Πολύ παλιά, αλλά έζησαν κι αυτοί»:
Το αφήγημα του θανάτου μέσα στο αφήγημα της ζωής
Κυριάκου Συφιλτζόγλου, Σπίτι παιδιού, Αντίποδες, Αθήνα, 2019.
Όταν ξεκινήσαμε όλοι μαζί για την εκκλησία, οι αγελάδες μουγκάνιζαν σαν να έκλαιγαν. Ήμουν σίγουρος ότι είχαν καταλάβει πως δεν θα ξαναδούν τη γιαγιά. Έφυγα από τη σειρά μου και πήγα στον νεκροθάφτη και του ’πα ότι κανονικά θα έπρεπε να ’ρθούν και οι αγελάδες στην κηδεία. Αυτός προσπαθούσε να πνίξει το γέλιο του και με το χέρι μ’ έδειξε να πάω στη θέση μου.
Οι αγελάδες συνέχιζαν το κλάμα κι εμείς παίρναμε τη μικρή ανηφόρα για το χωριό. Από κάτω πέρασε το τραίνο και μέτρησα εφτά βαγόνια χωρίς τη μηχανή. Άραγε μας έβλεπαν από το παράθυρο του τραίνου που ήμασταν σε κηδεία; Σκέφτηκα πως κανονικά θα ’πρεπε αν μας έβλεπαν να σηκωθούν όρθιοι από τις θέσεις τους και να κάνουν το σταυρό τους.
Μετά την κηδεία ανοίξαμε τα μαντίλια. Είχαν μέσα από ένα πεντακοσάρικο. Πήγα στο μπακάλικο του κυρ Δημοκράτη και πήρα έναν σπαστό φραπέ. Πάντα μετά τις κηδείες, με τα λεφτά από το μαντίλι αγόραζα κρυφά έναν σπαστό φραπέ. Ανέβαινα στην αμυγδαλιά πίσω από το σχολείο και έπινα εκεί χαζεύοντας τις ράγες.
Τι θα γινόταν με τις αγελάδες; (σ. 26)
Η εξοικείωση των παιδιών με τον θάνατο, την απώλεια και το πένθος αποτελεί ευρύ ερευνητικό κεφάλαιο της παιδοψυχολογίας. Άπειρες μελέτες και βιβλία έχουν γραφεί από τους επιστήμονες του κλάδου για το πώς μιλάμε στα μικρά παιδιά για το βίωμα της απώλειας και πώς φτιάχνουμε με ισορροπία και επίγνωση το αφήγημα του θανάτου. Σε αυτό το κείμενο βεβαίως αφήνουμε την ψυχολογική πτυχή του ευαίσθητου αυτού ζητήματος στους ειδικούς και στρέφουμε το βλέμμα μας στο μυθοπλαστικό (ή όχι) λογοτεχνικό αφήγημα του θανάτου από την οπτική γωνία ενός παιδιού. Πώς άραγε εξιστορεί ένα παιδί τον θάνατο και τα συμφραζόμενά του; Το ερώτημα φαίνεται να «απαντά» εύστοχα ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου με τη νουβέλα Σπίτι παιδιού (Αθήνα, Αντίποδες, 2019). Το βιβλίο, όπου ο αφηγητής ξεδιπλώνει αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας μεταξύ Πλατανιάς (τις καθημερινές) και Προσοτσάνης (τα Σαββατοκύριακα), όταν η μητέρα του εργαζόταν στο Σπίτι Παιδιού1 της Πλατανιάς, αξιοποιεί περίτεχνα τη φόρμα novella-in-flash, όπου δηλαδή κάθε ενότητα ή κεφάλαιο μπορεί να αναγνωσθεί αυτόνομα, αποκτώντας αυθύπαρκτη υπόσταση ως κείμενο. Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια νουβέλα που αποτελείται από πολλά μικροδιηγήματα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους ως προς τον χωροχρόνο και τους χαρακτήρες, αλλά λειτουργούν και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου έρχεται να μας θυμίσει με ένα ολοζώντανο κείμενο για τον θάνατο ‒και το οποίο ανταποκρίνεται απόλυτα στη γνωστή φράση «διαβάζεται απνευστί»‒ ότι στον κόσμο ενός παιδιού ο θάνατος είναι μέρος της ζωής, το τελευταίο κομμάτι της ‒ή μήπως το πρώτο;‒ με ένα ιερό (και στα μάτια του παιδιού συναρπαστικό) τελετουργικό, το οποίο συγκροτείται από συγκεκριμένα στάδια, διαδικασίες, συμπεριφορές. Μεταξύ αυτών το πένθος, το οποίο εκφράζεται με τον θρήνο και όπου ο θρήνος εκδηλώνεται, στην παιδική οντολογική συνθήκη, απαραιτήτως με κλάμα, αλλιώς ο κύκλος της ζωής διακυβεύεται, καθώς και η τελετουργική ολοκλήρωσή του:
Την άλλη μέρα από το πρωί άρχισε να ’ρχεται κόσμος. Αγκάλιαζαν τον μπαμπά, του έλεγαν συλλυπητήρια, κλαίγαν αυτοί κι αυτός δεν έκλαιγε. Είχα αρχίσει να πιστεύω πως κάτι δεν πήγαινε καλά, πως κάποιο πρόβλημα είχε, πως μας έκρυβε κάτι που ήταν σαν αρρώστια και δεν μας το έλεγε.
Ο μπαμπάς είχε δυο αδερφές στη Γερμανία. τη Σοφίκα και τη Μαρίκα. Χρόνια έλειπαν αυτές εκεί και δεν έρχονταν κάθε χρόνο το καλοκαίρι όπως όλοι που δούλευαν στη Γερμανία. Τώρα όμως θα κατέβαιναν με αεροπλάνο για την κηδεία κι έπρεπε να προλάβουν.
Είχα ανέβει ξανά στην κυδωνιά για να δω το μπλε ταξί από τη Θεσσαλονίκη που θα τις έφερνε. Κάποια στιγμή απ’ το βάθος έστριψε και σε λίγο σταμάτησε μπροστά στην αυλή. Άνοιξαν οι πίσω πόρτες και βγήκαν οι θείες μου με άσπρα μαλλιά. Γύρισα και είδα τον μπαμπά στο μπαλκόνι να τις κοιτάζει και να κλαίει πολύ. Είχε γίνει κόκκινος και τα δάκρυα έτρεχαν συνέχεια. Όλο του το πρόσωπο ήταν επιτέλους μούσκεμα κι εγώ ηρέμησα. (σ. 18)
Για τον νεαρό αφηγητή, το κοιμητήριο, τα νεκροταφεία, στον πληθυντικό, κατά τον βορειοελλαδίτικο τύπο, είναι ένας ιερός χώρος όπου τώρα ζουν σιωπηρά όσοι ήδη έζησαν. Η ιερότητα όμως του χώρου δεν ορίζεται τόσο από ένα θεωρητικό πλαίσιο και τους κανόνες των ενηλίκων, αλλά από το γεγονός ότι ο ίδιος χώρος είναι εξ υπαρχής επιθυμητός και οικείος. Σε αυτό τον τόπο τον φωτεινό και χλοερό ο μικρός Κυριάκος ποτίζει τα βασιλικά με τη μητέρα του, παίζει με τον αδερφό του κρυφτό και γουόκι-τόκι ανάμεσα στα μνήματα, καταγράφει τα ληξιαρχικά δεδομένα των πεθαμένων σαν να πρόκειται για άλλο ένα παιχνίδι. Τα νεκροταφεία, το κοιμητήριο είναι το Σπίτι Παιδιού όπου η παιδική αγνότητα καθιστά το βίωμα του θανάτου κάτι απολύτως φυσικό, ένα παιχνίδι μέσα στο συνεχές και καθημερινό βίωμα της ζωής:
Ένα πρωί, την ώρα του μαθήματος, χτυπά η πόρτα και μπαίνει μέσα ο νεκροθάφτης. Ζήτησε από τον δάσκαλο πέντε αγόρια, γιατί στις έντεκα είχε κηδεία και τα χρειάζονταν για να σηκώσουν τα ξαπτέρυγα. Από μέσα μου παρακαλούσα να είμαι ανάμεσα σε αυτούς που θα διάλεγε. (σ. 25)
Ο θάνατος, τα περικείμενα και τα παρακείμενά του αποτελούν έναν ολόκληρο κόσμο και τα νεκροταφεία μια πολιτεία νεκρών που ζει/δεν ζει παράλληλα με ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία των ζωντανών. Εξάλλου, οι πεθαμένοι «έζησαν κι αυτοί» (σ. 86) και ένα αξιοπρεπές μνήμα είναι το λιγότερο που οφείλει ο αφηγητής σε όσους κινδυνεύουν να ξεχαστούν:
Τόσο δρόμο πήρανε, η Δέσποινα από την Καππαδοκία, ο Συμεών από την Αργεντινή, και τώρα δυο σάπιοι σταυροί που ούτε για προσάναμμα δεν κάνουν. Σαν να μην έζησαν έτσι ποτέ αυτοί οι δυο και τόσος δρόμος λες και δεν έγινε, ενώ έγινε και φτάσανε στον Καλό Αγρό, και λες και δεν φτάσανε, ενώ εδώ πιο κάτω, δυο μέτρα ξαπλωμένοι. Γι’ αυτό κι εγώ όταν μεγαλώσω και βγάλω λεφτά θα τους κάνω δυο τάφους κανονικούς, για να βλέπουν οι άλλοι πως έζησαν κάποτε κι αυτοί, πολύ παλιά, αλλά έζησαν κι αυτοί, κι ας μην έχουν καμιά φωτογραφία, αλλά τουλάχιστον τα ονόματά τους να έχουν, γιατί αυτοί είναι, κι είναι κρίμα. (σ. 86)
Το παιδικό αφήγημα του θανάτου γίνεται τελικά η μεταδιήγηση του βιώματος της ζωής από τον ενήλικα που μόνο για μια στιγμή σε ολόκληρο το βιβλίο βρίσκεται στο μη παιδικό παρελθόν-παρόν, ανάβει ελεύθερα τσιγάρο εις μνήμην του νεκρού (και των νεκρών), χωρίς να βρίσκεται πια υπό το αυστηρό βλέμμα των μεγάλων, αφού «οι άντρες στις κηδείες καπνίζουν» (σ. 34), υποδεικνύοντας την πραγματική χρονική απόσταση από τις παιδικές του αναμνήσεις:
Έτσι τώρα το θυμάμαι, έτσι θέλω αυτά γι’ αυτόν τον μικρό τάφο, πέρασαν καμιά τριανταριά χρόνια που του άναψα κερί κι έπειτα επέστρεφα και του άναβα κάθε Κυριακή «Γεια σας», του ’λεγα και νόμιζα λίγη παρέα έκανα, «Γεια σας», στον πληθυντικό τον επιτάφιο, ίσως γιατί τότε εγώ γύρω στα έξι εφτά κι αυτός στην ξεθωριασμένη φωτογραφία μουστάκι είχε και πλάγια πόζαρε με στρατιωτική στολή και τσιγάρο στο χέρι, σβηστό κρατούσε τσιγάρο, κι έλεγα από μέσα μου την άλλη φορά όχι κερί μα το τσιγάρο να του άναβα, αλλά ποτέ δεν τόλμησα, μόνο σκεφτόμουν και εικόνα το ’φτιαχνα, μικρός κι εγώ όσο κι ο τάφος, γιατί μετά τη μαμά ρώτησα και μου ’πε πως τα κόκαλά του από μακριά έφεραν κι όχι τον ίδιο κι έτσι ανάκατα σκεφτόμουν μες στο χώμα, κρίμα είναι, όλοι ξαπλωτοί, φαρδιοί, πλατιοί, όλοι ανάσκελα και τεντωμένοι, κι αυτός εδώ ανάκατα λες και προσάναμμα ξερόκλαδα για τη φωτιά κι ύστερα στάχτη, μέσα στον τοσοδά τάφο στενάχωρος για μια ζωή στον άλλο κόσμο, στενάχωρος νεκρός, τέτοια ατυχία και τόσο νέος, τόσο άδικο στα εικοσιδυό του να πέσει στην Κορέα και πού να ήξερα εγώ στα έξι εφτά ποια είναι η Κορέα, εγώ την Προσοτσάνη ήξερα, που ήτανε τα κοκαλάκια του θαμμένα, νέος αυτός, νέος κι εγώ, και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, του ανάβω εδώ τσιγάρο.
[ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΣΑΒΔΑΡΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΕΦΟΝΕΥΘΗ 13.3.53 ΕΙΣ ΚΟΡΕΑΝ
ΕΤΩΝ 22] (σ. 82-83)
Η απόσταση των τριάντα χρόνων από την πρώτη γνωριμία με τον τάφο που βρίσκεται απέναντί του είναι μεγάλη και συνάμα μικρή, καθώς ο αφηγητής είναι τώρα μεγαλύτερος σε ηλικία από τον άγνωστο στρατιώτη που έχασε τόσο νέος τη ζωή του, σχεδόν παιδί. Ο μικρός/μεγάλος Κυριάκος (ζητήματα αυτοαναφορικότητας, σχέσης συγγραφέα-αφηγητή, μυθοπλασίας-βιογραφίας εγείρονται προφανώς στο βιβλίο) επιστρέφει στα νεκροταφεία, σε αυτόν τον γνώριμο και αγαπητό τόπο. Καθώς θυμάται και αφηγείται το παιδικό παρελθόν, ο παρών λόγος του ενήλικα διατηρεί την παιδική αθωότητα και την ενάργεια μιας βιωμένης, εντυπωσιακής εμπειρίας. Ενίοτε και με τον τρόπο του πεζού ποιήματος, ένα προσφιλές στον Συφιλτζόγλου είδος, όπως φαίνεται και στο ποιητικό του βιβλίο Δραμάιλο (Αντίποδες, Αθήνα, 2018), το παρελθόν ζωντανεύει στο παρόν. Με ιδιότυπη σύνταξη και εσωτερικό ρυθμό ο λόγος του παιδιού δίνει και πάλι φυσικά και αβίαστα την απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής, που τελειώνει και αρχίζει στα μνήματα, δηλαδή στη μνήμη, η οποία φέρει και φυλάει ό,τι ζήσαμε, ό,τι ζούμε.
Σημείωση
1. Όπως αναφέρεται σε σημείωση του βιβλίου, τα Σπίτια του Παιδιού ήταν ένα δίκτυο ιδρυμάτων σε χωριά της βόρειας Ελλάδος, το οποίο συστάθηκε τη δεκαετία του 1950 υπό την εποπτεία του παλατιού. Ο σκοπός τους ήταν μορφωτικός, ενώ λειτουργούσαν και ως νηπιαγωγεία. Συνέχισαν να λειτουργούν ως κέντρα νεότητος μέχρι και μετά τη μεταπολίτευση: ό.π., 8.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφίες: Κυριάκος Συφιλτζόγλου. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]