Ἀπό τό More Veneto – τοῦ Γιώργου Γώτη
Οφηλία
Βενετία, ἡ Ὀφηλία τῶν πόλεων. Βυθίζεται στὸ νερό, ἀναδύεται ἀπὸ τὸ νερό. Ἀνεστραμμένη βλέπει τὸν οὐρανό. Τὰ κτήρια ποὺ ἐπιπλέουν γίνονται στολίδια της, τὰ τελευταῖα ἄνθη τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ της. Ἐρωτευμένη βαθιά, ὀνειρεύεται βυθισμένη στὸ ὄνειρό της, ἡ τρέλα της εἶναι ἡ ὀμορφιά της, τὸ εὔθραυστο κρύσταλλο τῆς ψυχῆς της, ἡ ὑδάτινη φυσαλίδα ποὺ φτιάχνει περίτεχνα θαύματα. Νεκρή, ἐπιπλέει μὲ τά μαλλιὰ ἁπλωμένα, στεφάνι ἀποχαιρετισμοῦ στὰ γκριζοπράσινα θολὰ νερά — ὁ οὐρανός, τὰ σκουροπράσινα βρύα καὶ ὁ ἀντικατοπτρισμὸς τῆς πόλης. Δὲν εἶναι νεκρή, ὀνειρεύεται. Δραπετεύει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ τὴν πνίγει καὶ πνίγεται στὸν δικό της κόσμο μὲ φωτεινὴ τὴν τελευταία σκέψη τῆς αὐτοχειρίας της, γιατὶ μεταπηδᾶ μὲ τὴ δύναμη τῆς ἀπόφασής της. Τὰ βελοῦδα καὶ τὰ μετάξια τῆς Ὀφηλίας τὴ βαραίνουν στὸ νερό, τὰ βελοῦδα καὶ τὰ μετάξια τῆς πόλης διαποτίζονται ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ δίνουν χρώματα ξυπνώντας τὶς αἰσθήσεις, ὅπως μία νιφάδα χιονιοῦ λικνίζεται γιὰ κλάσματα δευτερολέπτου στὸ νερό, πρὶν γίνει ἕνα μὲ αὐτό. Ἔτσι περνᾶς μετέωρος μεταξὺ πραγματικότητας καὶ φαντασίας, μεταξὺ ὕδατος καὶ ἀέρα. Ποῦ ἐκβάλλει αὐτὸ τὸ μεταξύ; Παρ᾽ ὅλη τὴ δυσπιστία τοῦ βλέμματος, τρέλα καὶ θαῦμα θὰ μπορέσουν νὰ ταυτιστοῦν; Ὅταν βρίσκεσαι μεταξὺ δύο πραγμάτων δημιουργοῦνται αἰχμές. Αὐτὲς σὲ κάνουν νὰ σκεφτεῖς τί πράγματι ἔζησες καὶ τί ὀνειρεύτηκες, αἴσθησις ἦταν ἢ παραίσθησις; Οἱ γόνδολες σκίζουν τὰ νερά, αὐτὰ χτυποῦν τὰ θεμέλια καὶ στὴν ἀναστροφὴ ἐκβάλλουν ἀπό τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν. Ἡ τρέλα ἐκβάλλει στὶς ὄχθες τῆς πόλης, τὴν πλημμυρίζει. Acqua alta.
Άχρονος Πόλη
Ἀπὸ μακριὰ ἀτενίζεις τὴ Βενετία – ὑπερωκεάνιο προσαραγμένο στὴν ἄμμο τῶν αἰώνων.
Ἂν ἀποκτοῦσε ὑλικὴ ὑπόσταση ὁ χρόνος, οἱ ρυτίδες ποὺ παρατηροῦμε νὰ γεωγραφοῦν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸ πρόσωπό μας, ζώντας ἐκεῖ —ἐνταγμένοι κι ἐμεῖς σὲ αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς πόλης— θὰ γίνονταν ριπὲς αὐτοῦ τοῦ χρόνου, πνοὲς ποὺ δίνει ὁ ρυθμὸς τῶν ἡμερῶν, ἡ ἐναλλαγὴ τῶν ἐποχῶν, καὶ θὰ σὲ ὁδηγοῦσαν μὲ μικρὲς κατακρημνίσεις καὶ συρμὲς στὰ πηγάδια τοῦ χρόνου· ὅπου δὲν ὑπάρχει βιασύνη, ὅπου ὅλοι χωροῦν καὶ προχωράει ἡ πόλη ρίχνοντας πότε-πότε ἄγκυρα τὴ δόξα της γιὰ νὰ μὴν ἐξoκείλλει πάνω στὰ βράχια τῶν ἔνδοξων παλαιῶν της ὡρῶν· καὶ ἂν μπορούσαμε νὰ τὸν ἀντιλαμβανόμαστε ὡς χρώματα, ὡς ἀντικείμενα, ὡς κατασκευές, στὴ Βενετία θὰ ἔβρισκε τὴν πλήρη ὑλοποίησή του. Εἶναι ἡ πόλη χρόνος.
Ἡ ἐπέλαση τοῦ χρόνου ἀόρατη, ἀκόμα καὶ ὅταν ἐλαφρὰ συννεφιάζει τὶς μέρες μας, καθὼς ἀκοῦς στὸν καθρέφτη τὴν ἀσημένια κραυγὴ τοῦ νεροῦ ποὺ ἔρχεται. Ὅταν ὁ χρόνος χάσει τὴν ὑπόστασή του καθίσταται ἄχρονος ἡ πόλη, συγχέονται ἀγάπη καὶ προδοσία, μιᾶς καὶ ἡ μία ἀποτελεῖ ὄψη τῆς ἄλλης. Ὁ χρόνος κυλᾶ, ρέει καὶ χάνεται ἀσταμάτητα. Τὸν ρόλο τῆς μέτρησής του τὸν ἔχουμε ἀναθέσει σὲ ρολόγια καὶ ἡμερολόγια. Τὰ ρολόγια τὸν κόβουν σὲ μικρὰ κομματάκια χαρίζοντάς μας τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ὁ καθορισμένος χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι ἄπειρος. Ἐμπιστευόμαστε τὰ ρολόγια ἀπιστώντας στὸν χρόνο.
Τὰ ἡμερολόγια ξεφυλλίζουν καθημερινὰ τὸ τεράστιο βιβλίο τοῦ χρόνου εἰκονογραφώντας τὶς μέρες μας, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὲς χρόνος. Ἂν λοιπὸν ἡ σκέψη συνέλαβε γιὰ ὅλα μία εἰκόνα ἁπτή, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀπεικονίσει τὸν χρόνο, ἕνα πορταῖτο γιὰ τὶς διάφορες φάσεις τῆς ὕπαρξής του; Τί εἰκόνα θὰ ἔδινε σὲ παρελθὸν παρὸν καὶ μέλλον; Ἂν λοιπὸν ὁ χρόνος εἶναι κάτι ποὺ τὸ μετρᾶμε ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶναι καὶ ὁ ἴδιος τὸ μέτρο, ἡ σύλληψή του θὰ ἦταν ἡ ἀποτύπωσή του σὲ κάθε τι γύρω μας. Τὸ ἴχνος του θὰ ἦταν διακριτὸ κατ᾽ ἀντίστροφη διαδρομή. Τὸ ἄθροισμα ὅλων αὐτῶν τῶν ἐλάχιστων παρόντων ἐκτεινόμενο πρὸς τὰ πίσω θὰ ἔδειχνε τὸ παρελθόν, πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὸ μέλλον — θὰ ἦταν μία καταγραφὴ τῆς παρουσίας του. Εἶναι ὅμως ὁ χρόνος εὐθύγραμμος ὅταν ἀναγκάζεσαι τόσες φορὲς νὰ κάνεις ὀπισθοδρομήσεις, ὑποχωρήσεις, μικρὲς ἢ μεγάλες μετατοπίσεις στὴ ζωή σου;
Ἂν, στηριζόμενοι στὸ λαϊκὸν «ἡ ζωὴ κύκλους κάνει», προσθέσουμε καὶ λίγη μεταφυσικὴ περὶ κυκλικότητας καὶ αἰωνιότητας, δηλαδὴ πῶς γίνεται ἐνῶ ὅλα κυλοῦν ἐπαναλαμβανόμενα νὰ μὴ σταματᾶ κάπου ὁ χρόνος καθιστάμενος ἄφθαρτος καὶ αἰώνιος, τότε, ἀναζητᾶς πειστικὲς εἰκόνες καὶ λύσεις στὰ ἐρωτήματά σου. Φτάνοντας στὴ Βενετία ἀποκτᾶς μια τοπογραφική αἴσθηση τοῦ χρόνου — βρίσκει τὸν χῶρο του ὁ χρόνος καὶ αὐτὴ ἡ ἀπεικόνισή του εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς αἰωνιότητας. Σ᾽ αὐτὴν τὴν εἰκόνα ἐνυπάρχουν ταυτόχρονως ὅλες οἱ μικρὲς στιγμὲς παρελθόντος, παρόντος καὶ μέλλοντος, καὶ κατὰ προέκτασιν αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ὁρισθεῖ ὡς ζωὴ καὶ θάνατος. Μία παλίνδρομη κίνηση ἐκτεινόμενη καὶ ἀπὸ τὶς δύο της κατευθύνσεις πρὸς τὸ ἄπειρον. Πρὸς ποιά κατεύθυνση κυλᾶ ὁ ἀνθρώπινος χρόνος καὶ πῶς καθορίζει καὶ βιώνει ὁ καθένας τὸν χρόνο του; Σὰν αἴσθηση ἢ ὡς ψευδαίσθηση; Αὐτὴ ἡ ψευδαίσθηση τῆς ροῆς ἀπὸ τὸ παρελθὸν πρὸς τὸ μέλλον μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ ἐγγράφουμε ὡς ἀναγκαία ἀνάμνηση τὸ παρόν, κάνοντας τὸ μέλλον νὰ φαντάζει ἐμπρός μας ἀόρατο, δίνοντας κίνητρο καὶ διάρκεια ὥστε νὰ γίνονται ὁλοένα καὶ πιὸ σύνθετες ἡ ζωὴ καὶ οἱ δημιουργίες μας. Ξοδεύουμε χρόνο γιὰ νὰ κερδίσουμε χρόνο. Τὸ προνόμιο τῆς τέχνης εἶναι ὅτι ἔχει συνομιλητὴ τὸ μέλλον, τὸ μόνο ποὺ μένει εἶναι νὰ ἀποδειχτεῖ πόσο πιστὸς παραμένει αὐτὸς ὁ συνομιλητής.
[Τό βιβλίο τοῦ Γιώργου Γώτη More Veneto κυκλοφορεῖ ἀπό τίς ἐκδόσεις Στιγμή. Η φωτογραφία είναι του Antonio Santin.]