frear

Για την «Κρήνη της οδύνης» του Γιάννη Παπακώστα – γράφει ο Γιώργος Βέης

Γιάννης Παπακώστας, Η κρήνη της οδύνης. Το πένθος, ο πόνος, η θλίψη ως πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας, Εκδόσεις Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, Αθήνα, 2020, σελ. 193

καὶ Ιερουσαλὴμ ἐρημωθῆναι, ἐκάθισεν ῾Ιερεμίας κλαίων,
καὶ ἐθρήνησε τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ ῾Ιερουσαλὴμ

Το μοιρολόι, με όποια απόχρωσή του, συνιστά ασφαλώς ταυτότητα: στις λογοτεχνίες των λαών αποτελεί μάλιστα, ως γνωστόν, κύρια εστία αναφορών και αυτοαναφορών. Η θλίψη είναι μια από τις ακραίες απόρροιες της ζωής. Στην περιώνυμη «κοιλάδα των παθών» αποτελεί μάλλον φυσική συνέπεια. Τα δεινά του ατόμου, η συνεπαγόμενη οδύνη οριοθετεί ενίοτε, εκτός των άλλων, κατά τρόπο μαθηματικό και πεπρωμένο γραφής. Η σύφιλη, φέρ’ ειπείν του Κώστα Καρυωτάκη υπαγορεύει έμμετρα διαβήματα. Η ωχρά σπειροχαίτη προτού ακυρώσει τον εγκέφαλο παράγει έργο τέχνης. Το οξύμωρον αυτο-αποδομείται: ο στίχος ιδρύει πολιτισμό επικοινωνίας κ.ο.κ. Από την επίκληση της αρχετυπικής εκείνης ηρωικής πολύπλαγκτης ύπαρξης: Βάστα καρδιά μου (βλ. Οδύσσεια υ, 18) ως την προτροπή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε «Στων εγκωμιασμών το πένθος πρέπει – εκεί! – να πάει η νύμφη μόνο» [1], αλλά και την ελεγειακή αποτύπωση «Πάει τσαλαβουτώντας στο αβαθές βασίλειο του θανάτου» του ευρέως γνωστού νομπελίστα Τόμας Τράνστρεμερ (βλ. πρόχειρα Η πένθιμη γόνδολα [2]) το ρήμα επιδίδεται κατεξοχήν στην απόδοση κρίσιμων, καταστατικών παθών. Δεν ενδιαφέρει, εννοείται στις αρτιότερες των περιπτώσεων, η πρωτοτυπία, η άγονη λεκτική λαγνεία, η άγρα περιστασιακών εντυπώσεων ή το κέρδος επαίνων, αλλά ο άμεσος, ο θεραπευτικός εξορκισμός της μάλλον ανίατης πληγής. Όταν η τελευταία χαίνει, η συλλαβή γεννάται από εκεί ακριβώς. Κοντολογίς, η γραφή του πένθους είναι η απο-γραφή του ελλείμματος. Το πεδίο της απόλαυσης έχει εν τω μεταξύ διαγραφεί. Στους αντίποδες του εκτείνεται το πεδίο της ξήρανσης. Ο λόγος διαχειρίζεται τότε Σκότος του εγώ. Ήτοι: «Τέτοια απόγνωση, τέτοια απελπισμένη αίσθηση εγκατάλειψης και πένθους, σαν αυτή που γνώρισε τα τελευταία χρονιά χωρίς την Υβόν, δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του, εκτός ίσως από τότε που πέθανε η μητέρα του» (βλ. Μάλκολμ Λόουρυ, Κάτω από το ηφαίστειο [3]).

Σημειώνω ότι έχει διατυπωθεί ήδη η έγκυρη άποψη ότι «η ποίηση πρέπει να ΄ναι μυστηριώδης, συνάμα, όμως, διαφανής, με καθαρότητα και με ένα οιονεί γεωμετρικό υπόβαθρο» (βλ. Οδυσσέας Ελύτης, Συν τοις άλλοι. 37 συνεντεύξεις [4]). Η δεδομένη χρησμική διάσταση δύναται δηλαδή να συνυπάρχει με την εννοιολογική ευθύτητα του στίχου. Το απόκρυφο είναι συνεπώς το απώτερο φως, εν ολίγοις. Κι από το ατομικό, από το προσωπικό ο επαρκώς συγκερασμένος στίχος οδηγεί, οίκοθεν νοείται, στο γενικό, ήτοι στο χωρόχρονο της πανταχού παρούσας ετερότητας. Εξ ου και η προσήλωση στο γράμμα, αλλά και στο πνεύμα των δηλώσεων και των συμφραζομένων τους, σε συνδυασμό με την όλη μεθοδική μέριμνα της ανίχνευσης των αντιπροσωπευτικότερων στοιχείων περί οδύνης, σε ποιητικά έργα δέκα μεταπολεμικών γηγενών ποιητών, λαμβάνοντας πάντα υπ΄ όψιν το δίσημο ή και πολύσημο εκάστοτε σημαίνον, από τον διαχρονικά οτρηρό μελετητή της λογοτεχνίας μας, πανεπιστημιακό δάσκαλο Γιάννη Παπακώστα. Εξήντα σελίδες, δηλαδή το ένα τρίτο και πλέον του συνόλου, αφιερώνονται στην ανάλυση ποιημάτων της Κικής Δημουλά. Έπονται δεκαοκτώ σελίδες για τον Παντελή Μπουκάλα, επτά για την Αγγελική Σιδηρά, δέκα έξι για τον Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, δέκα τέσσερις για το Γιώργο Μαρκόπουλο, εννέα για τη Μαρία Κυρτζάκη, δώδεκα για τον Νάσο Βαγενά, δέκα τρεις για τον Στέλιο Μαφρέδα, εννέα για τον Λευτέρη Πούλιο και εννέα για τον Γιάννη Βαρβέρη. Αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι η επιλογή αυτή είναι άκρως ενδεικτική. Η δε πρόθεση μαρτυρεί ευθέως τη δικαιολογημένη, ως εκ των πραγμάτων, εμμονή σε κείμενα, τα οποία απασχόλησαν κατά καιρούς τον συγγραφέα.

Συγκρατώ ότι η κριτική έχει προλάβει να επισημάνει επιτυχώς ότι το παρόν βιβλίο «δεν είναι ένα απλό άθροισμα ευκαιριακά δοσμένων κειμένων, τα οποία συντέθηκαν ως βιβλιοκρισίες. Ο συγγραφέας ενοποίησε οργανικά τα δεκατρία κείμενα του βιβλίου […] Ο ενοποιητικός ιστός των κειμένων του βιβλίου αποτελείται από δύο, κυρίως, υλικά, εκ των οποίων το ένα είναι ευδιάκριτο και το άλλο υποφώσκον αλλά απτό. Ευδιάκριτος είναι ο κοινός θεματικός άξονας των προσεγγιζομένων από τον συγγραφέα ποιητικών συλλογών, άλλωστε ο θάνατος και η απορρέουσα από αυτόν συναισθηματική δόνηση ανήκουν στα διαχρονικά και υπερτοπικά θέματα του ποιητικού λόγου. Υποφώσκουσα, αλλά σε όλα τα κείμενα του βιβλίου ανιχνεύσιμη, είναι η τεχνοτροπική ψηλάφηση των ποιητικών έργων ως εξέταση ποικίλων εκδοχών της νεωτερικής ποιητικής έκφρασης, στην ανάπτυξη της οποίας αξιοποιούνται η δραματικότητα, η αμφισημία, η ειρωνεία, οι υπερβάσεις τού λογικά και ρεαλιστικά αναμενόμενου, η λεκτική ευθυβολία, ο σπαρακτικά απογυμνωμένος εξομολογητικός τόνος και πολλά ακόμη στοιχεία, τα οποία, συλλειτουργώντας και με τις προσωπικές επινοήσεις των δημιουργών, διαμορφώνουν συγκινησιακά παλλόμενες ποιητικές καταθέσεις» (βλ. Δημήτρη Κόκορη, «Η βαριά σκιά του πένθους σε όψεις της ποιητικής παραγωγής του 21ου αιώνα» [5]).

Το πέρασμα, συνοψίζω, από το πραγματικό στο συμβολικό κι ό,τι αυτό συνεπάγεται εν προκειμένω υπομνηματίζεται δεόντως από τον συγγραφέα. Η συμβολοποίηση επιφέρει εκτόνωση: το ποίημα τυπώνεται, εκδίδεται, αναρτάται, διαδίδεται, μελετάται, απομνημονεύεται, κρίνεται, υποφώσκει Εδωνά- Είναι κ.λπ. Κοντολογίς η λέξη επιζεί. Η συγκρότηση των δέκα προαναφερομένων δημιουργών λόγου, από τους οποίους ήδη τρεις δεν βρίσκονται πλέον ανάμεσά μας, δύναται εν τέλει να συνεισφέρει ζωή πνεύματος. Ό,τι λογίζεται απολεσθέν, επανευρίσκεται ομοιοπαθητικά, ως αλήθεια δηλαδή υλο-φάσματος. Για να επαληθευθεί άλλη μια φορά ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ: «η ζωή του πνεύματος δεν φοβάται τον θάνατο, μήτε είναι απαλλαγμένη από αυτόν. Ζει μαζί του και διατηρείται ολόκληρη μέσα του» [6]. Εξ ου και η θαυμάσια απεικόνιση από τοιχογραφία της Πομπηίας, η οποία κοσμεί το εξώφυλλο του εύχρηστου αυτού εγκολπίου βασάνων και (πιθανών) υπερβάσεών τους. Τα πτηνά, τα οποία την περιβάλλουν έχουν σπεύσει να δροσιστούν. Είναι προφανές ότι η κρήνη αυτή δρα ως πάροχος ζείδωρης ύλης κι όχι οδύνης και οιμωγών. Το δίσημον λοιπόν των όρων είναι εκεί, έξω, για να υποδεχτεί συνειδητά, να προετοιμάσει δηλαδή εγκαίρως τους αναγνώστες για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Κι επειδή «η ανάγνωση είναι ζήτημα ευτυχούς στίξης» [7], όπως διατείνεται ο Ζακ-Αλέν Μιλέρ, αποδίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις ανάσες του στίχου, στις αναγκαίες παύσεις, στις αναδιπλώσεις, στις τομές του, στις απολήξεις του. Ακόμη και στις τυχόν αναστολές της ίδιας της στίξης. Ανεξάρτητα δηλαδή από το πρωτογενές μήνυμά του, ο στίχος αφήνεται να δράσει μέσα σε ένα πλαίσιο ενδεχομένων συνειρμών. Ανάλογα ισχύουν και στον τομέα της ενδελεχούς αξιοποίησης των στοιχείων της ad hoc συντακτικής στρατηγικής. Έτσι εντοπίζονται και αναλύονται δεόντως ποικίλα αποτυπώματα αντονομασιών, παλινδρομήσεων, μετωνυμιών, συνεκδοχών, καρποφόρων καταχρήσεων, αλληγοριών, αντι-λυρικών αφορισμών και βεβαίως καθόλα λειτουργικών μεταφορών.

⸙⸙⸙

Σημειώσεις

1. βλ. Τα Σονέτα προς τον Ορφέα γραμμένα ως επιτύμβιο για τη Βέρα Ουκάμα Κνόοπ, μετάφραση και επιλεγόμενα Γιώργος Κεντρωτής, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2020.

2. βλ. Τα Ποιήματα, μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου, εκδόσεις Printa / Ποίηση για πάντα, Αθήνα 2004.

3. Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη, εισαγωγή: Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής, εκδόσεις Αστέρι, 1983.

4. Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 2011, σ. 299.

5. Ιστότοπος: Ο αναγνώστης, 1η Δεκεμβρίου 2020.

6. βλ. Φιλοσοφία του Νου, πρόλογος-μετάφραση-σχόλια: Γιώργος Φαράκλας, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 2007.

7. βλ. Ζακ Λακάν, Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, μετάφραση: Νάσια Λινάρδου-Μπλανσέ και Ρεζινάλντ Μπλανσέ, επίμετρο: Ρεζινάλντ Μπλανσέ, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2005.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Zωγραφική: Claire Rosen. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη