Σηκώθηκαν πρωί. Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Έβαλαν χ στο Β6 και διέσχισαν το άδειο κέντρο. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά λόγω συνθηκών. Πού και πού τις καθημερινές με το κλικ αγουέι κάτι κινούνταν. Η εικόνα όμως ήταν αποκαρδιωτική γενικά, γιατί στις βιτρίνες σε πολλά μαγαζιά έβλεπες τα ίδια προϊόντα από τον καιρό της κρίσης. Με τι χρήματα να τα αντικαταστήσουν;
Έφτασαν στην πρώτη εκκλησία. Η πόρτα ήταν κλειστή. «Συμπλήρωσε τον αριθμό των εικοσιπέντε» είπε μία κυρία που είχε χωθεί σε μια γωνία ανάμεσα σε μια κολώνα κι έναν τοίχο, προσπαθώντας να προστατευτεί από τον παγωμένο αέρα και να ακούσει κάτι από την ακολουθία. Κλειστή ήταν και η δεύτερη και η τρίτη εκκλησία, η μητρόπολη. «Μη στενοχωριέσαι» της είπε. «Θα βρεθεί μια φάτνη και για μας». Περπάτησαν στο Βαρούσι. Ο ήλιος ανέβαινε σιγά σιγά κι ένα ροζ χρώμα απλωνόταν στον ορίζοντα. Οι πρώτες αχτίδες έλουσαν τα σπίτια του Βαρουσίου και τους «Αγίους Αναργύρους», μια παλιά εκκλησία. Βρήκαν την πόρτα ανοιχτή. Μόνο εννιά άνθρωποι υπήρχαν μέσα μιας κάποιας ηλικίας. «Θα μπορούσαν να είναι οι βοσκοί και οι μάγοι» σκέφτηκε. Ο επίσης ηλικιωμένος ψάλτης προσπαθούσε να πει αξιοπρεπώς το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθη ο Χριστός…» Του φάνηκε το πιο όμορφα ειπωμένο «Δεύτε ίδωμεν» που άκουσε ποτέ.
Στην επιστροφή δυο αδέσποτοι σκύλοι είχαν μπει στη φάτνη της πλατείας και ξάπλωσαν στο άχυρο δίπλα στο Χριστό. Ελάχιστοι άνθρωποι περπατούσαν. Ούτε ψυχή από αστυνομία. Στην τοπική εφημερίδα διάβασε πως το βράδυ ξυλοκοπήθηκε από πολίτες άστεγος που προσπάθησε να κλέψει ποδήλατα από ταράτσα πολυκατοικίας, εκμεταλλευόμενος ένα παράνομο ρεβεγιόν. Η αστυνομία κατέφθασε αμέσως και έκοψε πρόστιμα για συνωστισμό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]