frear

Νεμέρτσκα. Τα ποιητικά άπαντα του Τάσου Πορφύρη (1961-2011) -του Μιχάλη Μακρόπουλου

Νεμέρτσκα. Τα ποιητικά άπαντα του Τάσου Πορφύρη (1961-2011)
Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2013

Ανάμεσα στην ελευθερία του μοντέρνου και στον έμμετρο λυρισμό του παλαιότερου, ανάμεσα στον ελεύθερο στίχο και την κλασική φόρμα, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος, και σε τούτον τον κόσμο ζει κι αναπνέει η ποίηση του Τάσου Πορφύρη. Ίσως γιατί, αν και «ελεύθερη» στη φόρμα της, εμπνέεται απ’ το Πωγώνι στην Ήπειρο, έναν τόπο που κοιτά πίσω, γερά δεμένος ακόμα με το παρελθόν, κι ίσως γιατί σε τούτον τον τόπο ερημιά κι ομορφιά πάνε χέρι χέρι, έτσι εδώ δίνεται ο πλατύς χώρος κι ο βαθύς χρόνος που ’ναι αναγκαίοι στον άνθρωπο για να σταθεί και να αναθυμηθεί, ν’ αφουγκραστεί ό,τι έχει υπάρξει, να ψηλαφήσει πολύτιμες μνήμες και ψίθυρους απ’ τα πωγωνήσια δημοτικά τραγούδια που όλα, ως και του γάμου, σαν να ’ναι μοιρολόγια, και ν’ αγναντέψει τη ζωή του από μια ψηλή βουνοκορφή. Όχι οποιουδήποτε βουνού, μα της Νεμέρτσικας, που χαρίζει στα ποιητικά άπαντα του Πορφύρη το όνομά της. Γυμνή κι επιβλητική, δεσπόζει με τα πέτρινα κύματά της πάνω απ’ το Πωγώνι, χαράζοντας ανεξίτηλη την παρουσία της στην ψυχή του ποιητή, ακόμα κι όταν ο ίδιος, σώματι, δε βρίσκεται πλέον εκεί, μα στην Αθήνα.

Ο Τάσος Πορφύρης γεννήθηκε το 1931 στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου (παλαιότερα, Κακσιοί)• κατέβηκε το ’38 στην Αθήνα, το χειμώνα του ’41 γύρισε στο χωριό, και το χειμώνα του ’45 προς ’46 εγκαταστάθηκε πλέον οριστικά στην πρωτεύουσα. Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1961 με την ποιητική συλλογή Νεμέρτσκα, κι ακολούθησαν οι συλλογές: Το εγκαταλειμμένο σπίτι (1968), Flash Back (1971), Τοπίο (1973), Η πέμπτη έξοδος (1980), Τα λαβωμένα (1996), Σώμα κινδύνου (2004), Έρημα (2008), και Χρονοσυλλέκτης (2011).

Το ποιητικό ξάφνιασμα παρόν παντού σε τούτα τα άπαντα, χάρις σ’ ένα αναπάντεχο συνταίριασμα λέξεων που σηκώνει τη φλοίδα του κόσμου και φανερώνει: Υπάρχει στην τσέπη των αισθημάτων ένας μικρός πετεινός / που φωνάζει τρεις φορές / την ώρα που παζαρεύουν οι φίλοι στο φέρετρο / την τιμή της διατήρησης της μνήμης• κι αλλού: Έτσι μπορώ να φανταστώ το κοροϊδευτικό γέλιο του ποτηριού / πάνω στο δίσκο• κι αλλού πάλι: είναι ένα άδειο πηγάδι ακούγεται / ο γδούπος του ήλιου στον πυθμένα / σαν κάλπικο νόμισμα• και: Πώς να χωρέσουν / Το δάσος στον ακάλυπτο ο βοϊδομάτης στην πισίνα / Η σαρκοβόρα Άνοιξη στο γιασεμί της γλάστρας.

Κάπου στη συλλογή υπάρχει ένα σχεδιάγραμμα του σπιτιού του στους Κακσιούς, και το κάθε μέρος και η κάθε κάμαρη κλείνουν μέσα, δοσμένη κάπως σαν ποίημα, την ιστορία τους: μουσαφίρηδες, ήχοι, φωνές σαν από στόματα φαντασμάτων, εικόνες, ως και με τι καρφιά, τι πέτρα, τι σανίδια φτιάχτηκε το καθετί. Οι τίτλοι τούτων των ποιημάτων: « Σκεπή», «Ν’ οντάς», «Ν’ οντόπουλο», «Μαντζάτο», «Κύρια είσοδος», και το «Μηνολόγιο» στο τέλος της Νεμέρτσκας μιλάει την πωγωνήσια ντοπιολαλιά, που ’ναι έτσι κι αλλιώς διάσπαρτη παντού στη συλλογή: τσίγκρος, σταβιά, σιουρμπέτι, μπατσαριά, ντρεβενίτσα, τσέργα, γκορτσιά.

Τούτη την πενηντάχρονη ποιητική παραγωγή, συμπληρώνουν μεταφράσεις δυο ποιημάτων του Rupert Brooke και του Alfred Noyes.

Και, σαν κατακλείδα τούτης της σύντομης παρουσίασης, ένα απόσπασμα από το «Εδώ θα ζήσουμε» και δυο παραινέσεις, αντίστοιχα από τα ποιήματα «Τρίπτυχο» και «Υποθήκη»:

Ζήσε σαν χθεσινός μελλοθάνατος
Που την τελευταία στιγμή ο αποσπαματάρχης
Αντί του «επί σκοπόν» κραύγασε: «τους ζυγούς λύσατε»
Ξεμπερδεύοντας με την εποχή των μαρτύρων
Ανοίγοντας την πόρτα σε μια καινούργια έκταση
Με τους ανεμοδείχτες να γυρίζουν τρελά
Με τα όνειρα θερισμένα κι έναν κατακόρυφο ήλιο
Να τους βάζει φωτιά
Ώσπου μια βιβλική βροχή να τα εξαφανίσει όλα
Χωρίς καινούργια κιβωτό χωρίς ελπίδα πια

Τίποτα δεν είναι για πέταμα
Ακόμα κι ένα σταματημένο ρολόι
Δείχνει τη σωστή ώρα δυο
Φορές το μερόνυχτο.

Αφήστε όλα τα φώτα αναμμένα
Κάποτε θα χορτάσετε σκοτάδι.


[Η χιονισμένη Νεμέρτσικα στο βάθος, ιδωμένη απ’ το Κουτσόκρανο. Φωτ. Μιχάλης Μακρόπουλος]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη