frear

Αντώνης Τσιρικούδης: Από Παρασκευή Δευτέρα – της Εύας Μ. Μαθιουδάκη

Αντώνης Τσιρικούδης
Από Παρασκευή Δευτέρα
Εκδόσεις Παράξενες μέρες, Ρέθυμνο 2020

Ένας Δαίδαλος στον Λάκκο 

Για τα χρόνια που έζησε ο πατέρας μου στο Ηράκλειο δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Ξέρω μόνο ότι στην παιδική του ηλικία νοσηλεύθηκε σχεδόν δύο χρόνια στο Πανάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο. Στις χειρόγραφες αναμνήσεις του αναφέρει την περιπέτεια υγείας, κάνοντας και σύντομη αναφορά στην περιοχή του Λάκκου.

Έμεινα περίπου 15 μέρες στην Πολυκλινική και συνέχεια η Σοφία ενήργησε για να πάω στο Πανάνειο Δημοτικό Νοσοκομείο για αλλαγές του τραύματος και αποθεραπεία. Εκεί δεν πληρώναμε. Ήταν όλα δωρεάν. Η Σοφία γνώριζε και είχε καλές σχέσεις με τον Μηλιάρα που ήταν διευθυντής του Νοσοκομείου και θαμώνας στο Φαρμακείο Χανιωτάκη. Με πρόσεξαν όλοι. Άρρωστοι και νοσηλευτές. Ο Μηλιάρας είχε στο γραφείο του ραδιόφωνο και καμιά φορά με έπαιρνε για να ακούσω μουσική. Θυμάμαι έβαζε κάτι αράπικα τραγούδια που μετέδιδε το Κάϊρο. Το κρεβάτι μου ήταν σ’ ένα μεγάλο θάλαμο, πάνω από 15 κρεβάτια, και από το παράθυρο μπορούσες να βλέπεις την πόλη στην νοτιοδυτική της πλευρά. Το πιο κοντινό σημείο που έβλεπα ήταν ο «Λάκκος». Έτσι έλεγαν τη συνοικία με τις πόρνες. Χαλούσε ο κόσμος από τις μουσικές, τα γραμμόφωνα, ενώ έβλεπα και ένα κλειστό χώρο (πρέπει να ήταν νοσοκομείο των φυλακών) που οι γυναίκες αυτές περνούσαν μια δυο φορές την εβδομάδα για έλεγχο της υγείας τους.

Η αναφορά αυτή στον Λάκκο, που στα μάτια ενός 8χρονου παιδιού, εκεί γύρω στο 1936, έπαιρνε μαγικές διαστάσεις, με οδήγησε να επισκεφτώ την περιοχή αλλά και να διαβάσω τη μελέτη του Γιάννη Ζαϊμάκη «Καταγώγια ακμάζοντα» στον Λάκκο Ηρακλείου που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πλέθρον. Στη μελέτη αυτή αποτυπώνεται η ιστορία της γειτονίας με έναν μοναδικό τρόπο ως περιβάλλον ψυχαγωγίας, λαθραίων συναλλαγών, αγοραίου έρωτα, όπου πρωτοστατούσε ο χορός και το τραγούδι! Αυτά δηλαδή που κατέγραψαν και τα δύο παιδικά μάτια πίσω από τα παράθυρα του Νοσοκομείου.

Η ιστορία που μας αφηγείται ο Αντώνης Τσιρικούδης στο μυθιστόρημα Από Παρασκευή Δευτέρα αρχίζει εκεί που όλα έχουν τελειώσει κι όταν ο ζωγράφος- σύντροφος του αφηγητή ξεκινά την προσπάθεια διάσωσης της αρχιτεκτονικής ιστορίας της περιοχής και όχι μόνον. Ένα αυτοβιογραφικό, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό αφήγημα, μιας και το κέλυφος της ιστορίας, ο τόπος, ο χρόνος και το εγχείρημα είναι αληθινά.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο λειτουργεί ως εισαγωγή, θα έλεγα, στο δεύτερο μέρος, το οποίο αποτελείται από 28 αυτόνομες αλλά και αλληλένδετες ιστορίες που ενισχύουν έμμεσα το κουκούτσι του πρώτου μέρους, που θα μπορούσε, εφόσον έπαιρνε μεγαλύτερη έκταση, να αποτελέσει από μόνο του μια αυτόνομη νουβέλα.

Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη
την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;
μαζί μας κανένας κι η μοναξιά
έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια
με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων..

Σαν το τίποτα
να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,
έτοιμο να σκάσει…

Το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα Μοναξιά της Ζωής Καρέλλη αποτυπώνει μεγάλο μέρος από την ουσία του μυθιστορήματος. Κυρίως την αυτοεξορία του ήρωα-αφηγητή, αυτό το τίποτα που φούσκωσε αλλόκοτα. Μια περιήγηση σε μια προσωπική, ηθελημένη κατά ένα τρόπο, εξορία.

Με αισθησιασμό και πυκνότητα, με στιγμές που ο λόγος εκτινάσσεται, ο συγγραφέας μας συστήνει ένα κόσμο περίκλειστο, τόσο γεωγραφικά όσο και συναισθηματικά, αλλά ταυτόχρονα ρευστό, μια κινούμενη άμμο ανθρώπων διαφόρων εθνικοτήτων στην αναζήτηση της ταυτότητας τους. Και είναι άραγε το παρελθόν μας προσωπικό ή συλλογικό;

Μια ιστορία σαν θεατρικό παιχνίδι, σκετσάκια που εκτυλίσσονται σε χώρους εσωτερικούς, σπίτια κι αυλές. Σπίτια κλειστά, ερειπωμένα, ιστορίες τραγικές και καλλιτέχνες. Ζωγράφοι αλλά και μουσικοί. Ασκήσεις επιβίωσης, ασκήσεις γνώσης και αποδοχής του άλλου, του διαφορετικού.

Ένας κόσμος, ο κόσμος του Λάκκου του ήρωα- αφηγητή, άλλοτε μεγάλος χωρίς σύνορα και ουρανό και άλλοτε τόσο μικρός, όσο οι μικροκοινωνικές πρακτικές που μας περιχαρακώνουν σε καλούπια  που ελάχιστο χώρο αφήνουν στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη.

Ο ήρωας του Αντώνη Τσιρικούδη δεν έχει όνομα, σκοπίμως δεν έχει όνομα. Σε πολλά σημεία αναγνωρίζουμε τον ίδιο τον συγγραφέα κι αλλού πάλι ένα άλλο κουρδισμένο ανθρωπάκι μέσα του που παραληρεί, που παραδίδεται και κατεβαίνει με το ποτάμι των επιθυμιών του για να γίνει ο υπάλληλος που αγωνιά για το μεροκάματο και χάνει τον έλεγχο μπροστά στο άγχος ενός απλήρωτου λογαριασμού.

Ο κόσμος που μέσα του βαθιά προσπαθεί να δημιουργήσει είναι ένας ασφαλές περιβάλλον ενός σπιτιού σύμβολου με ανώγεια, ταρατσάκια και παράσπιτα, εξευμενισμένα με το θυμίαμα του φασκόμηλου, ένας κόσμος ιδανικός να στεγαστεί ο  έρωτας, το απωθημένο του για τη γλυκύτητα και σιγουριά της οικογενειακής ζωής. Ο ήρωας – αφηγητής ως εραστής του απολύτου, του άπιαστου με το μυαλό του σε λαγούμια δαιδαλώδη, να προσπαθεί να γεφυρώσει τον εξωτερικό κόσμο, αυτό το καραβάνι μετακινούμενων νομάδων, με τα θέλω του, με την αγάπη που ώρες ώρες γίνεται βίαιη, που επιζητεί την ανταπόδοση.

Γιατί ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι ποτέ μουγγός, γιατί και το  εσωτερικό κασετόφωνο σε replay mode επαναλαμβάνει συνεχώς λόγια και αναβιώνει καταστάσεις, σαν να περιμένει για να αναβιώσει το «κακό» παρελθόν. Ποικίλες εκδηλώσεις της ίδιας ουσίας. Περιγράμματα, σκελετοί κτιρίων και ερείπια που συνυπάρχουν συμφιλιωμένα και που στο μυαλό του Αντώνη παίρνουν ανθρωπόμορφες διαστάσεις.

Και ακριβώς είναι αυτό το πνεύμα της  πολυπλοκότητας των πραγμάτων που αποτυπώνεται με γλώσσα ρέουσα, η οποία αποφεύγει τους εντυπωσιασμούς, που όσο κι αν νομίζει ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν, είναι προσηλωμένο στο σήμερα, στην επικαιρότητα αυτού του μικρόκοσμου.

Ζωή σαν αναπόδραστος λαβύρινθος και οχυρά του μυαλού μας.

Γιατί ο έρωτας, γράφει ο Άρης Μπερλής στα Κριτικά Δοκίμια ΙΙ, ετεροφυλικός είτε ομοφυλοφιλικός, είναι πάντα, από τη φύση του, τόσο φυσικός όσο και αφύσικος. Φυσικός λόγω της ορμέμφυτης ανάγκης να δοθείς στον άλλον, με τρυφερότητα (τη λεγόμενη αγάπη). Και αφύσικος διότι στον έρωτα, παράλληλα με την αγάπη, μαίνεται ένας αδυσώπητος αγώνας με όλα τα μέσα, σωματικά και ψυχολογικά, να κυριαρχήσει ο ένας επί του άλλου. (Σελ. 264, Εκδόσεις ύψιλον, Αθήνα 2017)

Το να ταξιδέψεις με το μυθιστόρημα του Αντώνη Τσιρικούδη  και να νοήσεις τον αμφίσημο και νεφελώδη κόσμο του, να αντιμετωπίσεις ένα πλήθος από αλήθειες που δύσκολα διαχωρίζονται μεταξύ τους αλλά που διαπερνούν και κρατούν προσηλωμένο τον υποψιασμένο αναγνώστη, είναι μια πρόκληση.

Μια πρόκληση που προϋποθέτει και το ψυχικό σθένος του συγγραφέα, μιας και όλοι μας στην ουσία επιθυμούμε έναν κόσμο που το καλό και το κακό μπορούν να διακρίνονται με σαφήνεια. Αδύνατο, βέβαια, μιας και αρεσκόμαστε να εκφέρουμε με δογματισμό απόψεις πριν ακόμη κατανοήσουμε το θέμα, ψάχνοντας όχι να διατυπώσουμε το ερώτημα αλλά μια ειλημμένη και συχνά έντονα δογματική κρίση.

Το μυθιστόρημα του Αντώνη Τσιρικούδη, Από Παρασκευή Δευτέρα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες, μια κοινωνική συνεταιριστική ομάδα, με έδρα το Ρέθυμνο. Ο εξαιρετικός πίνακας στο εξώφυλλο είναι έργο του Mathew Halpin.

Η κεντρική παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει στο Ηράκλειο της Κρήτης στις 19 Ιουνίου, 7:30 το απόγευμα, στο καφενείο του Λάκκου. Που αλλού βέβαια;

Ένα βιβλίο για ανοικτά μυαλά που δεν χρειάζεται χάρτες και οδηγίες πλεύσης. Γιατί όπως γράφει ο συγγραφέας: Όταν, πάλι, αφήνουμε πίσω μας την πόλη, για να ανακαλύψουμε μια απομακρυσμένη, άγνωστη παραλία, θα συνεχίσω να παίρνω χάρτη μαζί μου, μόνο που θα μας δίνω το περιθώριο μιας, δύο ωρών μέχρι τον προορισμό, κι όταν φτάνουμε, θα έχω πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι μπορεί να αντικρίσουμε και κάτι άλλο πέρα από τα καταγάλανα νερά, τα αρμυρίκια και τα βράχια. (σελ.69)

Γιατί και ο αναγνώστης, όπως θα έλεγε ο Stendhal, πάει παντού με το καλάθι του!

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη