρίας «στην καθαρή έκφραση του δικού της νοήματος» (κατά Mωρίς Μερλώ-Ποντύ που μου φάνηκε να παραμονεύει δίπλα στα ποιήματα της Αγγέλου, όπως βέβαια και άλλοι στοχαστές/φιλόσοφοι που παραλείπω) φαίνεται να είναι σημαντικό καθώς φέρνει στην επιφάνεια την αναγκαιότητα της ποιητικής πράξης ως απόπειρα να εκφραστεί η πολλαπλή εμπειρία του υποκειμένου. Το θέμα λοιπόν μεταφέρεται στο υποκείμενο και στον τρόπο του, στη διαρκή αναζήτηση του ύφους.
Αυτή, νομίζω, είναι και η αιτία που οδήγησε την Αγγέλου στη συγκεκριμένη επιλογή μορφής, μιας ροής λόγου όπου η συνέχεια, οι παύσεις, οι εναλλαγές δίστιχων αποφθεγμάτων με πολύστιχα ποιήματα, χωρίς τελεία πουθενά, επιχειρούν να συνδέσουν το απόσπασμα και το όλον, το ρητό και το άρρητο, το υποκείμενο με τον κόσμο, σε ένα σύνολο «όπου δεν μπορεί κανείς να διακρίνει την έκφραση από το εκφρασµένο» (πάλι κατά τον Μερλώ-Ποντύ).
Βέβαια, μικρές αστοχίες, κοινοτοπίες («να χαιρετώ τα πρόσωπα/ σαν να ‘μαι πάντα σ’ ένα τραίνο»), συχνά μια εκζήτηση της παράδοξης εικόνας ή μια εύκολη ευφυολογία («έχω την αίσθηση πως όταν η λογική μου μιλά εγώ τραγουδάω» ή: «πιο αγαπημένοι θα πεθαίναμε/ γι’ αυτό και δεν έγινε/ για να μην πεθάνουμε δεν έγινε/») δεν απουσιάζουν από τη συλλογή αλλά οι αρετές της υπερισχύουν, ιδίως η δυναμική της εικονοποΐας, όταν το απροσδόκητο λεκτικά εννοιοδοτεί ολόκληρο το ποίημα, όπως π.χ. παρακάτω την φαινομενικά άστοχη/άτεχνη επανάληψη: «μια νύχτα σαν κι αυτή/μια νύχτα σαν όλες τις άλλες/δεν έχει πληθυντικό η νύχτα/το ραγισμένο μάτι έχει».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]