Τον τελευταίο καιρό, οι καθημερινές περιστάσεις της ζωής φέρνουν επίμονα στο νου, θα έλεγα με τον τρόπο που σκαλίζει κανείς μια πληγή, το εύχρηστο και σχεδόν κοινότοπο, εάν δεν έκρυβε μια τρομερή αλήθεια, ερώτημα: Γιατί γράφουμε και πώς γράφουμε ποιήματα σήμερα; Θεωρητικά, το πρώτο ερώτημα του Χαίλντερλιν που σε τόσες παραλλαγές ακούγεται ευκαίρως ακαίρως ουσιαστικά είναι ανάλογο με το κεντρικό, βιβλικό ήδη αναρώτημα της θεοδικίας. Στον νεωτερικό κόσμο όπου το ιερό καθώς αποσύρεται απ’ το προσκήνιο επανεμφανίζεται υπό νέες μορφές, μεταξύ άλλων και με αυτήν της τέχνης, η δραματική ερώτηση Πώς ο παναγαθός Θεός επιτρέπει το κακό στον κόσμο μετατρέπεται κάποτε στην βαθύτατα ανθρωποκεντρική απορία Πώς γράφονται ποιήματα μετά το Άουσβιτς ή επικαιροποιημένη Πώς γράφονται σήμερα ποιήματα ενάντια στον κυρίαρχο μηδενισμό της εποχής ή ακόμα Πώς γράφονται ποιήματα σε χαλεπούς καιρούς πολύπλευρης κρίσης.
Το δεύτερο ερώτημα είναι πιο πρακτικό: πώς να γράψει κανείς ποιήματα που ν’ ανταποκρίνονται στην εποχή του χωρίς να προδίδει συγχρόνως τις προσωπικές του αγωνίες, πώς μπορεί να κάνει την ποίησή του κατανοητή σ’ ένα ευρύτερο κοινό χωρίς να εκποιεί την πνευματική του σκευή; Τα δύο ερωτήματα είναι εξίσου καίρια, τις περισσότερες φορές όμως ο ποιητής δίνει προτεραιότητα στο ύφος (δηλ. στο δεύτερο ερώτημα) – κι ίσως τελικά να έχει δίκιο: καταστατικά το ποίημα ως δημιουργική πράξη καταφάσκει στη ζωή, ακόμα κι αν το ύφος ή το περιεχόμενό του φαινομενικά την αρνούνται. Όμως το πώς δεν δικαιολογεί πάντα το γιατί. Έτσι, για παράδειγμα, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μ. Προύστ, που φέτος γιορτάζουμε τα 100 χρόνια από την έκδοση του α΄ τόμου του, είναι ένα έργο που έχει δικαιωθεί στην αναγνωστική μας συνείδηση ως θρίαμβος του ύφους, ασχέτως εάν με την επίμονη προσκόλληση του συγγραφέα στη διάσωση της ενθαδικής του και μόνο πορείας παραμένει ουσιαστικά ένα βαθύτατα σολιψιστικό, αντιμεταφυσικό και μηδενιστικό βιβλίο.
Η αναφορά στο εμβληματικό αυτό έργο του Γάλλου πεζογράφου δεν είναι τυχαία. Απεναντίας, μου χρησιμεύει ως γέφυρα για να διαβώ τον ποταμό της εισαγωγής, μιας εισαγωγής που ίσως μοιάζει ακόμα σαν μια μεγάλη παράκαμψη πολυλογίας, για να περάσω επιτέλους στο βιβλίο που μας απασχολεί σήμερα, δηλαδή στο Ο Χρόνος τότε. Ο τίτλος δηλώνει ευθύς εξαρχής, όπως και στο προαναφερθέν πολύτομο έργο του Προυστ, μια σπουδή πάνω στο θέμα της μνήμης, αναδρομή σ’ ένα τότε που οπωσδήποτε μοιάζει καλύτερο από το νυν. Μνήμη θα πει βέβαια ταξινόμηση έστω και ψευδών ή επινοημένων γεγονότων• ποιητικώς θυμάμαι θα πει στήνω μνημεία για το πεθαμένο, ταριχεύω, δηλαδή καθιστώ αμετάτρεπτο αυτό-που-κάποτε-υπήρξε, αυτό που ήταν αληθινό για μένα – ή καλύτερα αυτό που ήμουν ο ίδιος. Η πράξη της (αυτοπερι)γραφής μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το πένθος της φωτογραφίας, όπως το περιγράφει ο Ρολάν Μπάρτ στον Φωτεινό θάλαμο: «Μπρος στον φακό είμαι την ίδια στιγμή: αυτός που πιστεύω πως είμαι, αυτός που θα ήθελα να πιστεύουν πως είμαι, κι αυτός που ο φωτογράφος μεταχειρίζεται για να επιδείξει την τέχνη του. Μ’ άλλα λόγια, αλλόκοτη ενέργεια: δεν παύω να μιμούμαι τον εαυτό μου και γι’ αυτό κάθε φορά που με φωτογραφίζουν […] έχω πάντα μιαν αόριστη αίσθηση αναυθεντικότητας, καμιά φορά και απάτης […]. Φαντασιακά, η Φωτογραφία […] αναπαρασταίνει εκείνη την πολύ λεπτή στιγμή όπου, πράγματι, δεν είμαι ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο, αλλά μάλλον ένα υποκείμενο που νιώθει να γίνεται αντικείμενο: βιώνω τότε μια μικρο-εμπειρία του θανάτου (της παρένθεσης): γίνομαι αληθινά φάσμα» (σ. 26).
Η φασματική ύπαρξη που περιγράφει ο Μπάρτ γίνεται παντού φανερή στο βιβλίο της Μαρινάκη κι ίσως ειδικότερα στο ποίημα «Πίσω από την κάμερα» (σ. 46): Γενικότερα, στην ποίηση της Μαρινάκη κυριαρχεί ένα αποστασιοποιημένο και συγχρόνως ενοχικό εγώ που αντιδιαστέλλεται σ’ ένα μονίμως φευγάτο εσύ (το οποίο μοιάζει να σβήνει σ’ ένα ανοίκειο αλλού), ενώ στο παρόν επικρατεί η σιωπή, η ματαιότητα και κυρίως η διάψευση. Αν η νεωτερικότητα σήμανε την ανακάλυψη του εγώ/του εαυτού, ο μοντερνισμός έδειξε ότι από τις άπειρες δυνατότητες αυτού του εγώ η κυριότερη είναι να γίνει ένα εσύ, ν’ αναλάβει την ξενότητα κάποιου άλλου, πραγματικού ή ιδεατού, –όμως όσον αφορά την ποίηση της Μαρινάκη, αυτή η απεύθυνση στην ετερότητα αναφέρεται μέσα στο ποίημα σε μιαν ετερότητα κυριαρχική μεν αλλά ήδη εκμηδενισμένη λόγω κάποιου είδους χωρισμού. Η σπουδή στη μνήμη, για την οποία κάναμε λόγο παραπάνω, αποδεικνύεται εδώ πως είναι περισσότερο μια σπουδή στη διάψευση, την οποία επιτείνει ένα, μερικώς γυναικείο θα έλεγα, αίσθημα θυματοποίησης –χωρίς όμως συγκεκριμένο θύτη ή καλύτερα με θύτη την απουσία ή τον ίδιο τον χρόνο τότε.
Διαβάζοντας τα ποιήματα της συλλογής και προσπαθώντας να δω ποια είναι τα σύμβολα αυτής της μόνιμα παρούσας απουσίας στην ποίηση της Μαρινάκη κατέληξα σ’ ένα παιχνίδι: παρατηρώντας ότι κάποιες λέξεις κάθε λίγο επαναλαμβάνονται, αποτελώντας τρόπον τινά βασικά μοτίβα στα ποιήματά της, κάθησα κι έκανα έναν κατάλογο με τις συχνότερα εμφανιζόμενες: οι πιο συνηθισμένες είναι ένα ζεύγος αντιθέτων το άσπρο/λευκό χρώμα και το σκοτάδι/σκότος σκιά, τα οποία όμως στην ποίηση της Μαρινάκη δεν έχουν πάντοτε νόημα αντιθέτου, αφού και το λευκό μπορεί να καταπλακώνει ή να δηλώνει το κενό. Τον κενό χώρο δηλώνει άλλη μια πολυσύχναστη λέξη ο αέρας/άνεμος που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του. Οι λέξεις «όνειρα», «εκδρομή», «καλοκαίρι», «ιστορία», «πατρίδα» χρησιμοποιούνται συνήθως για να επιτείνουν το αίσθημα της διάψευσης μιας υπόσχεσης ή μιας ευνοϊκής προοπτικής, ενώ οι λέξεις «σιωπή», «τρύπιο», «μνήμη» φέρουν ειδικό βάρος στενοχώριας, μαζί με τη βροχή που συχνά υπονοεί το δάκρυ. Παρά την αρχική μου υπόθεση, οι λέξεις εξορία, θάνατος, βυθός δεν είναι τόσο συχνές ή τουλάχιστον εξισορροπούνται από άλλες όπως η λέξη φτερά. Ανάλογα, οι τίτλοι που υποδηλώνουν δυσάρεστα αισθήματα, απογοήτευση, μόνιμη ψυχική καθίζηση κ.λπ. (Βύθισμα, Κατάρρευση, Άλωση, Αποπομπή, Τετελεσμένο, Ατελέσφορο, Μαύρα στίγματα, Εξορία, Επανάληψη, Δίχως πυξίδα, Απουσία) εξισορροπούνται εν μέρει από το παράταιρο σε σχέση με την πλειοψηφία, καθότι ελπιδοφόρο ποίημα «Για να σε βλέπω». Εν μέρει, γιατί η κεντρική διάθεση του ποιήματος παραμένει παραπονετική. Θα έλεγε κανείς ότι ο ήρωας ή η ηρωίδα των ποιημάτων (που επίσης εν μέρει μπορούν να ταυτιστούν με την ποιήτρια, αφού ως γνωστόν η ιδρυτική φράση του μοντερνισμού, το Εγώ είναι ένας άλλος του Ρεμπώ, απαγορεύει τις απόλυτες ταυτίσεις) δεν είναι ένα ενεργών πρόσωπο μες στην ατομική του ιστορία, αλλά ενεργούμενο της θλίψης ή του παρελθόντος του.
Αλλά είναι καιρός να κλείσω, άρα καιρός να προσφύγω στην αρχή του κειμένου μου, στη διάσταση μεταξύ οντολογίας και επικοινωνίας/ύφους του ποιήματος. Και για το σκοπό αυτό θα σας διαβάσω το ομώνυμο με τη συλλογή ποίημα, το τελευταίο του βιβλίου:
Ο ΧΡΌΝΟΣ ΤΟΤΕ
Βρεγμένη μέρα Κυριακή
μου άνοιξες να σου μιλήσω.
Φορούσα μαύρα από μικρή
πάνω στα χέρια μου
λόφους με περιστέρια ανηφόριζα.
Έβγαινε άσπρος ουρανός
και με νανούριζε
μια άνοιξη ορμούσε στο φουστάνι μου
μάτι σχισμένο της ντροπής
εβύθιζε το μεσημέρι.
Ίδρωναν ώρες δίσεκτες
με μια φουρκέτα η γιαγιά
ξεφλούδιζε το καλοκαίρι
περνούσε η σιωπή σαν άνεμος
και μάζευε τους μήνες, τις μέρες
τις Κυριακές που ξέχασα.
Τα χρόνια που έχω να σε δω.
Θα συμφωνήσετε ίσως μαζί μου ότι το ποίημα είναι εξαιρετικό. Μια βρεγμένη/δακρυσμένη Κυριακή, δηλ. γιορτινή μέρα, κάποιος που καταλαβαίνουμε στη συνέχεια ότι είναι εξαφανισμένος ή καλύτερα πεθαμένος (αφού ο τρίτος στίχος λέει «φορούσα μαύρα από μικρή») υποδέχεται την ηρωίδα (υπονοείται εδώ μια καφκική αναμονή, μια έκπληξη που επιτέλους «μου άνοιξες να σου μιλήσω», γεγονός που δίνει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στην ξεχωριστή ημέρα της Κυριακής). Οι εικόνες που ακολουθούν είναι θετικές, κρύβουν μάλιστα μια εφηβική ορμή («πάνω στα χέρια μου λόφους με περιστέρια ανηφόριζα», «έβγαινε άσπρος ουρανός και με νανούριζε», «μια άνοιξη ορμούσε στο φουστάνι μου»), η οποία όμως σταδιακά βυθίζεται όπως το μεσημέρι και οδηγείται σε πλήρη διάψευση: οι ώρες ιδρώνουν δίσεκτες, η γιαγιά ξεφλουδίζει με μια φουρκέτα το καλοκαίρι, περνά η σιωπή σαν άνεμος σαρώνοντας μήνες, μέρες και Κυριακές και τελικά (δραματικό φινάλε): «τα χρόνια που έχω να σε δω». Το ποίημα ως θέμα και ύφος είναι κατανοητό, η θλίψη του πιάνει/δονεί τον αναγνώστη. Όπως και όλα τα ποιήματα του βιβλίου κινείται στον χώρο των πικρών αποτιμήσεων, κλείνει λογαριασμούς με μια εποχή. Από την άλλη όμως αναρωτιόμαστε: είναι απολεσμένος ο χρόνος τότε; Το ίδιο το ποίημα θα έλεγα πως απαντά στο παρελθόν που είναι συνάμα και παρόν ότι αυτός που χάνει απ’ την οδύνη επιστρέφει στην αθωότητα, το κέρδος του πόνου ή της διάψευσης είναι τελικά ένας ανανεωτικός εξαγνισμός. Το ήθος του ποιήματος λειτουργεί λυτρωτικά. Κι ο Χρόνος τότε, το βιβλίο ποιημάτων της Ελένης Μαρινάκη είναι αναμφισβήτητα ένας κερδισμένος αναγνωστικά χρόνος τώρα.
[Το κείμενο αυτό διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στις 9 Οκτωβρίου 2013. Φωτογραφία: Yusuke Sakai.]