Μετάφραση: Κωνσταντίνος Μούσσας
Μια φορά κι έναν καιρό πριν από πολλά χρόνια, όταν τα βουνά ήταν ψηλότερα από ό,τι είναι σήμερα, και λευκά μονοπάτια σαν ζάχαρη διέσχιζαν τις πλαγιές τους, όταν οι άγγελοι συνήθιζαν ακόμα να επισκέπτονται τη γη, υπήρχε μια χώρα φτιαγμένη από πλεγμένη ζάχαρη, που ονομάζονταν ακριβώς, Ζαχαρόχωρα. Στη χώρα της πλεγμένης ζάχαρης, τα σπιτάκια έμοιαζαν με εκείνο της γριάς στρίγγλας που είχαν επισκεφτεί ο Xένσελ και ο Γκρέτελ, μόνο που στα σπιτάκια αυτά από γλυκά, δεν ζούσαν πια κακές μάγισσες, αλλά, όπως είναι φυσικό στις μέρες μας, νάνοι με ευγενική καρδιά. Μόνο μια πόρτα σε ένα σπιτάκι έμενε πάντα κλειστή: ο ιδιοκτήτης του ήταν ο Χανς, δεν έβγαινε ποτέ και γύρω από το σπίτι του αναδυόταν μια μυρωδιά πραγματικά άσχημη.
Παρότι ήταν ευγενικοί, οι νάνοι της Ζαχαρόχωρας, δεν συμπαθούσαν τον Χανς αν και δεν ήξεραν τον λόγο.
Με δεδομένο ότι ο Χανς δεν έβγαινε ποτέ από το σπίτι του, οι νάνοι, όπως όλοι οι νάνοι, φαντάζονταν διάφορα για αυτόν… Στο τέλος οι κακές ιστορίες για τον νάνο ήταν τόσες, που κι ο ίδιος ο κακόμοιρος άρχισε να τις πιστεύει.
Ο Χανς πίστευε πράγματι ότι ήταν άξεστος, τρελός, ότι στα αλήθεια πίστευε σε κάποια «μυστική θρησκεία» διότι έτσι έλεγαν οι άλλοι νάνοι…
Το μοναδικό του ελάττωμα ήταν, αντίθετα, ότι δεν αγαπούσε πολύ τους όμοιους του.
Πιο πολύ από καθετί στον κόσμο αγαπούσε τη χρυσή χήνα του, που κρατούσε κλεισμένη στο σπιτάκι του, σε ένα κλουβί γεμάτο άμμο. (Ήταν πραγματικά ένα ξεχωριστό είδος χρυσής χήνας).
Στο μικρό σπίτι του, δεν επέτρεπε να μπει κανείς και ούτε κι ο ίδιος έβγαινε ποτέ από κει διότι φοβόταν μήπως οι άλλοι νάνοι του έκλεβαν την χήνα και δεν είχε μετά κάτι να αγαπάει.
Έτσι ο Χανς για να προφυλάξει τη χήνα του, ακόμα κι από τα βλέμματα των άλλων, ζήτησε βοήθεια από μια νεράιδα, από εκείνες που είναι μισοκαλές- μισοκακές.
Αυτή, όπως κάνουν οι νεράιδες έκανε ένα μαγικό στο σπιτάκι του Χάνς, ώστε μια απαίσια μυρωδιά να απομακρύνει τους πιθανούς φίλους και να προστατεύει τη χήνα.
Κάθε χρόνο στη Ζαχαρόχωρα γιορταζόταν η «Ημέρα των γλυκών», των γέλιων και της πλεγμένης ζάχαρης. Στη γιορτή είχαν προσκληθεί οι νεράιδες καθεμία από τις οποίες χάριζε στη Ζαχαρόχωρα ένα δώρο, όπως οι νεράιδες της Rosaspina, μόνο που τα δώρα αυτών των νεράιδων, ήταν φτιαγμένα αποκλειστικά από πανάκριβα υλικά.
Όπως σε κάθε παραμύθι, η τελευταία από τις νεράιδες ήταν διαφορετική, πιο ευγενής και πιο καλή από τις άλλες. Γι’ αυτό την ονόμαζαν «η καλή νεράιδα». Αγαπούσε ειλικρινά τους κάτοικους της Ζαχαρόχωρας και γι’ αυτό αποφάσισε να δωρίσει κάτι ξεχωριστό, ειδικά για την «Ημέρα των γλυκών», των γέλιων και της πλεγμένης ζάχαρης. Ήταν μια νεράιδα πολύ πρωτότυπη. Υποσχέθηκε ότι θα τους δώριζε μακροζωία, γεμάτη ευτυχία και ευημερία. Όμως επειδή μια ζωή, γεμάτη ευτυχία και ευημερία δεν είναι μικρό πράγμα και παρότι ήταν καλή, ζήτησε κάτι σε αντάλλαγμα. Και όχι οτιδήποτε. Ζήτησε από τον κάθε νάνο ό,τι πιο πολύτιμο είχε ο καθένας.
Όλοι άρχισαν να φέρνουν τις αγαπημένες τους σοκολατένιες τούρτες, γλυκά, γλειφιτζούρια σε χρυσά μπαστουνάκια, λουλούδια και παιχνίδια… Η νεράιδα γνώριζε ότι οι νάνοι δώριζαν πραγματικά ό,τι είχαν πιο ακριβό, και έτσι ήταν ικανοποιημένη και έτοιμη να τηρήσει το δικό της μέρος της συμφωνίας, που όμως είχε έναν όρο: όλοι οι νάνοι θα έπρεπε να παραδώσουν ό,τι είχαν πιο πολύτιμο. Ένας από τους νάνους ούτε που βγήκε από το δύσοσμο σπιτάκι του. Επρόκειτο για τον Χανς. Καθόταν δίπλα στο κλουβί με την άμμο. Εκείνον δεν τον ενδιέφερε να ζήσει πολλά χρόνια, ευτυχισμένα και άνετα. Τον ενδιέφερε μόνο να κρατήσει τη χήνα του, όχι γιατί ήταν χρυσή ή ήταν ιδιαίτερη, αλλά γιατί ήταν δική του, και την αγαπούσε πραγματικά.
Όταν οι νάνοι κατάλαβαν ότι ο Χανς δεν είχε καμία πρόθεση να βγει, χτύπησαν την πόρτα κι άρχισαν να τον παρακαλούν σαν φίλο, αδερφό και νάνο, να δώσει στην Καλή Νεράιδα το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε, ικετεύοντάς τον και υποσχόμενοι ότι θα του ήταν ευγνώμονες για πάντα.
Ο Χάνς τότε ξέχασε όλες τις άσχημες ιστορίες για το πώς ήταν ή πώς θα έπρεπε να είναι. Βγήκε από το σπιτάκι του και κλαίγοντας έφερε τη χρυσή χήνα. Η νεράιδα έμεινε τόσο έκπληκτη που η χήνα κατάφερε να το σκάσει. Πίσω της έμειναν μόνο τα χνάρια στην άμμο. Ακόμα και σήμερα κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται…Η Καλή Νεράιδα μάταια την αναζητά. Οι κάτοικοι της Ζαχαρόχωρας έλαβαν ως δώρο μια ζωή γεμάτη ευτυχία και ευημερία.
Και ο Χανς; Έγινε απίστευτα ευτυχισμένος. Πήρε στ’ αλήθεια το σπουδαιότερο δώρο: μια χώρα γεμάτοι φίλους…
Άλλαξε σπίτι, διότι η δυσοσμία δεν γίνονταν να εξαφανιστεί. Η πόρτα στο καινούργιο του σπιτάκι έμενε πάντα ανοικτή. Κάποιος είπε ότι την άφηνε έτσι, για να μπορεί να υποδέχεται τους φίλους, αλλά στην πραγματικότητα ο Χάνς ήταν πεπεισμένος ότι η χήνα του μια μέρα θα επέστρεφε…
Κι έτσι και πάλι έζησαν όλοι ευτυχισμένοι, ως την επόμενη φορά, όταν η χρυσή χήνα θα επέστρεφε στη Ζαχαρόχωρα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η ζωγραφιά είναι της Θέντα Μιμηλάκη από την εικονογράφηση του Θαυμαστού ταξιδιού του Νιλς Χόλγκερσον. Οι ιστορίες της Μίλα Παβίσεβιτς (Ευρωπαϊκό Βραβείο λογοτεχνίας) θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Βακχικόν. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης του περιοδικού μας εδώ.]