Εισαγωγικά
Κατά την περίοδο των ετών 1959-1975 οι μύθοι της αρχαιοελληνικής παράδοσης συγκροτούν τον καμβά για τη σύνθεση πολλών και ενδιαφερόντων αρχαιοθέμων ποιημάτων του Ρίτσου, σηματοδοτώντας έτσι μια ευρύτερη πνευματική αναγέννηση για τον ποιητή. Αρχικώς, ο τρόπος επεξεργασίας του είναι ο εξής: δεν αντλεί το γνωσιακό του υλικό απ’ ευθείας από το αρχαίο κείμενο, αλλά χρησιμοποιεί την τεχνική της παράφρασης, με σκοπό να αποδώσει ευστόχως την αισθητική πολυσημία που χαρακτηρίζει τα εν ταυτώ μυθικά σύμβολα [1]. Η πρόθεση όμως του καλλιτέχνη είναι το συνδέεται άμεσα με την παρουσία του μύθου στο ποίημα, αποκαλύπτοντας έτσι την υφολογική ταυτότητα του κειμένου. «Το κοινωνικό και ιδεολογικό υπόβαθρο της Τέχνης είναι ο πρώτος λόγος για την αξία της…» [2] είναι η χρήσιμη διαπίστωση στην οποία προβαίνει ο Ρίτσος (μιλώντας για τον Μαγιακόβσκι) για να καταδείξει τις δικές του, εσώτερες καλλιτεχνικές του πεποιθήσεις. Ο ποιητής εκφράζει την ατομική του ιδεολογία, πραγματοποιεί την εξομολόγησή του και, αφού ολοκληρώσει αυτήν την εσωτερική αποκάλυψη, τότε παραδίδει το αισθητικό και ηθικό αποτέλεσμα της ενέργειάς του στη συλλογική κρίση, για να μετουσιωθεί σε κοινό κτήμα ελευθερίας και υπαρξιακής αυτοπραγμάτωσης. Η ταύτιση λοιπόν του ηθικού με το αισθητικό στοιχείο συνεπάγεται τον διδακτισμό, στοιχείο που είναι θεμελιώδες για την εμπέδωση του τελικού μηνύματος που απορρέει από το ίδιο το ποίημα. Η λειτουργία αυτή υλοποιείται άριστα μέσω του αρχαίου μύθου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια υφέρπουσα ηθικολογία, ιδωμένη θετικά προς όφελος του τελικού αποδέκτη του μηνύματος. Η προδιάθεση για διδαχή είναι αυτή που γέννησε τον μύθο, έτσι ώστε οι άνθρωποι να αντιληφθούν ευχερέστερα την ηθικολογική παρέμβαση του αφηγητού [3].
Στη σύγχρονη εποχή που διανύουμε, οι ήρωες και οι ηρωικές πράξεις δεν υπάρχουν πια όπως γνωρίζουμε από την Ιστορία ή τη Λογοτεχνία· ίσως έχουν αλλάξει ταυτότητα και ιδέες και δεν είναι ακόμη εύκολα «ορατοί» από την αντίληψή μας. Το πιθανότερο όμως είναι ότι τα γεγονότα εξελίσσονται γρηγορότερα από τους ανθρώπους και έτσι υπονομεύεται η ύπαρξή τους. Έτσι, ο ποιητής καταφεύγει στον μύθο, προκειμένου να αξιοποιήσει καταλλήλως ένα αρραγές λογοτεχνικό ιδεώδες, ικανό να εκφράσει την διαχρονία της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Σε μια εποχή όπου τα πρότυπα έχουν απολέσει την ισχύ και τη δυναμική τους να διαμορφώνουν συνειδήσεις και ιδεολογίες, ο μύθος είναι το κατ’ εξοχήν εργαλείο μέσω του οποίου αναπληρώνεται αυτό το κενό. Ο αρχαίος μύθος διδάσκει και, κατά κάποιον τρόπο, εισάγει στο αφηγηματικό πλαίσιο του λογοτεχνήματος καθολικά πρότυπα συμπεριφοράς δυνάμενα να αποτελέσουν τον καθοδηγητικό άξονα επί του οποίου ο καλλιτέχνης θα διαρθρώσει την φιλοσοφική του σκέψη για το σύγχρονό του παρόν. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μύθος έχει τη δική του αλήθεια, η οποία δεν συσχετίζεται με τις άλλες μορφές πολιτισμού και είναι δεκτική σε πολλές και ποικίλες αναπλάσεις και αναθεωρήσεις αναλόγως των συνθηκών επί των οποίων εργάζεται ο καλλιτέχνης [4]. Αυτή η διεργασία είναι αντικείμενο ενασχόλησης του λεγομένου «κοινωνικού ποιητού», αυτού δηλαδή που ενδιαφέρεται για την ηθική ταυτότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκει, να την διαφυλάττει και να την εξυψώνει με ό,τι πολυτιμότερο μεταφέρει στον ατομικό του οπλισμό εμπειριών και γνώσεων [5]. Εν γένει, σε όλη την αρχαιόθεμη ποίησή του ο Ρίτσος εφαρμόζει αρχές πολιτικής στάσης και απόφασης. Τα σκηνοθετικά στοιχεία του ποιήματος εκπέμπουν πάντα ένα μήνυμα παρέμβασης και διόρθωσης ή, τέλος, ευθείας πολιτικής άποψης.
Ειδικότερα στο παρόν άρθρο προτιθέμεθα, βάσει του προεκτεθέντος θεωρητικού πλαισίου, να αναλύσουμε το μυθολογικό ποίημα «Απ’ την Αργοναυτική εκστρατεία», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1966 στην συλλογή Μαρτυρίες [6]. Μέσω του λογοτεχνικού σχολιασμού του ποιήματος σκοπεύουμε να θέσουμε καίρια ερωτήματα που αφορούν στη χρήση του αρχαιογνωστικού υλικού από τον ποιητή: Τί ωθούσε τον Ρίτσο να καταφεύγει σε κείμενα της ελληνικής αρχαιότητος, επαναπροβάλλοντας τη θεματολογία, τα μοτίβα, ή την εσώτερη ιδεολογία τους; Η αρχαιόθεμη ποίηση του Ρίτσου λειτουργεί ως μέσον αυτοσυνείδησης και πολιτικής πράξης; Η μυθοποίηση του ποιητικού λόγου υπηρετεί κοινωνικούς στόχους; Είναι τω όντι ερωτήματα τα οποία γεννώνται εύλογα μέσα από την ανάγνωση των αρχαιόθεμων ποιημάτων. Επιλέξαμε το ποίημα «Απ’ την Αργοναυτική εκστρατεία» διότι σε αυτό εφαρμόζεται άριστα η τεχνική της αντιστροφής και εμπεριέχει πλούσιες εικόνες [7] αλλά και ηχοποιητικά στοιχεία που το καθιστούν ένα κατ’ εξοχήν δείγμα της αρχαιόθεμης ποίησης. Στα σχόλια που ακολουθούν θα αντιληφθούμε καλλίτερα τις λογοτεχνικές συμβάσεις και το ιδεολογικό περιεχόμενο που διέπουν το κείμενο.
Σχόλια στο ποίημα
Το ποίημα «Απ’ την Αργοναυτική εκστρατεία» κατατάσσεται στα μυθολογικά, πολυσημικά [8] έργα του Ρίτσου και αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένα εξέχον δείγμα της αρχαιόθεμης ποίησής του. Σε αυτό αποκαλύπτεται πλήρως η λεγόμενη τεχνική της αντιστροφής, η οποία υλοποιείται εν ταυτώ με μια οπτική εικόνα που λειτουργεί συμβολικώς. Αντιστρέφει τη βαρύτητα του μύθου και δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν αντιήρωα ή ένα πρόσωπο ήσσονος σημασίας [9]. Ενίοτε περικόπτει τις σημαίνουσες ιδιότητες των αρχαίων ηρώων και παρουσιάζει φθαρμένη την εικόνα τους: επί παραδείγματι, ο Οδυσσέας είναι ένας «άθλιος αιματόβρεχτος ασπρογένης». Στο ποίημα που θα σχολιάσουμε εδώ, ο μύθος είναι αυτός που φθείρεται σκοπίμως από τον ποιητή: είναι «Τοποθεσίες βραχώδεις, περιπέτειες, θάλασσες, πρόσωπα, κατορθώματα/ μισοπραγματικά, μισό του ονείρου […]». Ας δούμε όμως το ίδιο το ποίημα αναλυτικώς (το κείμενο ελήφθη από τον ιστότοπο ανθρωπιστικών σπουδών http://www.greek-language.gr, Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα) [10]:
Απ’ την Αργοναυτική εκστρατεία
Τοποθεσίες βραχώδεις, περιπέτειες, θάλασσες, πρόσωπα, κατορθώματα
μισοπραγματικά, μισό του ονείρου – ώς και τους κωπηλάτες
έναν έναν με τ’ όνομά τους αναφέρουν. Δε συγκρατήσαμε τίποτα.
Μόνο, σα φτιάχναν το καράβι, πάνω απ’ το λιμάνι,
ανάμεσα στα δέντρα – μύριζε ξύλο πλανισμένο και ρετσίνι,
ακούγονταν και τα πουλιά· κείνη τη νύχτα,
που οι ναυπηγοί κοιμόνταν, ήρθε αόρατη η Θεά στο φεγγαρόφωτο
να προσαρμόσει στην πλώρη ένα κομμάτι δρυ απ’ το δάσος της Δωδώνης
που μιλούσε και πρόλεγε το μέλλον. Αργότερα,
στο γυρισμό, στις αμμώδεις προσχώσεις της μεγάλης Σύρτης,
υποχρεώθηκαν να κουβαλήσουν το καράβι στους ώμους τους
δώδεκα ολόκληρα μερόνυχτα. Ως και τον Κύζικο ξεχάσαμε
που τον σκοτώσαν από παρεξήγηση, μια νύχτα τρικυμίας.
Κι ούτε κανείς μας καν αναρωτήθηκε πώς δεν τους ειδοποίησε
κείνο το ξύλο, το ιερό, απ’ το δάσος της Δωδώνης.
Κατ’ αρχάς σε ολόκληρο το ποίημα κυριαρχεί ως ομιλούν υποκείμενο, όχι ο ποιητής, αλλά ένα υποτιθέμενο ακροατήριο το οποίο άκουσε την αφήγηση του μυθολογικού περιστατικού που περιγράφεται στο κείμενο. Η αφήγηση αφορούσε στην άφιξη των Αργοναυτών στην πόλη της Κυζίκου και στο περιστατικό θανάτου του βασιλιά Κυζίκου, τον οποίο σκότωσαν οι Αργοναύτες ύστερα από παρεξήγηση [11]. Πρόκειται δηλαδή για μια επική περιπέτεια ειλημμένη από το πεδίο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, στην οποία εμφιλοχωρεί το ιστορικό παρόν του ακροατηρίου αλλά και το σύγχρονο του ποιητή Ρίτσου. Εδώ το παρόν παρουσιάζει μια πολύπλοκη διπολικότητα: α) είναι το ιστορικό παρόν ενός «αρχαίου» ακροατηρίου που ακούει το ποίημα κάποια στιγμή και το αξιολογεί, β) είναι το σύγχρονο παρόν ενός συγχρόνου με τον ποιητή Ρίτσο ακροατηρίου, το οποίο ακούει τον μύθο, προβαίνει σε σχολιασμό και γενικότερα υιοθετεί μια ιδιάζουσα κριτική στάση έναντι του ποιήματος. Ίσως σε αυτό μέσα συγκαταλέγεται «αόρατος» και «μεταμφιεσμένος» ο ποιητής, προκειμένου να προσδώσει στα σχόλια που διατυπώνονται μέσα στο κείμενο παγκόσμια διάσταση και μια ευρύτερη θέαση του μυθολογικού σκηνικού που στήνει εκ νέου στο έργο του. Το επικό στοιχείο, το οποίο χαρακτηρίζει η υπερβολή, είναι θεμελιώδες συστατικό για την παρασκευή ενός φιλοσοφικού πανοράματος της ματαιότητος που χαρακτηρίζει την σύγχρονη με τον ποιητή Ιστορία· έτσι διασυνδέεται ο μοντέρνος κόσμος με την Τέχνη μέσω ενός μακρινού κόσμου. Είναι ο ελληνικός ιστορικομυθικός χώρος που του επιτρέπει να υλοποιήσει τις συμβάσεις της ποιητικής του.
Από τον πρώτο στίχο εισαγόμαστε στο επικό σκηνικό, με λέξεις ορόσημα που σημαίνουν την απαρχή της ιστορίας: περιπέτειες, θάλασσες, πρόσωπα, κατορθώματα. Η παράθεση του συνεχούς ασυνδέτου χαρακτηριστικών ουσιαστικών μάς εισάγει αβιάστως στο επικό περιεχόμενο, αξιοποιώντας έτσι ο ποιητής όλο το ειδικό βάρος των σημαινομένων που φέρουν οι εν λόγω λέξεις. Η ιστορία των Αργοναυτών είναι τω όντι ένα αφήγημα περιπέτειας και υπεράνθρωπων κατορθωμάτων, με κεντρικό ήρωα τον Ιάσονα, ο οποίος όμως δεν αναφέρεται καθόλου στο ποίημα.
Ο ποιητής μάς δίδει ανάγλυφη και άμεση την αίσθηση της επικότητος, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τον αισθητικό αντίκτυπο στον αναγνώστη που ξεκινά να διαβάζει το ποίημα. Ενώ έχει μεγιστοποιηθεί το προσδοκώμενο επικό ύψος, αυτομάτως μετριάζεται με το αξιολογικό επ’ αυτού σχόλιο «μισοπραγματικά, μισό του ονείρου — ώς και τους κωπηλάτες/έναν έναν με τ’ όνομά τους αναφέρουν[…]». Οι ιστορίες που ακούει το ακροατήριο είναι μισοπραγματικές, ακόμη και τα ονόματα των ηρώων-κωπηλατών τείνουν να λησμονηθούν. Εδώ διαφαίνεται ο στόχος του ποιητή, που είναι η προσπάθειά του να ελέγξει την δυναμική του μύθου και σταδιακά να την προσαρμόσει σε ένα μήνυμα που θα είναι αποδεκτό από την σύγχρονη πραγματικότητα.
Το ακροατήριο συνεχίζει να σχολιάζει: «Δεν συγκρατήσαμε τίποτα […].» Από ό,τι άκουσε καμία λεπτομέρεια δεν το συγκίνησε παρά μόνο η μυρωδιά από το ρετσίνι, όπως λέγει χαρακτηριστικώς: «[…] μύριζε ξύλο πλανισμένο και ρετσίνι,/ ακούγονταν και τα πουλιά». Ο αχνός απόηχος της επικής ιστορίας μέχρι τώρα συνίσταται σε μια απλή μυρωδιά που μεταφέρει σε όλους τα αρώματα και τους ήχους της φύσης (μια όντως ανθρώπινη περιγραφή, που προετοιμάζει τον αναγνώστη, για να τον εισαγάγει στο νέο αφηγηματικό πλαίσιο που κτίζει βαθμιαίως ο ποιητής).
Σε αυτήν την κλιμάκωση εντάσσεται και η παρουσία της θεάς Αθηνάς, η οποία «[…] ήρθε αόρατη […] στο φεγγαρόφωτο/ να προσαρμόσει στην πλώρη ένα κομμάτι δρυ απ’ το δάσος της Δωδώνης/ που μιλούσε και πρόλεγε το μέλλον.»[12] Προσέδωσε δηλαδή στην Αργώ φωνή, στοιχείο που είναι μαγικό και υπερφυσικό [13]. Στα Αργοναυτικά του Απολλωνίου το μοτίβο της ομιλούσης Αργούς εντοπίζεται σε δύο σημεία: Πρώτον, στο Α’ 524-527:
σμερδαλέον δὲ λιμὴν Παγασήϊος ἠδὲ καὶ αὐτὴ
Πηλιὰς ἴαχεν Ἀργὼ επισπέρχουσα νέεσθαι.
ἐν γὰρ οἱ δόρυ θεῖον ἐλήλατο, τό ῥ’ ἀνὰ μέσσην
στεῖραν Ἀθηναίη Δωδωνίδος ἥρμοσε φηγοῦ.
Εδώ παρουσιάζεται η Αργώ να «διαμαρτύρεται» γιατί αδημονούσε να ξεκινήσει το ταξίδι. Η δεύτερη αναφορά γίνεται στο Δ’ 585, όπου η Αργώ προειδοποιεί για τις αντιξοότητες που πρόκειται να αντιμετωπίσουν οι Αργοναύτες:
οὐ γὰρ ἀλύξειν
ἔννεπεν οὔτε πόρους δολιχῆς ἁλός, οὔτε θυέλλας
ἀργαλέας, ὅτε μὴ Κίρκη φόνον Ἀψύρτοιο
νηλέα νίψειεν
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι σε καμία από τις προειρημένες περιπτώσεις η φωνή ή το μήνυμα που εκπέμπει η Αργώ δεν επηρεάζουν καιρίως ή ρυθμιστικώς την αφήγηση· ο Απολλώνιος χρησιμοποίησε το μοτίβο του ομιλούντος ξύλου για τις ανάγκες του μύθου, ως ενός εργαλείου προώθησης της ιστορίας. Επιπροσθέτως, ο μεταγενέστερος συγγραφέας του Απολλωνίου Ροδίου, Απολλόδωρος ο μυθογράφος, αναφέρει στη Βιβλιοθήκη του (Α’ 9, 19) την εκδοχή ότι ο Ηρακλής δεν ταξίδεψε μαζί με τους υπόλοιπους Αργοναύτες και ότι παρέμεινε στους Αφέτες Θεσσαλίας, διότι η Αργώ ισχυριζόταν πως «μὴ δύνασθαι φέρειν τὸ τούτου βάρος». Η συγκεκριμένη μαγική ικανότητα στο ποίημα του Ρίτσου υπονομεύεται βαθμιαίως με κάποια ειρωνική διάθεση από το ακροατήριο που σχολιάζει την αισθητική του εμπειρία από αυτά που άκουσε (ότι δεν έχει καμία στην ουσία ισχύ αφού δεν απέτρεψε τους ήρωες από τον φόνο του ανθρώπου που τους φιλοξένησε). Κοντολογίς, το ενδιαφέρον του Ρίτσου μετατοπίζεται αυτόχρημα στο περιστατικό του θανάτου του Κυζίκου από τους Αργοναύτες, με την προοπτική να επανέλθει στο ομιλούν ξύλο. Ας δούμε όμως το χωρίο από τα Αργοναυτικά (Α’ 1012-1056) που παρουσιάζει την νυκτερινή συμπλοκή των Αργοναυτών με τους Δολίονες και τον συνακόλουθο θάνατο του βασιλιά Κυζίκου:
Ἥρωες δ᾽, ὅτε δή σφιν ἀταρβὴς ἔπλετ᾽ ἄεθλος,
δὴ τότε πείσματα νηὸς ἐπὶ πνοιῇς ἀνέμοιο
λυσάμενοι προτέρωσε διὲξ ἁλὸς οἶδμα νέοντο.
ἡ δ᾽ ἔθεεν λαίφεσσι πανήμερος· οὐ μὲν ἰούσης
νυκτὸς ἔτι ῥιπὴ μένεν ἔμπεδον, ἀλλὰ θύελλαι
ἀντίαι ἁρπάγδην ὀπίσω φέρον, ὄφρ᾽ ἐπέλασσαν
αὖτις ἐυξείνοισι Δολίοσιν. ἐκ δ᾽ ἄρ᾽ ἔβησαν
αὐτονυχί· ἱερὴ δὲ φατίζεται ἥδ᾽ ἔτι πέτρη,
ᾗ πέρι πείσματα νηὸς ἐπεσσύμενοι ἐβάλοντο.
οὐδέ τις αὐτὴν νῆσον ἐπιφραδέως ἐνόησεν
ἔμμεναι· οὐδ᾽ ὑπὸ νυκτὶ Δολίονες ἂψ ἀνιόντας
ἥρωας νημερτὲς ἐπήισαν· ἀλλά που ἀνδρῶν
Μακριέων εἴσαντο Πελασγικὸν ἄρεα κέλσαι.
τῶ καὶ τεύχεα δύντες ἐπὶ σφίσι χεῖρας ἄειραν.
σὺν δ᾽ ἔλασαν μελίας τε καὶ ἀσπίδας ἀλλήλοισιν
ὀξείῃ ἴκελοι ῥιπῇ πυρός, ἥ τ᾽ ἐνὶ θάμνοις
αὐαλέοισι πεσοῦσα κορύσσεται· ἐν δὲ κυδοιμὸς
δεινός τε ζαμενής τε Δολιονίῳ πέσε δήμῳ.
οὐδ᾽ ὅγε δηιοτῆτος ὑπὲρ μόρον αὖτις ἔμελλεν
οἴκαδε νυμφιδίους θαλάμους καὶ λέκτρον ἱκέσθαι.
ἀλλά μιν Αἰσονίδης τετραμμένον ἰθὺς ἑοῖο
πλῆξεν ἐπαΐξας στῆθος μέσον, ἀμφὶ δὲ δουρὶ
ὀστέον ἐρραίσθη· ὁ δ᾽ ἐνὶ ψαμάθοισιν έλυσθεὶς
μοῖραν ἀνέπλησεν. τὴν γὰρ θέμις οὔποτ᾽ ἀλύξαι
θνητοῖσιν· πάντῃ δὲ περὶ μέγα πέπταται ἕρκος.
ὧς τὸν ὀιόμενόν που ἀδευκέος ἔκτοθεν ἄτης
εἶναι ἀριστήων αὐτῇ ὑπὸ νυκτὶ πέδησεν
μαρνάμενον κείνοισι· πολεῖς δ᾽ ἐπαρηγόνες ἄλλοι
ἔκταθεν· Ἡρακλέης μὲν ἐνήρατο Τηλεκλῆα
ἠδὲ Μεγαβρόντην· Σφόδριν δ᾽ ἐνάριξεν Ἄκαστος·
Πηλεὺς δὲ Ζέλυν εἷλεν ἀρηίθοόν τε Γέφυρον.
αὐτὰρ ἐυμμελίης Τελαμὼν Βασιλῆα κατέκτα.
Ἴδας δ᾽ αὖ Προμέα, Κλυτίος δ᾽ Ὑάκινθον ἔπεφνεν,
Τυνδαρίδαι δ᾽ ἄμφω Μεγαλοσσάκεα Φλογίον τε.
Οἰνεΐδης δ᾽ ἐπὶ τοῖσιν ἕλεν θρασὺν Ἰτυμονῆα
ἠδὲ καὶ Ἀρτακέα, πρόμον ἀνδρῶν· οὓς ἔτι πάντας
ἐνναέται τιμαῖς ἡρωίσι κυδαίνουσιν.
οἱ δ᾽ ἄλλοι εἴξαντες ὑπέτρεσαν, ἠύτε κίρκους
ὠκυπέτας ἀγεληδὸν ὑποτρέσσωσι πέλειαι.
ἐς δὲ πύλας ὁμάδῳ πέσον ἀθρόοι· αἶψα δ᾽ ἀυτῆς
πλῆτο πόλις στονόεντος ὑποτροπίῃ πολέμοιο.
ἠῶθεν δ᾽ ὀλοὴν καὶ ἀμήχανον εἰσενόησαν
ἀμπλακίην ἄμφω· στυγερὸν δ᾽ ἄχος εἷλεν ἰδόντας
ἥρωας Μινύας Αἰνήιον υἷα πάροιθεν
Κύζικον ἐν κονίῃσι καὶ αἵματι πεπτηῶτα.
Μετάφραση δική μου:
Οι ήρωες, όταν τελείωσε ο αγώνας τους χωρίς να φοβηθούν, έλυσαν τους κάβους του πλοίου και ξανοίχθηκαν, με τη βοήθεια του ανέμου, στη θάλασσα. Το πλοίο ταξίδευε όλη μέρα· αλλά τη νύχτα φύσηξε αντίθετος άνεμος που τους οδήγησε πάλι πίσω στους φιλόξενους Δολίονες. Το ίδιο βράδυ αποβιβάσθηκαν στην ακτή· και ο βράχος που έδεσαν γρήγορα το πλοίο τους ονομάσθηκε Ιερός. Κανείς δεν κατάλαβε ότι επρόκειτο για το ίδιο νησί που είχαν βρεθεί πριν· ούτε οι Δολίονες αντιλήφθηκαν ότι οι ήρωες είχαν επιστρέψει· θεώρησαν ότι είχε αποβιβασθεί Πελασγικός στρατός από την χώρα των Μακριέων. Έτσι, οπλίσθηκαν και κινήθηκαν εναντίον τους. Συγκρούσθηκαν μεταξύ τους και ακούστηκε η κλαγγή των δοράτων και των ασπίδων, σαν τον ήχο της φωτιάς που καίει γρήγορα το ξηρό δάσος· και ο αχός της μάχης, φρικτός και μανιώδης, επέπεσε στον λαό των Δολιόνων. Ούτε ο βασιλιάς δεν θα απέφευγε την μοίρα του ώστε να επιστρέψει στην νυφική του κρεβατοκάμαρα. Όμως, ο γιός του Αίσονος όρμησε επάνω του όπως γύρισε να τον αντιμετωπίσει, τον χτύπησε κατάστηθα και το κόκαλο θρυμματίστηκε γύρω από την λόγχη· εκείνος (ο Κύζικος), κυλίστηκε στην άμμο και έτσι εκπληρώθηκε το πεπρωμένο του. Από αυτό κανείς θνητός δεν γλυτώνει· από κάθε πλευρά μάς ελέγχει. Νόμισε ότι δεν θα χανόταν από τους αρχηγούς, αλλά η μοίρα εκείνη την νύχτα τον παγίδεψε ενώ πολεμούσε μαζί τους. Πολλοί ήρωες σκοτώθηκαν: ο Ηρακλής σκότωσε τον Τηλεκλή και τον Μεγαβρόντη, και ο Άκαστος τον Σφόδρι· ο Πηλέας τον Ζέλυ και τον Γέφυρο. Ο πάνοπλος Τελαμών σκότωσε τον Βασιλέα. Ο Ίδας τον Προμέα, και ο Κλυτίος τον Υάκινθο, οι δυο γιοί του Τυνδάρεω τον Μεγαλοσσάκη και τον Φλογίο. Μετά από αυτούς ο γιός του Οινέα σκότωσε τον Ιτυμονέα και τον Αρτακέα, που ήταν πρόμαχοι· όλους αυτούς ακόμη τούς τιμούν ως ήρωες οι ντόπιοι. Οι υπόλοιποι Δολίονες υποχώρησαν φοβισμένοι σαν τα περιστέρια που πετούν όταν δουν τα γοργοφτέρουγα γεράκια. Όλοι μαζί έτρεξαν προς τις πύλες· και σύντομα αντηχούσε ολόκληρη η πόλη από τις κραυγές των νικημένων σε αυτήν την φονική μάχη. Το χάραμα όμως και οι δύο πλευρές είδαν το μοιραίο και τραγικό λάθος που είχε συμβεί: οι Μίνυοι ήρωες άρχισαν τον θρήνο όταν αντίκρισαν τον Κύζικο, τον γιό του Αινεία, αιματοκυλισμένο να κείτεται νεκρός στο χώμα.
Αυτό το επεισόδιο με τον θάνατο του Κυζίκου που αποπνέει μια ακραία τραγικότητα είχε στον νου του ο Ρίτσος, για να το καταστήσει ως κεντρικό νοηματικό άξονα στο ποίημά του. Από τη συνολική προσέγγιση διαφαίνεται ότι θέλει να απομειώσει το επικό ύψος και να το προσαρμόσει, grosso modo, σε ανθρώπινες διαστάσεις. Η προσωπικότητα και η ολέθρια μοίρα του Κυζίκου δεν είναι το πρώτιστο ενδιαφέρον του Ρίτσου («Ως και τον Κύζικο ξεχάσαμε […]»), αλλά το μέσον για να μεταφέρει τον απόηχο αυτού του μυθολογικού επεισοδίου στη σύγχρονη πραγματικότητά του και έτσι να πληρώσει το αδιαμφισβήτητο κενό της ηρωικότητος που νιώθει ότι απειλεί την περιβάλλουσα αυτόν κοινωνία [14]. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι η ίδια η διήγηση, όπως υποδηλώνουν τα σχόλια του ακροατηρίου· στόχος του ποιητή είναι η ενεργοποίηση της ουσίας του μύθου μέσα από μια διαρκή μεταφορικότητα: το μοτίβο του ομιλούντος ξύλου, με το οποίο ολοκληρώνεται το ποίημα, συμβολίζει την Αλήθεια, την έμπνευση και το αιώνιο παράδειγμα [15]· είναι όμως επενδεδυμένο με μια essence απορίας, εάν εν τέλει δύναται να εκτελέσει την αποστολή του ως ένα θείο δώρημα για την παραμυθία του ανθρώπου έναντι της άδηλης μοίρας του («Κι ούτε κανείς μας καν αναρωτήθηκε πώς δεν τους ειδοποίησε/κείνο το ξύλο, το ιερό, απ’ το δάσος της Δωδώνης.»). Το ιερό ξύλο είναι αυταπόδεικτα σε πολλά γεγονότα ο καθοδηγητής των Αργοναυτών, αλλά κατά παράδοξο τρόπο δεν προείπε τον φόνο του Κυζίκου· στο ερμηνευτικό πλαίσιο του ποιήματος του Ρίτσου το ιερό ξύλο δεν ενεργοποιήθηκε, αλλά και το ίδιο το ακροατήριο δεν ενδιαφέρθηκε να ερωτήσει περί τούτου (έτσι εκδιώκει τον κίνδυνο της υποκειμενικότητος και ισχυροποιεί την ένταση του μηνύματος που διαχέεται μέσω του ποιήματός του· ανάγει έτσι τις απόψεις του σε ισχύ οικουμενικής περιωπής) [16]. Πρόκειται για μια έκδηλη απέκδυση του μύθου από τις μαγικές του διαστάσεις, με σκοπό την κατάκτηση της γυμνής αλλά ουσιώδους αλήθειας που ενυπάρχει στις μικρές και ασήμαντες στιγμές μας.
Συμπεράσματα
Οι αλλαγές στο εννοιολογικό πεδίο του αργοναυτικού μύθου που έχει επιφέρει ο Ρίτσος είναι τω όντι σημαντικές και κομβικές για την κατανόηση της μεθόδου με την οποίαν προσεγγίζει ο ποιητής μας την αρχαία ελληνική κληρονομιά. Το επεισόδιο του φόνου του Κυζίκου που μνημονεύεται εδώ έχει εκ νέου αναζωογονηθεί προκειμένου να ενταχθεί ο αναγνώστης στην διαχρονία των εκπεφρασμένων εννοιών του μύθου της ελληνικής γραμματειακής παράδοσης. Καίριο ρόλο διαδραματίζει εν ταυτώ το ομιλούν ακροατήριο σε όλο το ποίημα, το οποίο αποτελεί μια επιτυχή «μεταμφίεση» του ποιητή κινούμενη διακριτικώς ανάμεσα στην σφαίρα του μύθου και στην καθημερινή πραγματικότητα.
Ελέγχοντας έτσι την επισυμβάσα σημασιολογική ρευστότητα, καταρτίζει ένα νέο, δικό του διδακτικό ποίημα, θέτοντας την προσωπική του σφραγίδα στο τελικό αποτέλεσμα. Υλοποιεί με επιτυχία τον ρόλο του ως κοινωνικού ποιητού, γιατί μάς διδάσκει εμμέσως, σε ηθικολογικό επίπεδο, ότι ενίοτε οι ήσσονες μορφές είναι αυτές που προσδίδουν νόημα στην αφήγηση των ανθρωπίνων παθών. Διαλέγεται επίμονα με την προηγούμενη παράδοση για να καταδείξει ότι δεν έχει εκπλαγεί από το δυσθεώρητο εν προκειμένω επικό ύψος, που ίσως αυτό θα αναμέναμε, αλλά ότι ο ίδιος διατηρεί μέσα του τον ζωογόνο απόηχο του φωτός των Μουσών· με αυτόν τον οπλισμό αμφισβητεί κατά γόνιμο τρόπο και δημιουργεί στο εργαστήρι του, απερίσπαστος από αισθητικές και φιλοσοφικές δεσμεύσεις που άλλως θα υπονόμευαν καιρίως την καλλιτεχνική του προδιάθεση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. βλ. Αλ. Ζερβού, «Ο αρχαίος μύθος και η ‘στρατευμένη’ ποίηση του καιρού μας. Με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», στο: Δ. Κόκορης (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, ΠΕΚ [Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης], Ηράκλειο 2009, σ. 186.
2. Βλ. Γ. Ρίτσος, Μελετήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980, σ. 25.
3. Για την προσβασιμότητα στον αρχαίο μύθο από τον σύγχρονο αναγνώστη, βλ. D. Ricks, The Shade of Homer, Cambridge University 2004, σ. 177.
4. Βλ. D. Bidney, «Myth, Symbolism, and Truth», The Journal of American Folklore 68, Myth: A Symposium (Oct.-Dec., 1955), σσ. 383.
5. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης λέγει σχετικώς: «[…] ο ποιητής πρέπει να μείνει και στην ποίηση ακτήμων όσο και ο άνθρωπος στη ζωή του. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ποίηση (δηλαδή ο ποιητικός λόγος) οφείλει όχι μόνο να λαμβάνει υπόψη, αλλά και να ξοδεύει αμέσως την ατομική και συλλογική πείρα και μοίρα του ανθρώπου. Αλλιώς ο ποιητής κινδυνεύει να γίνει σαράφης (στη χειρότερη περίπτωση: τοκογλύφος) της ίδιας του της ζωής και της ζωής των συνανθρώπων του, προκειμένου να ασφαλίσει πρώτα και να εκμεταλλευτεί ύστερα από τη ζωή αυτή, για χάρη της ποίησης, ό,τι κατά κανόνα ονομάζουμε: πολύτιμα στοιχεία της. Γιατί η ποίηση, σύμφωνα με ένα άλλο μοντέλο ποιητικής, επιλέγει, τόσο στον χώρο της εμπειρίας όσο και στον χώρο της έκφρασης, μόνο τα πολύτιμα μέταλλα: ό,τι πολυτιμότερο δηλαδή ζούμε και μεταδίδουμε.». Βλ. Δ. Ν. Μαρωνίτης, Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2013, σσ. 17-18.
6. Το ποίημα εξεδόθη πρώτη φορά το 1966 και αργότερα το 1989. Η πλήρης παραπομπή είναι η εξής: Γιάννης Ρίτσος, Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1966. Επίσης, και στον συγκεντρωτικό τόμο, Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα Θ΄ (1958-1967), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1989.
7. Για τη συχνή εναλλαγή εικόνων στην ποίηση του Γ. Ρίτσου, βλ. Stephen Dobyns, «Ritsos and the Metaphysical Moment», Harvard Review 5 (1993), σ. 144.
8. Βλ. Μαρωνίτης, ό.π., σσ. 58-59.
9. Βλ. Ζερβού, «Ο αρχαίος μύθος», ό.π., σ. 193. Στο ποίημα που εξετάζεται εδώ ο «αντιήρωας» είναι ο Κύζικος. Για την προσωπικότητα του Κυζίκου και τους Αργοναύτες, βλ. Tim Stover, Epic and Empire in Vespasianic Rome: A New Reading of Valerius Flaccus’ Argonautica, Oxford 2012, σσ. 119-120.
10. Το εν λόγω ποίημα ελήφθη από την ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=623 (Πρόσβαση την 01-04-2020).
11. Απολλωνίου Ροδίου, Αργοναυτικά, Α’ 948 κ. ε. Αφού απέπλευσαν από την Κύζικο, οι Αργοναύτες αντιμετώπισαν μια σφοδρή καταιγίδα που τους οδήγησε νύχτα ξανά στο ίδιο σημείο. Αποβιβάσθηκαν χωρίς να γνωρίζουν πού ευρίσκονται. Οι ντόπιοι τούς θεώρησαν εισβολείς, τούς επιτέθηκαν και στην μάχη που ακολούθησε οι Αργοναύτες σκότωσαν τον βασιλιά Κύζικο. Για έναν σχολιασμό του επεισοδίου και της προσωπικότητος του Κυζίκου, βλ. D. N. Levin, Apollonius’ Argonautica Re-Examined: 1. The Neglected First and Second Books, Brill 2018, σσ. 94-97.
12. Το «ομιλούν ξύλο δρυός» ως μοτίβο: Βλ. Αισχ., Προμηθεύς Δεσμώτης, στ. 832, «αἱ προσήγοροι δρύες».· Επίσης, Σοφ., Τραχίνιαι, στ. 1168, «πολυγλώσσου δρυός».· Αισχ., fr. 20 (N2), «πῆ δ’ ἐστὶν Ἀργοῦς ἱρὸν αὔδασον ξύλον;».· Βλ. D. M. Nicol, «The Oracle of Dodona», Greece & Rome 5 (1958), σ. 142.
13. Βλ. David M. Gaunt, «Argo and the Gods in Apollonius Rhodius», Greece & Rome 19 (1972), σ. 117.
14. Βλ. Γ. Βελουδής, «Ο μύθος στο Ρίτσο», Νέα Εστία (1547), σ. 115.
15. Βλ. W. G. Thalmann, Apollonius of Rhodes and the Spaces of Hellenism, Oxford 2011, σσ. 97-99.
16. Βλ. Vayos Liapis, «Orestes and Nothingness: Yiannis Ritsos’ “Orestes”, Greek Tragedy, and Existentialism», International Journal of the Classical Tradition 21 (2014), σ. 150.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Bidney D., «Myth, Symbolism, and Truth», The Journal of American Folklore 68, Myth: A Symposium (Oct.-Dec., 1955), σσ. 379-392.
Dobyns St., «Ritsos and the Metaphysical Moment», Harvard Review 5 (1993), σσ. 131-147.
Gaunt D. M., «Argo and the Gods in Apollonius Rhodius», Greece & Rome 19 (1972), σ. 117-126.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/mythology/browse.html?text_id=623 (Πρόσβαση την 01-04-2020).
Levin D. N., Apollonius’ Argonautica Re-Examined: 1. The Neglected First and Second Books, Brill 2018.
Liapis V., «Orestes and Nothingness: Yiannis Ritsos’ “Orestes”, Greek Tragedy, and Existentialism», International Journal of the Classical Tradition 21 (2014), σσ. 121-158.
Nicol D. M., «The Oracle of Dodona», Greece & Rome 5 (1958), σσ. 128-143.
Ricks D., The Shade of Homer, Cambridge University 2004.
Stover T., Epic and Empire in Vespasianic Rome: A New Reading of Valerius Flaccus’ Argonautica, Oxford 2012.
Thalmann W. G., Apollonius of Rhodes and the Spaces of Hellenism, Oxford 2011.
Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης, εκδ. LOEB.
Απολλωνίου Ροδίου, Αργοναυτικά, εκδ. LOEB.
Βελουδής Γ., « «Ο μύθος στο Ρίτσο», Νέα Εστία 1547 (1991), σσ. 113-116.
Ζερβού Αλ., «Ο αρχαίος μύθος και η ‘στρατευμένη’ ποίηση του καιρού μας. Με αναφορές στο έργο του Γιάννη Ρίτσου», στο: Δ. Κόκορης (επιμ.), Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου, ΠΕΚ [Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης], Ηράκλειο 2009, σσ. 183-199.
Μαρωνίτης Δ. Ν., Γιάννης Ρίτσος, Μελετήματα, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 2013.
Ρίτσος Γ., Μαρτυρίες, Σειρά δεύτερη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1966.
________, Μελετήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1980.
________, Ποιήματα Θ΄ (1958-1967), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1989.
Σοφοκλέους, Τραχίνιαι, εκδ. LOEB.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]