Όταν ήμουν μικρή και έγραφα έκθεση για τις διακοπές του Πάσχα, αισθανόμουν δυσφορία, αν και γενικά έγραφα καλές εκθέσεις. Το πρόβλημα ήταν αλλού. Ήμουν συνήθως η μόνη στην τάξη που, όταν θα διαβάζαμε φωναχτά τις εκθέσεις μας, δεν θα περιέγραφα πραγματικά το χωριό μου και το σπίτι της οικογένειας εκεί. «Τι θα γράψω;» ρωτούσα με αγωνία τη μητέρα μου. «Φαντάσου», μου έλεγε, «δεν είναι ανάγκη αυτά που γράφεις στην έκθεση να είναι πάντα αληθινά. Αρκεί να φαίνονται αληθινά». Τα γραπτά μας μπορεί να ψεύδονται; Μου φάνηκε περίεργο. Ωστόσο, ακολούθησα τη συμβουλή της. Καθώς, λοιπόν, δεν είχα ποτέ επισκεφθεί το χωριό της μητέρας μου αλλά είχα επισκεφθεί τη Δράμα, όπου η γιαγιά μου είχε εγκατασταθεί μετά τον θάνατο του παππού, αποφάσισα ότι αυτό θα ήταν σε γενικές γραμμές το σκηνικό μου. Χωριό δεν ήταν ακριβώς αλλά σίγουρα ήταν ένας τόπος λιγότερο αστικός για τις εκθέσεις μου με θέμα: «πώς πέρασα τις διακοπές του Πάσχα». Εξάλλου είχα απαλλαγεί και από τη μομφή του ψεύδους για την πλασματική μου αφήγηση.
Βέβαια, δεν χρειαζόταν να επινοήσω τα πάντα εξαρχής. Το σπίτι όπου υποτίθεται θα περνούσα τις εορταστικές διακοπές, το γνώριζα καλά, καθώς σε άσχετα χρονικά διαστήματα πηγαίναμε εκεί για να επισκεφτούμε τη γιαγιά μου. Μέσα σε αυτό το σπίτι τίποτε νέο δεν ανέπνεε, καθώς ήταν φορτωμένο με παλιά αντικείμενα που μου άρεσε να ανακαλύπτω. Το καθένα είχε τη δική του ιστορία. Κανάτες κρυστάλλινες, φλιτζανάκια του καφέ, κουταλάκια, ρολόγια παλιά, βραχιόλια και άλλα κοσμήματα της γιαγιάς, παλιές φωτογραφίες με ξεθωριασμένα πρόσωπα, κάποιες μισοσχισμένες, τραβηγμένες κάπου μεταξύ 1920 και 1930 σε φωτογραφεία με διάκοσμο ρομαντικό, με ανθοστήλες και κορίτσια πλάι τους να ποζάρουν αυτάρεσκα, αγγίζοντας απαλά τα ψεύτικα άνθη.
Οι εικονιζόμενοι, είχαν πεθάνει πλέον τόσα χρόνια πριν, που δύσκολα πίστευα ότι υπήρξαν, ότι ήταν κάποτε κι αυτοί νέοι, με όλη τη ζωή μπροστά τους. Συγγενείς ξεχασμένοι και άγνωστοι. Mόνον η μνήμη των κυττάρων μου έχει απομείνει από αυτούς τους τρυφερούς νέους και νέες και εξαιτίας της μια αμυδρή ομοιότητα. Παρά τη δυσπιστία μου για την αληθινή τους ύπαρξη, άκουγα με ηδονή το βιογραφικό τους αλλά και την ιστορία των αντικειμένων τους που η γιαγιά αφηγούνταν τόσο ζωντανά και με κάθε λεπτομέρεια, στήνοντας μπροστά στα μάτια μου σκηνές από τη ζωή της μαζί τους. Ταξίδευα κι εγώ στο παρελθόν της, έμπαινα στα σπίτια αυτών των μακρινών και αγνώστων προγόνων, στις σάλες τους με τα βελούδινα σαλόνια, τα βάζα με τα λουλούδια, τις πορσελάνινες σόμπες, τα χειροποίητα χάλια, τα ντουλάπια γεμάτα με τα γλυκά του κουταλιού. Σκεφτόμουν πως ίσως τελικά να ήταν κι αυτοί πραγματικοί άνθρωποι που έτρωγαν, μιλούσαν, γελούσαν, ερωτεύονταν. Τώρα δεν ήταν παρά χλωμές μορφές σε φωτογραφίες. Μοναδικά αποδεικτικά της ύπαρξής τους είχαν απομείνει αυτά τα ευτελή αντικείμενα, τα σερβίτσια και τα κουταλάκια και τα βραχιόλια και τα ρολόγια τους και κυρίως η αφήγηση της γιαγιάς μου που τα έβαζε ξανά στα τραπέζια, στα χέρια και στις τσέπες τους και τους καλούσε για λίγο έτσι στον επάνω κόσμο.
Συνήθως οι αφηγήσεις της διακόπτονταν απότομα από την κραυγή της για το φαγητό που παρ’ ολίγον θα καιγόταν ή για την πίτα που άφησε στη μέση και πότε θα τρώγαμε αφού ξεχαστήκαμε με τη συζήτηση. Οι φωτογραφίες ξαναέμπαιναν στα συρτάρια, τα αντικείμενα στην τωρινή θέση τους και οι αχνοί ακροατές μας επέστρεφαν κι αυτοί στα δικά τους σκοτεινά ενδιαιτήματα.
Σε αντίθεση με τους ανθρώπους που όλοι αδιακρίτως κάποια στιγμή χάνονται, τα αντικείμενά τους ενίοτε επιβιώνουν στον χρόνο και τη μακροβιότητά τους κανείς δεν μπορεί εκ των προτέρων να υποψιαστεί. Γιατί αρκετές φορές διασώζονται και μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη, παρόλο που ούτε αισθητική ούτε υλική αξία σπουδαία διαθέτουν. Μεταξύ αυτών των λαθρεπιβατών στην αμαξοστοιχία του χρόνου ήταν στο σπίτι της γιαγιάς μου και μια μικρή ξύλινη κλεψύδρα. Μισοσπασμένη. Στις δυο απολήξεις της είχε δυο κεφαλάκια παιδικά που χαμογελούσαν. Το ένα με κόκκινο καπέλο και το άλλο με μπλε. Τα ξύλινα κεφαλάκια συνδεόταν μεταξύ τους με τέσσερις ξύλινες ράβδους που συγκρατούσαν το γυάλινο δοχείο με τη λευκή σκόνη. Όταν αναποδογύριζες την κλεψύδρα πάντα έβλεπες να σε κοιτά ένα γελαστό προσωπάκι. Αυτή η παιδική κλεψύδρα ήταν της γιαγιάς, όταν ήταν παιδί και μου τη χάρισε όταν ήμουν κι εγώ παιδί και έκανα τις ανασκαφές μου στα συρτάρια και στα μπαούλα της. Είχε ξεχάσει την ύπαρξή της. «Τη θέλω γιαγιά» είπα. «Πάρτην παιδί μου» απάντησε αμέσως. Αυτή μέτρησε τις μέρες της. Γέρασε μέσα στο σπίτι της γιαγιάς μαζί της αλλά δεν πέθανε, όταν εκείνη πέθανε.
Με συντρόφευε στα μαθητικά μου χρόνια, πάνω στο γραφείο μου, όταν έγραφα τις εκθέσεις μου και στα φοιτητικά χρόνια τις εργασίες μου και αργότερα τα γραπτά μου που δεν έλεγαν για πράγματα αληθινά αλλά για πράγματα σαν να ήταν αληθινά. Επεβίωνε με τρόπο μαγικό, παρά το πέρασμα των χρόνων, τις μετακομίσεις, τις ανακαινίσεις, τις αλλαγές των επίπλων, τις εκκαθαρίσεις παλαιών και άχρηστων αντικειμένων. Αυτή πάντα εκεί. Σε κάποιο συρτάρι, σε κάποιο κουτί. Μια ευχάριστη έκπληξη. Να η κλεψύδρα της γιαγιάς! Ακόμη κι όταν μια παιδική φίλη μού την πήρε γιατί πολύ της είχε αρέσει, μετά από λίγο καιρό η κλεψύδρα πάλι βρέθηκε στο σπίτι μου. Μου την έφερε πίσω η φίλη μου ή ήρθε από μόνη της, δεν ξέρω.
Η κλεψύδρα αυτή στέκεται πλέον με δυσκολία από τις λαβωματιές του χρόνου και η άσπρη σκονίτσα της έχει σταματήσει να κυλά. Αυτή η γιαγιά κλεψύδρα με τα δύο γελαστά γερασμένα προσωπάκια της, το κόκκινο και το μπλε, σταματά τον αδυσώπητο χρόνο και μου αφηγείται και τώρα που μεγάλωσα τις ωραίες ιστορίες της για παλαιά πράγματα και πρόσωπα που είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ αλλά τα κάνει να φαίνονται αληθινά.
29.3.2020
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Béla Tarr. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]