Μεταξύ κατάθλιψης και σύνθλιψης: με αφορμή τη Σεροτονίνη του Μισέλ Ουελμπέκ
«Πάσχουσες αφαιρέσεις» αποκάλεσε τους ήρωες των πρώτων μυθιστορημάτων του Ουελμπέκ ο Καναδός κριτικός λογοτεχνίας Μισέλ Μπιρόν [1], ένας χαρακτηρισμός που ταιριάζει γάντι και στον Φλοράν-Κλωντ Λαμπρουστ, τον κεντρικό χαρακτήρα του τελευταίου μυθιστορήματος του Γάλλου συγγραφέα με τον τίτλο Σερετονίνη. Φαινομενικά, ο Φλοράν τα έχει όλα: είναι καλοπληρωμένος, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Γεωργίας, γοητευτικός, πλούσιος χάρη στην κληρονομιά της αξιοσέβαστης περιουσίας των γονιών του και σύντροφος μιας απελευθερωμένης και εκλεπτυσμένης νεαρής Γιαπωνέζας, της Γιoύζου. Παρ’ όλ’ αυτά, ακολουθώντας το παράδειγμα χιλιάδων Γάλλων που εγκαταλείπουν την οικογενειακή εστία κάθε χρόνο χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους, ο Φλοράν αποφασίζει να δραπετεύσει από τη ζωή του. Εγκαταλείπει την ερωμένη και το επάγγελμά του και βρίσκει καταφύγιο στο μικροσκοπικό δωμάτιο ενός από τα τελευταία ξενοδοχεία της γαλλικής πρωτεύουσας όπου επιτρέπεται ακόμα το κάπνισμα μέσα στα δωμάτια από τους ένοικους. Η μέρα του περιλαμβάνει περιπάτους, επισκέψεις στα σούπερ μάρκετ, γεύματα στα γαλλικά μπιστρό και πολλές ώρες τηλεόρασης. Δεν πρόκειται εντούτοις για ένα ηθελημένο διάλειμμα από τα πάντα με την προοπτική ενός νέου ξεκινήματος, αλλά για την καταβύθιση του σε μια «ληθαργική απραξία» [2] λόγω της βαρύτατης κατάθλιψης από την οποία πάσχει. Τα αντικαταθλιπτικά επιτρέπουν στον Φλοράν να παραμείνει στοιχειωδώς λειτουργικός για κάποιο διάστημα, αλλά τα αισθήματα ματαιότητας και προσωπικής ανεπάρκειας προοδευτικά διογκώνονται, με αποτέλεσμα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο ήρωας να σκέφτεται σοβαρά να ριχτεί στο κενό από το παράθυρο του διαμερίσματός του. «Έχω την εντύπωση πως πολύ απλά πεθαίνετε από λύπη», του λέει ο συμπονετικός γιατρός Αζότ, μια από τις συμπαθητικότερες φιγούρες του ουελμπεκικού έργου,«…πάσχετε από στρες ενώ δεν κάνετε σχεδόν τίποτα όλη μέρα… πάσχετε από στρες, πάσχετε από στρες σε σημείο εξωφρενικό, είναι λες και έχετε πάθει υπερκόπωση από ακινησία, σαν να σας τρώει κάτι από μέσα» [3].
Αξίζει σε αυτό το σημείο να τονίσουμε μια σημαντική διαφορά μεταξύ του Φλοράν και των άλλων ουελμπεκικών ηρώων. Η παιδική ηλικία του ήρωα της Σερετονίνης υπήρξε ευτυχισμένη· κανένα είδος τραύματος, κακοποίησης ή εγκατάλειψης δεν μπορεί να εξηγήσει την ψυχολογική του κατάσταση. Τα αίτια, λοιπόν, αυτής δε θα πρέπει να αναζητηθούν στο οικογενειακό περιβάλλον, αλλά στη διάψευση των ονείρων της νιότης του και δη στην ερωτική και επαγγελματική του πορεία.
Οι ερωτικές σχέσεις του Φλοράν δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Αργά η γρήγορα, οι δικές του επαγγελματικές υποχρεώσεις ή της εκάστοτε παρτενέρ του τους χώριζαν. Οι απαιτήσεις του κοινού πλέον στα δύο φύλα ονείρου της επαγγελματικής καταξίωσης, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται, όπως οι γεωγραφικές μετακινήσεις και το βεβαρυμμένο εργασιακό ωράριο [4], αποτέλεσαν το πρώτο εμπόδιο στη διατήρηση της σχέσης του ζευγαριού, της μοναδικής αυτής «υπόσχεσης ευτυχίας» του ουελμπεκικού έργου: «Ο έξω κόσμος ήταν σκληρός, ανελέητος για τους αδύναμους, δεν τηρούσε σχεδόν ποτέ τις υποσχέσεις του, και η αγάπη ήταν το μοναδικό, ίσως, πράγμα στο οποίο μπορούσε να πιστεύει κανείς ακόμα» [5].
Σε αυτό το εμπόδιο θα πρέπει να προστεθεί και ένα δεύτερο: η επιθυμία απόκτησης σεξουαλικών εμπειριών, η οποία στα πλαίσια των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών δεν προβάλλεται μόνο ως εφικτή, αλλά και ως επιβεβλημένη. Στην προ της κατάθλιψης πλούσια ερωτική ζωή του, ο Φλοράν είχε την τύχη να συναντήσει δύο αξιόλογες γυναίκες, την Κέιτ, αρχικά, και στη συνέχεια την Καμίγ. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες συγκεντρώνουν στο πρόσωπο τους τα βασικά χαρακτηριστικά των αξιέραστων ηρωίδων του ουλμπεκικου έργου: τη συναισθηματική και ερωτική γενναιοδωρία και την καλοσύνη [6]. Δεν είναι τυχαίο ότι η αποστροφή του Φλοράν για την τελευταία σύντροφό του, τη Γιούζου, « …ένα είδος αράχνης, μια αράχνη που ρουφούσε του ζωτικούς μου χυμούς και που διατηρούσε ωστόσο την όψη γυναίκας» [7], οφείλεται στην απουσία αυτών ακριβώς των γνωρισμάτων. Η Γιούζου έχει υιοθετήσει τα περιφρονητέα για τον Ουελμπέκ χαρακτηριστικά του/της κυνηγού των σεξουαλικών εμπειριών, την πλήρη, δηλαδή, αποσύνδεση του ερωτισμού από το συναίσθημα και την ελευθεριότητα ως μέσο ικανοποίησης του ναρκισσισμού.
Αξίζει σε αυτό το σημείο να αναφερθούμε σε μια ιδιαιτερότητα της πραγμάτευσης του ερωτικού στοιχείου στο έργο του Ουελμπέκ. Αναφερόμαστε στη συνειδητή εναντίωση του συγγραφέα στη σύνδεση του ερωτισμού με το κακό, σε μια από τις εμμονές της γαλλικής λογοτεχνίας με εμβληματικότερους εκφραστές της τον Σαντ, τον Μπωντλαίρ και τον Μπατάιγ. Σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες συγγραφείς, στο έργο του Ουελμπέκ ο ερωτισμός γίνεται αντιληπτός ως δώρο, μια έννοια που επανέρχεται συχνά στα μυθιστορήματά του. Τη βρίσκουμε στη Σερετονίνη [8], και εκφράζεται με ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην Πλατφόρμα. Σχολιάζοντας τον μαρασμό της σεξουαλικότητας στη Δύση, ο ήρωας της Πλατφόρμας παρατηρεί: «Αυτό είναι το εντυπωσιακό με εσένα: σου αρέσει να δίνεις ικανοποίηση. Να χαρίζεις το σώμα σου σαν απολαυστικό δώρο, να δίνεις δωρεάν ηδονή: να τι δεν ξέρουν πια να κάνουν οι Δυτικοί. Έχουν χάσει εντελώς το αίσθημα της προσφοράς» [9].
Δυστυχώς για τον Φλοράν, η συνάντησή του με την Κέιτ και, αργότερα, με την Καμίγ λαμβάνει χώρα σε μια εποχή που είναι παντελώς ανίκανος να εκτιμήσει την ευκαιρία που του προσφέρεται. Το νεαρό της ηλικίας του καθώς και το πνεύμα της εποχής τον τυφλώνουν: «…για μια πρόστυχη Βραζιλιάνα που θα [τον] ξέχναγε με το που θα πατούσε το πόδι της πίσω στο Σάο Πάολο» [10], για μια Αγγλίδα με την οποία πέρασε μια ευχάριστη νύχτα, ο Φλοράν θα καταστρέψει τις δύο ουσιαστικότερες σχέσεις της ζωής του. Κάνοντας, πολλά χρόνια αργότερα, τον απολογισμό της ερωτικής του ζωής θα καταλήξει στο εξής απογοητευτικό συμπέρασμα: «Υποκύψαμε σε ψευδαισθήσεις ατομικής ελευθερίας, ζωής με ανοιχτούς ορίζοντες, με απεριόριστες δυνατότητες; Μπορεί, ήταν στο πνεύμα της εποχής αυτές οι ιδέες· δεν τις τυποποιήσαμε, δεν μας άρεσε αυτό· αρκεστήκαμε να συμμορφωθούμε, να τις αφήσουμε να μας καταστρέψουν και μετά, για πολύ, πολύ καιρό, να μας κάνουν να υποφέρουμε» [11].
Η επαγγελματική καριέρα του Φλοράνδε θα έχει ευτυχέστερη κατάληξη από την ερωτική ζωή του. Ο ήρωας της Σερετονίνης, ακριβώς όπως και ο ίδιος ο Ουελμπέκ, ακολούθησε σπουδές γεωπονικής. Μετά το πέρασμά του από μια εταιρία παραγωγής γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων που γρήγορα θα του προκαλέσει απέχθεια, «[τ]ίποτα δεν αποδείκνυε ξεκάθαρα την επικινδυνότητα των μεταλλαγμένων, και οι ριζοσπάστες οικολόγοι ήταν ως συνήθως αδαείς κρετίνοι, τίποτα όμως δεν αποδείκνυε και την ακινδυνότητά τους και οι προϊστάμενοί μου στην εταιρία ήταν απλούστατα παθολογικοί ψεύτες» [12], ο Φλοράν αποφασίζει να εργαστεί για το Υπουργείο Γεωργίας. Η εργασία του είναι κυρίως συμβουλευτικού χαρακτήρα· πιο συγκεκριμένα, συντάσσει εκθέσεις με σκοπό την αντιπροσώπευση και την υποστήριξη των θέσεων της γαλλικής γεωργίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εκθέσεις του, αν και προτείνουν λογικά μέτρα προστασίας των τοπικών παραγωγών και οικονομικά βιώσιμες λύσεις, αγνοούνται κατά κανόνα από τους ανωτέρους του, διότι προσκρούουν στην άτεγκτη λογική της ανταγωνιστικότητας και της υπερπαραγωγής [13]. Η επαγγελματική θέση του Φλοράν και η φιλία του με έναν πρώην συμφοιτητή του, έναν αριστοκράτη που αποφάσισε να στραφεί προς την αγροτοκτηνοτροφία και τελικά να καταστραφεί από αυτήν την επιλογή του, του επιτρέπουν να παρατηρήσει και να περιγράψει εκ των έσω τη συμφορά που πλήττει τον αγροτικό κόσμο. Τη συρρίκνωση, δηλαδή, της γαλλικής γεωργίας, τη στοχευμένη μείωσή της στο ένα τρίτο μέσω του οικονομικού στραγγαλισμού των αγροτών, ώστε να επιτευχθεί η σύγκλιση της με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Υπεύθυνες για την εν λόγω κατάσταση, σύμφωνα με τον Φλοράν, είναι η φιλελεύθερη αγροτική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι στρατηγικές των μεγάλων επιχειρήσεων αγροτικών προϊόντων. Ο αναγνώστης της ποίησης του Ουελμπέκ δεν μπορεί να μη σκεφτεί, διαβάζοντας τις αφιερωμένες σε αυτό το θέμα σελίδες της Σερετονίνης, το ποίημα: «Τελευταίο προπύργιο ενάντια στον Φιλελευθερισμό», από το οποίο παραθέτουμε, σε δική μας μετάφραση, ένα απόσπασμα:
Αρνούμαστε τη φιλελεύθερη ιδεολογία επειδή είναι
ανίκανη να προσφέρει ένα νόημα, μια οδό συμφιλίωσης
του ατόμου με τον όμοιό του εντός μια κοινότητας
που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ανθρώπινη…
Είναι αδιαφιλονίκητο και αποδεδειγμένο ότι κάθε ανθρώπινο έργο αξιολογείται με
κριτήρια καθαρά οικονομικά.
κριτήρια απολύτως αριθμητικά
αποθηκεύσιμα σε αρχεία υπολογιστών.
Αυτό δεν είναι αποδεκτό και οφείλουμε να αγωνιστούμε υπέρ της κηδεμονίας της οικονομίας, υπέρ της υποταγής της σε ορισμένα κριτήρια τα οποία θα τολμούσα να αποκαλέσω ηθικά. [14]
Έχει υποστηριχθεί, όχι άδικα, ότι με το έργο του Ουελμπέκ ένας νέος αέρας φύσηξε στη γαλλική λογοτεχνία. Στη δεκαετία του ’60, οι «νέοι μυθιστοριογράφοι» έστρεψαν επιδεικτικά την πλάτη τους στον ρεαλισμό και στον νατουραλισμό των μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα, μετατρέποντας το γαλλικό μυθιστόρημα σε άσκηση ύφους. Ο Ουελμπέκ, από την πλευρά του, αδιάφορος απέναντι στις «ρήξεις» και στις «αισθητικές επαναστάσεις», μετατοπίζει το κέντρο βάρος του μυθιστορήματος από τη γραφή στην αναπαράσταση του κόσμου. Επανασυνδέει με αυτό τον τρόπο το σύγχρονο γαλλικό μυθιστόρημα με την τέχνη του Μπαλζάκ και του Ζολά, εμποτίζοντας το ταυτόχρονα στο πνεύμα του χιούμορ και της ειρωνείας. Σε ποιο βαθμό κατορθώνει να συλλάβει την κοινωνική πραγματικότητα, γίνεται αντιληπτό από την επιτυχία των «προβλέψεών» του, οι οποίες προσέδωσαν σ’ αυτόν τον ευαίσθητο και οξυδερκή παρατηρητή των κοινωνικών μεταβολών τον υπερβολικό τίτλο του προφήτη. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η τρομοκρατική επίθεση στο Μπαλί το 2002, η οποία μοιάζει σε πολλά σημεία με την επίθεση που περιγράφεται στην Πλατφόρμα (2001), και η κυκλοφορία της Υποταγής την ίδια μέρα με την επίθεση στα γραφεία του περιοδικού Charlie Hebdo (7 Ιανουαρίου 2015). Τέλος, όσον αφορά τη Σερετονίνη, έχει ορθώς υποστηριχτεί ότι σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο Ουελμπέκ συνέλαβε κάτι από την κοινωνική δυσαρέσκεια που οδήγησε στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων.
Σε κάθε περίπτωση και για να ξαναγυρίσουμε στον Φλοράν, ο ήρωας θα σταθεί ανίκανος να εμποδίσει την καταστροφή της γαλλικής γεωργίας και θα αποτύχει εξίσου και στην προσωπική του ζωή. Μια δειλή απόπειρα να ξανασυναντηθεί με την Καμίγ θα στεφθεί από απόλυτη αποτυχία. Η περιγραφή της προσπάθειάς του πάντως αποτελεί ένα από τα δυνατότερα σημεία του βιβλίου, καθώς η κατά κανόνα αποστασιοποιημένη και ειρωνική αφήγηση κατέρχεται αίφνης στα βάθη του άρρωστου ψυχισμού του ήρωα, εκεί όπου η λογική και το νόημα απουσιάζουν.
Στην Υποταγή, το προηγούμενο μυθιστόρημά του, αναζητώντας την ιδιαιτερότητα της λογοτεχνίας σε σχέση με τις άλλες τέχνες, ο Ουελμπέκ υπογράμμισε την εγγύτητα που αναπτύσσεται μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη του. «…μόνο η λογοτεχνία», σημειώνει, «μπορεί να μας δώσει αυτή την αίσθηση της επαφής μ’ ένα άλλο ανθρώπινο πνεύμα, με την ακεραιότητα αυτού του πνεύματος τις αδυναμίες και το μεγαλείο του, τους περιορισμούς, τις μικρότητες, τις εμμονές του, τις πεποιθήσεις του· μ’ όλα όσα εκπέμπει, όσα το ενδιαφέρουν, το ερεθίζουν ή το απωθούν» [15]. Παραφράζοντας τον Ουελμπέκ, θα λέγαμε, ότι ο αναγνώστης της λογοτεχνίας έρχεται σε επαφή με μια παρουσία, ένα στυλ νοούμενο όχι ως στολίδι της γραφής, αλλά ως θέαση του κόσμου και του ανθρώπου. Αυτή την κοινή σε όλα τα μυθιστορήματα του Ουελμπέκ θέαση βρίσκουμε και στη Σερετονίνη. Συντίθεται από τις εναλλαγές του κυνισμού και των ηθελημένων ασχημιών με τη γνησιότερη συμπόνοια, από το βιτριολικό χιούμορ και τις ακούραστες επιθέσεις στην πολιτική ορθότητα. Τη χαρακτηρίζουν, επίσης, η εστίαση του μυθιστοριογράφου στην υλική και πεζή διάσταση της πραγματικότητας, ο συγκλονισμός απέναντι στην πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου και η θαρραλέα προσπάθεια να περιγραφεί αυτός όσο το δυνατόν πιστότερα, χωρίς την καταφυγή σε ιδεολογικά δεκανίκια. Και, πάνω απ’ όλα, τη θέαση αυτή τη διαπερνά το αίσθημα του τέλους, του επικείμενου αφανισμού που ρίχνει βαριά τη σκιά του πάνω στα ατομικά και στα συλλογικά πεπρωμένα. «Βρισκόμουν λοιπόν στο στάδιο που το γηράσκον ζώο, ταλαιπωρημένο και με την αίσθηση πως έχει πληγωθεί θανάσιμα, αναζητά καταφύγιο για να τελειώσει τη ζωή του», «…και να πώς πεθαίνει ένας πολιτισμός, χωρίς φασαρίες, χωρίς κινδύνους, ούτε δράματα και με πολύ λίγη αιματοχυσία, ένας πολιτισμός πεθαίνει απλώς από κόπωση, επειδή μπούχτισε με τον εαυτό του…» [16].
Με τη Σερετονίνη ο Ουελμπέκ επιβεβαιώνει ότι είναι ένας από τους προκλητικότερους και πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους μυθιστοριογράφους.
Σημειώσεις
1. Michel Biron, «L’effacement du personnage contemporain: l’exemple de Michel Houellebecq » Études françaises, vol. 41, n° 1, 2005, σ. 40. Διαθέσιμο στο: http://id.erudit.org/iderudit/010843ar.
2. Μισέλ Ουελμπέκ, Σερετονίνη, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2019, σ. 81.
3. Στο ίδιο, σσ. 287 και 290.
4. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ μελέτησε τις δυσκολίες του συνδυασμού των απαιτήσεων της επαγγελματικής και της προσωπικής ζωής στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες από τη δεκαετία του ’60 και εξής. Οι αναλύσεις του εστιάζουν αφενός στις αλλαγές που προκάλεσε στην οικογένεια και στο ζευγάρι η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας και, αφετέρου, στο αίσθημα ανασφάλειας που συνοδεύει τη γενικότερη τάση της οικονομίας να αντικαθιστά τη δια βίου σταθερή απασχόληση με την ευέλικτη, πολλαπλή υποαπασχόληση. Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Risk Society : «…η αγορά εργασίας απαιτεί την κινητικότητα χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση των ατόμων. Ο Γάμος και η οικογένεια απαιτούν το αντίθετο. … το μοντέλο αγοράς της νεωτερικότητας συνεπάγεται μια κοινωνία χωρίς οικογένειες και παιδιά. Ο καθένας πρέπει να είναι ανεξάρτητος, ελεύθερος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς, ώστε να εξασφαλίσει την οικονομική του/της ανεξαρτησία». Ulrich Beck, Risk Society. Towards a New Modernity, μτφρ. Mark Ritten, Sage Publication, London, Newbary Park, New Delhi, 1992, σ. 116 (η μετάφραση δική μου).
5. Ουελμπέλ, Σερετονίνη, ό.π., σ. 165.
6. Στη συγκεκριμένη κατηγορία ανήκουν επίσης η Βαλερύ (Πλατφόρμα) και η Όλγα (Ο Χάρτης και η Επικράτεια).
7. Στο ίδιο, σ. 71.
8. Στο ίδιο, σ. 159.
9. Μισέλ Ουελμπέκ, Πλατφόρμα, μτφρ. Κώστας Κατσουλάρης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2002, σ. 230, (η υπογράμμιση δική μου). Στηρίζοντας τις αναλύσεις του στο έργο του Μαρσέλ Μως, ο Bruno Viard διάβασε το έργο του Ουελμπέκ ως σύμπτωμα της κρίσης του δώρου που χαρακτηρίζει τις δυτικές κοινωνίες. Bruno Viard, «Faut-il en rire ou en pleurer ? Michel Houellebecq du côté de Marcel Mauss et du côté de Balzac» στο Murielle Lucie Clément, Sabine van Vasemel (επιμ.), Michel Houellebecq sous la loupe, Rodopi, Άμστερνταμ-ΝέαΥόρκη,2007, σ. 31-43.
10. Ουελμπέκ, Σερετονίνη, ό.π., σ. 94.
11. Στο ίδιο, σ. 316.
12. Στο ίδιο, σ. 100.
13. Στο ίδιο, σσ. 101, 228.
14. Dernier rempart contre le libéralisme από τη συλλογή Le sens du combat (1996), στο Poésie, Flammarion, Παρίσι, 2015, σσ. 78 και 79.
15. Μισέλ Ουελμπέκ, Υποταγή, μτφρ. Λίνα Σηπιτάνου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2015, σ.13.
16. Ουελμπέκ, Σερετονίνη, ό.π., σσ. 298 και 146.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]