frear

Μια προσέγγιση στη νουβέλα «Η θάλασσα» του Μιχάλη Μακρόπουλου – γράφει η Ελένη Κοφτερού

Όπως και στα προηγούμενα έργα του, ο Μιχάλης Μακρόπουλος μάς αποκαλύπτει πως η σχέση του με την φύση δεν είναι αποτέλεσμα μιας γενικευμένης περιβαλλοντικής ευαισθησίας (η οποία φυσικά και υπάρχει), αλλά η σχέση αυτή συμμετέχει ενεργά στα λογοτεχνικά του κείμενα και εναρμονίζεται στις προθέσεις της αφήγησης.

Όπως στο Δέντρο του Ιούδα, το Μαύρο Νερό και τις παραμυθητικές νουβέλες Τσότσηγια και Ω’μ, ο συγγραφέας μετατρέπει τη θάλασσα, τις κορυφογραμμές, τα δέντρα, τις χαραυγές, ακόμη και το ανεπαίσθητο θρόισμα ενός φύλλου σε λογοτεχνικά σύμβολα που συμβάλλουν στο αισθητικό αποτέλεσμα των έργων του.

Στην πρόσφατη νουβέλα του με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Η Θάλασσα (Κίχλη, 2020) δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία το πότε η θάλασσα χρησιμοποιείται σαν έννοια και πότε σαν σύμβολο. Το σημαντικό είναι η δεξιοτεχνία, η ευαισθησία, η πυκνότητα του λόγου και εντέλει η ομορφιά που διέπουν την δια-μεσολαβημένη γλώσσα του συγγραφέα για να αποτυπωθεί η σχέση του με τη θάλασσα. Όπως προκύπτει από το κείμενο, η σχέση αυτή είναι ζωτικής σημασίας, η θάλασσα παρουσιάζεται ποικιλοτρόπως, διαθλάται στο βλέμμα του αναγνώστη αποκαλύπτοντας τις οικείες αλλά και τις ανοίκειες ιδιότητές της.

Η θάλασσα, αρχέτυπο σύμβολο της επιστροφής στη μήτρα, στην αρχή, στη μη ύπαρξη, στην ψευδαίσθηση της παλινδρόμησης στην αγκαλιά του μητρικού σώματος από τη μια αποτελεί τον στόχο και τον προορισμό στο ταξίδι της ηρωίδας κι από την άλλη είναι η «θάλασσα που βρίσκεται στο βουνό». Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος που ο αμμωνίτης φέρνει την ηρωίδα σε επαφή με τα συστατικά της θάλασσας, στην αλληλουχία των χημικών, φυσικών, ψυχολογικών και κλιματικών αντιδράσεων που αποτελούν εντέλει τη ζωή.

Η «θάλασσα» θεωρώ ότι αποτελεί εκείνο το λογοτεχνικό έργο του Μιχάλη Μακρόπουλου που πλησιάζει περισσότερο στην ιδιότητά του ως βιολόγου κι αυτό το κάνει ακόμη πιο γοητευτικό. Με αφορμή τον ιό του μετεωρίτη ο συγγραφέας μάς χαρίζει ένα μοναδικό κείμενο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση που διαθέτει ποιητικότητα και λυρισμό, ενώ μιλά για το πιο σκληρό μέλλον της γης και των κατοίκων της.

Ο Μ.Μ. επιχειρεί και καταφέρνει να αναδείξει τη σχέση της βιολογίας και κατ’ επέκταση της φυσιολογίας της ζωής με την άλλη ζωή, αυτή της ψυχής και του πνεύματος. Η ύπαρξη της έμβιας ζωής, που οφείλεται στο ασυνείδητο της γενετήσιας διαδικασίας όχι μόνο των ανθρώπων αλλά των ψαριών και αργότερα των θηλαστικών, που αποτελούν την εξελικτική αλυσίδα, οδηγεί στην αρχέγονη ανάγκη όλων μας να επιστρέφουμε στη θάλασσα για να ξαναβρούμε έναν χαμένο τρόπο ζωής στο υγρό περιβάλλον: «Από τη ζέστη, τη νύχτα, δυσκολευόμασταν να κοιμηθούμε, κι ευτυχώς εγώ είχα τη θάλασσά μου μες στο σκοτάδι να μου κρατάει συντροφιά. Έφτανε ως τα πόδια του κρεβατιού, κι αν γυρνούσα στο πλάι κι άπλωνα το χέρι θα ’νιωθα το νερό στα ακροδάχτυλά μου, συνάμα ανακουφιστικό και τρομαχτικό. Αλλά έμενα απλώς ξαπλωμένη ανάσκελα κι άκουγα το άηχο φλοίσβισμά της» (σελ. 17).

Με το γνώριμο λιτό ύφος του, αποτυπώνει έξοχα συγκεκριμένα ερεθίσματα και σχήματα συμπεριφοράς που χαράσσονται στην κυτταρική μνήμη της ηρωίδας του, τα οποία καθορίζουν τις αποφάσεις της και κατ’ επέκταση την πλοκή. Η δυναμική της αφήγησης είναι τόσο έντονη που ο αναγνώστης σχεδόν ψηλαφεί μια στιγμή γέννησης, είτε πρόκειται για ένα μικρό χορτάρι που σπάει το περίβλημα του σπόρου, ή το ανάγλυφο μιας πέτρας καθώς εγγράφεται στην αφή της ηρωίδας.

Η ηρωίδα του είναι ένα παιδί γεμάτο περιέργεια και ενθουσιασμό για εκείνα που στους άλλους διαφεύγουν. Αναζητά τις αναρίθμητες λεπτομέρειες του κόσμου της, παρατηρεί το βάθος των πραγμάτων και ταυτίζεται με κάθε μόριο, κάθε ανάσα, κάθε χειρονομία. Είναι λοιπόν μοναδική και ταυτόχρονα διασκορπισμένη σε όλα όσα την αφορούν: «Ένιωθα πως ήμουν παντού, μοιρασμένη στα πάντα, και ταυτόχρονα στεκόμουν απέναντι σε καθετί σαν αντίκρυ σε καθρέφτη, μα αν αυτό ήταν εγωισμός, ήταν εξίσου νοιάξιμο, γιατί αναγνώριζα στα πάντα ένα βάθος. Μια πέτρα δεν ήταν ποτέ απλώς μια πέτρα. Ένα πουλί δεν ήταν ποτέ απλώς ένα πουλί. Ένα σύννεφο δεν ήταν ποτέ απλώς ένα περαστικό σύννεφο.» (σελ 41).

Διαμέσου της ηρωίδας που θεωρώ πως εσκεμμένα δεν κατονομάζεται καθώς αποτελεί κι αυτή σύμβολο –αφού αντιπροσωπεύει όχι μόνο οποιοδήποτε παιδί μιας μητέρας που καθαρίζει ροδάκινα μετά το φαγητό, αλλά φέρει την επιθυμία για ελευθερία, την ανάγκη να διασώσει το βίωμα του παλιού κόσμου–, ο συγγραφέας ενεργοποιεί την διαίσθηση του αναγνώστη. Ο αναγνώστης αξιώνεται το βίωμα που αναδύεται όχι μόνο από το μυαλό μα κι από το σώμα. Την επιστροφή σε μια συγκεκριμένη ανάμνηση που προέρχεται από ένα σωματικό ερέθισμα. «Η μητέρα μου πήρε από το ψυγείο άλλο ένα ροδάκινο και το ξεφλούδισε με την ίδια έγνοια, φτιάχνοντας με τη φλούδα μια στριφογυριστή κορδέλα τόσο τέλεια, που βλέποντάς την έπειτα στο πιάτο στεναχωριόμουν, όταν σκεφτόμουν ότι θα την πετούσε. Η κρύα σάρκα του φρούτου μας δρόσισε· ήταν ο πιο καυτός Ιούλης που είχαμε ζήσει. Λίγες στάλες απ’ το ροδάκινο είχαν στάξει στο λινόλαιο και μια μύγα πήγαινε από τη μια στην άλλη. Τη χάζευα, με τι βιασύνη και προσήλωση ρούφαγε το ζουμί, και μ’ άρεσε όταν στεκόταν και με τα μπροστινά της πόδια καθάριζε το κεφάλι της και τα φτερά της· οι νευρικές της κινήσεις είχαν χάρη και λεπτότητα, ήταν αέρινες γιατί η μύγα ήταν πλάσμα του αέρα, ενώ η μητέρα μου ήταν γήινη στις κινήσεις της, χωμάτινη, όταν ξεφλούδιζε το φρούτο.» (σελ. 16-17).

Όταν η γη δεν είναι πια φιλόξενη, και ο θάνατος απροκάλυπτα κυριαρχεί η ηρωίδα χάνει την οικογένειά της, τη βούληση, την πρωτοβουλία, την ελευθερία μα δεν χάνει την ανάγκη της να δει τη θάλασσα, ανάγκη που τρέφεται από αρχέτυπα και κυτταρική μνήμη.

Η αναλογία με τις σκηνές του Ταρκόφσκι είναι έκδηλη αφού ο συγγραφέας δημιουργεί τα δικά του «πλάνα» νοσταλγίας, οδύνης για την απώλεια μα και εικόνες αναγέννησης μέσω της επιστροφής σ’ ένα κόσμο όπου οι οδοδείκτες της παιδικής ηλικίας δεν έχουν χαθεί για πάντα και υπάρχει ακόμη η πιθανότητα του έρωτα, της επικοινωνίας, του χαδιού. Η επαφή με τη θάλασσα αποτελεί τη μόνη ελεύθερη επιλογή, όπως στις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που η ηρωίδα και η αγαπημένη της συναντούν κι άλλους που έφυγαν από την υπόγεια πόλη και ξεκίνησαν μια νέα ζωή δίπλα στη θάλασσα.

Έτυχε να διαβάσω τη Θάλασσα του Μ.Μ. παράλληλα με Το καλοκαίρι του Αλμπέρ Καμύ, όπου στο τελευταίο κεφάλαιο με τίτλο: «Η θάλασσα μες στα χέρια μας» αναφέρει: «“Στη θάλασσα! Στη θάλασσα!” φώναζαν κάποια υπέροχα αγόρια σ’ ένα παιδικό μου βιβλίο. Ξέχασα τα πάντα απ’ αυτήν την ιστορία, εκτός από τούτη την κραυγή. “Στη θάλασσα!” κι από τον Ινδικό ωκεανό ως την Ερυθρά Θάλασσα απ’όπου ακούς να σκάνε μια μια μέσα στις σιωπηλές νύχτες οι πέτρες της ερήμου, που παγώνουν αφού προηγουμένως έχουν ψηθεί, ξαναγυρίζοντας στην αρχαία θάλασσα όπου οι κραυγές σωπαίνουν…

…Μερικές νύχτες που η γλυκύτητά τους παρατείνεται, ναι, μπορούμε άφοβα να πεθάνουμε τότε, ξέροντας πως τούτες οι νύχτες θα ξανάρθουν ύστερα από μας πάνω στη γη και στη θάλασσα. Απέραντη θάλασσα, πάντα οργωμένη, πάντα παρθένα, η θρησκεία μου μαζί με τη νύχτα! Μας πλένει και μας χορταίνει στα στείρα αυλάκια της, μας ελευθερώνει και μας κρατάει ορθούς. Σε κάθε κύμα μια υπόσχεση, πάντα η ίδια. Τι λέει το κύμα; Αν θα’πρεπε να πεθάνω περιστοιχισμένος από κρύα βουνά, αγνοημένος από τον κόσμο, δίχως την αγάπη των δικών μου, εξουθενωμένος τέλος, η θάλασσα, την ύστατη στιγμή, θα γέμιζε το κελί μου, θα’ρχόταν να με συγκρατήσει πάνω από το είναι μου και να με βοηθήσει να πεθάνω χωρίς μίσος» και ένιωσα την εκλεκτική συγγένεια με το κλειδί που αναφέρεται στη Θάλασσα του Μιχάλη Μακρόπουλου. Μόνο αυτό θα μπορούσε να ξεκλειδώσει την αιώνια υπόσχεση που ταλαντεύεται αιώνια στα κύματά της.

Η θάλασσα έχει αναφορές στο τέλος του κόσμου (που στην πραγματικότητα ποτέ δεν τελειώνει, όσο θα υπάρχει η φυσική επιλογή), μα προπάντων η νουβέλα αυτή γίνεται το όχημα για να ταξιδέψει ο αναγνώστης προς μια εντελώς δική του θάλασσα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Georgia O’Keeffe. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη