Γιώργος Βέης, Βράχια, Ύψιλον, Αθήνα 2020, σ. 80.
«γιατί τα καλοδουλεμένα γλυπτά του αέρα/ είμαστε τελικά εμείς»
Ο πολυβραβευμένος ποιητής Γιώργος Βέης στην 14η ποιητική συλλογή του, με τίτλο Βράχια (εκδ. Ύψιλον), καταβυθίζει το βλέμμα σε εσωτερικά τοπία της πανίδας και χλωρίδας θεάσεων, ιδεών και στοχασμών του για τον άνθρωπο και τον κόσμο.
Το εξώφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου με τα 53 ποιήματα κοσμεί ένας πίνακας της Κλάρας Πεκ Βέη, σκιαγραφώντας τις υπαρξιακές αναζητήσεις του ποιητή. Βράχια άγριας ομορφιάς, σμιλεμένα και φωτεινά με σκοτεινές χαράδρες συνάμα, που οι απόκρημνες κορφές τους καλούν να τις πατήσουμε και να αναληφθούμε σε έναν γήινο σχεδόν χωμάτινο ουρανό. Βράχια που προκαλούν δέος, που παραπέμπουν στον βράχο του Σίσυφου και στην αέναη ανάβαση και κατρακύλα. Ενδέχεται ωστόσο να αφορούν σε βράχια ριγμένα στη γη σαν θραύσματα κάποιου κομήτη.
Στην προμετωπίδα το απόσπασμα από τον Κρατύλο του Πλάτωνα μας εισάγει στη θεματική της συλλογής, στην αναζήτηση και σπουδή του ονόματος και της ουσίας των πραγμάτων, «Ναι, κανένα όνειρο/ μα κανένα όνομα στην τύχη» (σ. 37), ενώ στο τέλος οι στίχοι του Παλαμά λες και συνοψίζουν την κοσμική θέαση του ποιητή μπρος στο μυστήριο της ύπαρξης και της σχέσης του ανθρώπου με τον κόσμο. Ο Παλαμάς «με αχτίδες, με φτερά, με την παγκόσμια σκάλα» (σ. 71), ο Γιώργος Βέης αερόστατο, κήρυκας χωρίς καν λέξεις, υπαινισσόμενος ενδεχομένως το άρρητο του λόγου: «και μετά να πετάξω πάνω από τα χαλάσματα του κόσμου/ ένα καλαθάκι/ αερόστατο/ κήρυκας χωρίς καν λέξεις.» (σ. 17).
Στο πρώτο ποίημα «Προαύλισμα» προβάλει ο κορυδαλλός να αποκαταστήσει την ισορροπία, «να συντρίψει τα έργα των τρελών ανθρώπων// διότι εκεί που δείχνουν όλα ατιμώρητα/ όλα αυθάδικα κι υπερηφάνεια φούσκα / εκεί χτυπάει δυνατά η καρδιά/ η οργή του αδικημένου.» (σ. 11).
Στα Βράχια ο Γιώργος Βέης παρατηρεί τον περιβάλλοντα χώρο, αφουγκράζεται τα έμβια, τα στοιχεία της φύσης, τον τόπο και την πολιτισμική παράδοση, μελετά τα ονόματα και μας φανερώνει τη ζωή, την ύπαρξη, τον άνθρωπο, τον κόσμο. Στο εξαίρετο ποίημα «Απάνεμο», όπου αρχίζει με τον στίχο «Αγρός, όπως άνθρωπος δηλαδή» ταυτίζοντας τον αγρό με τον άνθρωπο μας ωθεί να εντρυφήσουμε εκ νέου στο νόημα της ζωής με όρους ισοτιμίας, γαλήνης, μουσικής: «έτσι κι εμείς μαθαίνουμε ξανά/ ξεχνάμε και μαθαίνουμε πάλι από την αρχή/ ισότητα, γαλήνη και μουσική» (σ. 37). Ο ποιητής με τις λέξεις και τις θεάσεις του λες και αναπλάθει τον κόσμο για να τον δούμε κι εμείς με μια νέα ματιά. Αυτήν της κατάφασης, της δικαιοσύνης, της αρμονίας.
Σε αντιδιαστολή με «Τα γενέθλια» της 18/10 που είναι «σταθερή επέτειος του σώματος» (σ. 45), το δημιουργικό πνεύμα του ποιητή απλώνεται διάχυτο στον κόσμο που τον περιβάλει, τον οποίο αναπλάθει με την βαθιά εσωτερική ποιητική ματιά, τη μνήμη και τις λέξεις του, με το φως που διαχέεται άπλετο στους στίχους του.
Σύμβολά του τα στοιχεία της φύσης, ο αέρας, το νερό, ο ουρανός το χώμα, τα σύννεφα, αναρίθμητα φυτά, δέντρα, πετούμενα, τόποι και χρονικές περίοδοι, μουσειακά εκθέματα, κομήτες.
Όλα τα ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, εκτός από ένα σονέτο με τίτλο «Οι παρηχήσεις τώρα», σ. 26. Το ύφος λυρικό και στοχαστικό. Ο λόγος με πλούσιο διακείμενο, όπου η συνομιλία του ποιητή με ομότεχνους, όπως ο Σολωμός, ο Ελύτης, ο συντοπίτης Παπαδίτσας κ.λπ., αλλά και στοχαστές διαπλατύνει και εμβαθύνει τους στοχασμούς του: «η φλύαρη κίσσα εξηγεί εξηγεί/ μάρτυρες αψευδείς οι τρίλιες της/ ακούω Χόθορν, Ουίτμαν, Μέλβιλ.» (σ. 21). Η γλώσσα βρίθει από παρομοιώσεις, μεταφορές και παρηχήσεις όπως: «η τρίλια τρελή» (σ. 11), «του φτερού η απαραίτητη περισπωμένη» (σ. 15) κ.λπ. κ.λπ., οι οποίες μέσα από ευφάνταστες εικόνες σκιαγραφούν τον συγκινησιακό νου και τις ιδέες του ποιητή, που με έκδηλο λυρισμό και εμβριθή ματιά μελετά τη «σύγχυση που λέγεται ζωή» (σ. 23), την ανθρώπινη δυστοπία: «δεν ψάχνουν άλλο, το ξέρω, ορίζοντες κι αιτία/ έμειναν πρώτη φορά χωρίς αστέρια – προφήτες/ τώρα του δικού τους χαμού, ο πόνος, η ναυτία» (σ. 26). Την αναφορά του στη χελώνα, που εδώ φέρνει καλοτυχία με τη σοφία και τη διορατικότητά της: «Χρυσή καρφίτσα», (χελώνα και σκουλαρίκια από νυφική φορεσιά Κέρκυρας) //ότι είναι η χελώνα/ διότι ξεχωρίζει τον κίνδυνο αιώνες πιο μπροστά» (σ. 32), τη συναντάμε και στους ακόλουθους στίχους του Τούμας Τράνστρέμρ: «Ένα κράνος που κανείς δεν φορά έχει καταλάβει την εξουσία./ Η μητέρα χελώνα διαφεύγει αστραπιαία κάτω απ’ το νερό.» [1]. Ο ποιητής εκφράζει υπαρξιακούς στοχασμούς και υπαρξιακό άγχος μπρος στην περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: «κάθε μήνας περνάει με εγκαύματα/ κάθε μέρα ληστής των κυττάρων// μα βαστάει γερά του Χάρου το σκοινί/ να κατέβει κι αυτός στο/ μη με λησμόνει.» (σ. 18). Ωστόσο κυρίως υμνεί τον απλό και μυστηριακό κόσμο και προτάσσει τη φυσική ομορφιά και το αέναο κοσμικό θαύμα, «το άφθιτο σημάδι/ πηδάλιο, η φρόνηση του σιταριού/ η επιμονή των βρύων/ να σκεπάσουν τα κρίματα, όλα τα αίματα/ ως εκεί ψηλά, ως την πύλη των αοράτων» (σ. 36).
Στο ποίημα «Κουμέικα Σάμου» με την ενατένιση του φωτός ορίζεται η σημασία της μνήμης των βιωμάτων, του γενέθλιου τόπου, της μητρικής γλώσσας και των πρώτων λεκτικών ακουσμάτων, μέσα από την άρθρωση και τα φωνήματα του πατέρα «Κου – μέ – ι – κα», όπου με την έξοχη παρομοίωση «σαν περιστέρι όνομα σε χαμηλή πτήση/ να με αγγίζει στο φτερό η πατρίδα» (σ. 42) αποτυπώνεται ο ακατάλυτος δεσμός με την πατρίδα και τον τόπο και το αποτύπωμά τους στον ψυχισμό του ποιητικού υποκειμένου. Στο «Ηραίον Σάμου» συγκινεί η θέαση και η αίσθηση της εναρμόνισης με το παν: «Όχι, δεν είναι πλάνη/ θέλει απλώς να σε φέρει/ όσο πιο κοντά γίνεται/ στο παν» (σ. 60).
Μάλλον δεν είναι ουρανός αυτό που βλέπουμε στον πίνακα που κοσμεί το εξώφυλλο. Μάλλον ο ουρανός είναι κάτω στο χώμα που πατάμε, στο εδώ και τώρα. Μάλλον ο πίνακας απεικονίζει θραύσματα από βράχια κάποιου φαντασιακού κομήτη ριγμένα στη γη. Βράχια ριγμένα στο χώμα του είναι και του σύμπαντος. Τελικά φαίνεται ότι τα βράχια συμβολίζουν τον άνθρωπο, ότι τα Βράχια είμαστε εμείς: «γιατί τα καλοδουλεμένα γλυπτά του αέρα/ είμαστε τελικά εμείς», διατείνεται ο Γιώργος Βέης στο ποίημα «Κιουστέκι από γιορτινή φορεσιά της Καραγκούνας» (σ. 67). Αυτοί οι στίχοι με την υπέροχη μεταφορά μοιάζουν με αυτή του Γιάκομπ Μπούρκχαρντ: «Θα θέλαμε πολύ να γνωρίζουμε τα κύματα πάνω στα οποία πλέουμε μέσα στον ωκεανό, αλλά τα κύματα είμαστε εμείς οι ίδιοι» [2]. Εδώ ο Γιώργος Βέης καταθέτει στοχασμούς ορισμού της αλληλένδετης, ταυτόσημης θα λέγαμε, σχέσης της ανθρώπινης ύπαρξης με τον περιβάλλοντα κόσμο, εκφράζοντας δέος και κατάφαση μπρος στο μυστήριο της ζωής και της ύπαρξης. Τα κύματα του Μπούρκχαρντ που παραπέμπουν στην αγωνιώδη προσπάθεια της υπαρξιακής διαδρομής του ανθρώπου, εδώ γίνονται βράχια όμως όχι τραχιά και δύσβατα, αλλά «καλοδουλεμένα γλυπτά του αέρα», ο οποίος θα μπορούσε να συμβολίζει το ανθρώπινο πνεύμα, τον λόγο και την ποίηση μέσω των οποίων εκφράζονται εκφάνσεις κατάφασης που αμβλύνουν το υπαρξιακό άγχος και ωθούν στον αφουγκρασμό και στη βίωση της μουσικής πανδαισίας που αναδύεται από κάθε στοιχείο και έμβιο, ορατό και αόρατο του κόσμου που μας περιβάλει και μας ενέχει… και ίσως, ίσως ποιός ξέρει, ίσως να τον ενέχουμε κι εμείς και οι στιγμές μας.
Ο Γιώργος Βέης μέσω της μνήμης και του λόγου, του λεκτικού πλούτου και του συγκινησιακού νου του, με τη ματιά του στον εσωτερικό και στον περιβάλλοντα χώρο, στο Εγώ και στον Άλλον, στο μέρος και στο όλον, με τις παρομοιώσεις και μεταφορές που πλάθει χρησιμοποιώντας την φυσική πανίδα και χλωρίδα, τα τοπωνύμια και πολιτισμικά σύμβολα από μουσειακά εκθέματα, τον τόπο και τα στοιχεία της φύσης τεχνουργεί μια εξόχως πλούσια ποιητική πανίδα και χλωρίδα. Οι λυρικοί στίχοι και οι στοχασμοί του αποτελούν ύμνο στη φύση και στη ζωή, αναφέρονται στα δυστοπικά και τα δύσκολα, παράλληλα λες και αναζητούν να ορίσουν το μέτρο, τη σχέση και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο, να αναμετρηθούν με τον χρόνο και το υπαρξιακό άγχος, το εδώ και το επέκεινα για να φτάσουν σε αναστοχασμούς κατάφασης και μουσικής αρμονίας. Γνωρίζουμε άλλωστε, ότι τον Γιώργο Βέη τον χαρακτηρίζει η αναζήτηση των συγκλίσεων, της οικείωσης, της σύνθεσης, του ενιαίου και του όλου. Στα Βράχια η ποίησή του τέρπει προσφέροντας ερεθίσματα για αναστοχασμό.
Σημειώσεις
1. Χανς Μπλούμενμπεργκ, Ναυάγιο με θέα, μετάφραση: Θοδωρής Δρίτσας, Αντίποδες, Αθήνα 2017, σ. 104.
2. Τούμας Τρανστρέμερ, Η πένθιμη γόνδολα. Άπαντα ποιήματα 1954-1996, Μπόνιερς, 2011, σ. 346, αδημοσίευτη μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Παναγιώτης Τέτσης. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]