frear

Για το βιβλίο του Βασίλη Παπαδόπουλου «Διπλωματία και Ποίηση. Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη» – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Η ελληνική Διπλωματία έχει πολλούς και καλούς λογοτέχνες στους κόλπους της, με κορυφαίο τον τιμημένο με το Βραβείο Νόμπελ Γιώργο Σεφέρη. Ωστόσο, και ο συγγραφέας του παρόντος τόμου Βασίλης Παπαδόπουλος έχει διπλή την ιδιότητα: είναι λογοτέχνης και πρέσβης. Στη συγγραφή του βιβλίου με τον τίτλο Διπλωματία και Ποίηση, Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη (Εκδ. Ίκαρος, 2019), προέβη, γιατί διαπίστωσε ότι, ενώ για τον ποιητή Σεφέρη έχουν γραφτεί πολλές μελέτες, για τον διπλωμάτη Σεφέρη δεν έχουν, παρόλο που η μία ιδιότητα επηρέαζε την άλλη.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με την προσωπογραφία του ποιητή και στο δεύτερο μέρος με την προσωπογραφία του διπλωμάτη. Σε ένα τρίτο μέρος θα δείξει πώς η διπλωματική ιδιότητα «έδινε έμπνευση στην ποίηση και καλλιεργούσε την πάλη με τη γλώσσα», καθώς και τη γλώσσα στο διπλωματικό επίπεδο. Ο συγγραφέας θα διεξέλθει όλο το έργο του ποιητή-διπλωμάτη και θα επισημάνει πολλά διπλωματικά κείμενα αξιοπρόσεκτα, τα οποία θα παραθέσει στο τέταρτο μέρος του βιβλίου.

«Η ποίηση χρειάζεται αυτί. Ή την ακούς ή όχι. Δεν εξηγείται με τη λογική», έγραφε στις Δοκιμές Α΄, σελ. 32-34 και 53-54 ο Σεφέρης και μας το θυμίζει ο Παπαδόπουλος. Προσθέτω κι εκείνο το «Ο … είναι ανόητος δεν έχει αυτί» στις Μέρες. Γιατί τον ποιητή τον απασχολεί ο ρυθμός της φράσης πρωτίστως.

Ο συγγραφέας παρακολουθεί τον Σεφέρη από τη Σμύρνη στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και πάλι στην Αθήνα. Αντιλαμβάνεται την πληγή του, ήτοι την απώλεια της ιδιαίτερης πατρίδας του, την Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη, αφού η Μικρασιατική Καταστροφή τον άφησε «χωρίς τη δυνατότητα νόστου», γεγονός που τον επηρέασε περισσότερο από κάθε άλλο. Ο στοχασμός του ωριμάζει, ο χαρακτήρας του αλλάζει, η εσωστρέφεια γίνεται χαρακτηριστικό του. «Φριχτά μελαχγολική φύση», αυτοχαρακτηρίζεται και καταγράφει στο Ημερολόγιό του γενικώς ό,τι τον δυσαρεστεί: ο υπέρμετρος συναισθηματισμός, ο στόμφος του Καζαντζάκη και του Σικελιανού, ο Καβάφης στην αρχή. Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα φέρνει ταραχή, η κριτική διχάζεται, ο Παλαμάς θέλει «κλειδί» και δεν το βρίσκει, όσο για την Στροφή , αυτή δεν σηματοδοτεί μια στροφή στην ποίηση αλλά στην ψυχή του, στην αναζήτηση «νέων εκφραστικών τρόπων, ιδίως συμβολικών». Χαρακτηριστικά, μας λέει πως «τον Σεφέρη πρώτα τον ακούς, τον Ελύτη πρώτα τον βλέπεις, τον Καβάφη πρώτα τον σκέπτεσαι». Για τον Σεφέρη εκείνο που έχει σημασία δεν είναι τόσο «το λογικό νόημα», όσο η «ποιητική η αξία», η οποία δεν σχετίζεται κατ’ ανάγκην με το νόημα.

 

Ο πρέσβης Παπαδόπουλος παρακολουθεί όλη την ποιητική πορεία του πρέσβη Σεφέρη, μέσα από τα ποικίλα γραπτά του, για να φτάσει στο πώς η ποιητική ιδιότητα μπολιάζεται από τη διπλωματική, εφόσον «τα δύο επαγγέλματα συγκλίνουν, βασισμένα στα προσόντα της σύνταξης κειμένων». Τα παραδείγματα επιφανών διπλωματών λογοτεχνών που μας παραθέτει είναι πολλά. Για τον Stendhal γράφει ότι άφησε ημιτελές το τελευταίο έργο του για να μη βάλει σε κίνδυνο την καριέρα του. Οι υπερρεαλιστές ποιητές βλέπουν το ασύμβατο, όταν ρωτούν τον Paul Claudel «πώς είναι δυνατόν να είσαι ποιητής και ταυτόχρονα Πρέσβης της Γαλλίας». Αργότερα ο Aristide Briand είπε με απορία στον Alexis Léger, γνωστό ως Saint John Perse, «mais c’ est un poète» (Μα αυτός είναι ποιητής!) και εκείνος απάντησε: στη δουλειά του είναι «comme un administrateur du XVIII siècle» (όπως ένας κυβερνήτης του 18ου αιώνα). Και ο Σεφέρης σχολιάζει: «Αυτό που σκέφτηκα τόσο συχνά. Ο πραγματικός ποιητής ξέρει να χωρίσει την ποίηση από την πραγματική δουλειάˑ δεν τα μπερδεύει όπως τόσο καταστρεπτικά τόσοι άλλοι». Ωστόσο, οι δύο ρόλοι συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται, αλληλοσυγκρούονται, αλληλοσυμπληρώνονται.

Ο Γάλλος φιλόλογος και φιλόσοφος Henri Brémond θεωρεί την έμπνευση αποτέλεσμα εμπειρίας και μακράς διεργασίας του νου με το θέμα που τον απασχολεί, οπότε κάποια στιγμή βρίσκει τη λύση. Τα παραδείγματα πρέσβεων που έγραψαν σημαντικά έργα είναι πολλά. Ο Μακιαβέλι πρέσβης της Φλωρεντίας, ο Jean Giraudoux, o Jorge Carrera, o Octavio Paz και πολλοί άλλοι, διαμόρφωσαν το έργο τους από την διπλωματική τους εμπειρία, καθώς και μη διπλωμάτες που έζησαν πολύ στο εξωτερικό, όπως ο André Malraux στη Σαγκάη. Ο άνθρωπος διαμορφώνει το γνώθι σ’ αυτόν από την επαφή με τους άλλους λαούς. Και οι εμπειρίες προκύπτουν από τα ταξίδια στο εξωτερικό, τη γνωριμία τόπων, την τριβή με τους άλλους ανθρώπους στον χώρο της εργασίας, από τη διεθνή διπλωματία, το διεθνές δίκαιο, τις διεθνείς σχέσεις.

Ο Σεφέρης γνώρισε από κοντά τις ΗΠΑ, το Κυπριακό, το Ιράκ, τη Συρία, το Μεσανατολικό και, γενικά, σκέφτεται με «τα μέτρα του Ελληνισμού», την Ύβριν και την Άτη. Ο Παπαδόπουλος βρίσκει ότι ο Σεφέρης είναι «μια σύγχρονη ενσάρκωση του Οδυσσέα και ότι η απόσταση από την πατρίδα τον κάνει να βλέπει καλύτερα, όχι «από τη σκοπιά του Ελλαδικού, αλλά από τη σκοπιά του Έλληνα που έγινε πολίτης της οικουμένης», όπως υποστηρίζει και ο Γιάννης Κιουρτσάκης.

Από τη βαθιά διεργασία όλων αυτών των εμπειριών και γνώσεων θα προκύψει το έργο, το οποίο μετά από πολύ κόπο θα γραφτεί στη λευκή κόλλα (σκληρό καθρέφτη, όπως έλεγε ο ποιητής). Ο συγγραφέας θα κάνει πλατιά αναφορά σε επιστήμονες και θα περάσει στα πεδία της Ψυχανάλυσης με τον Jung που υποστηρίζει ότι το έργο «Περιέχει τους σπόρους των μελλοντικών συνειδητών σκέψεων». Όλα όσα περιμένουμε να γίνουν αύριο «βρίσκονται ασυνείδητα στο παρόν μας», πράγμα που υποστήριζε και ο Σεφέρης χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι είχε υπόψιν του τις απόψεις των ψυχαναλυτών, διότι «Όλα τα ποιήματα, γραμμένα ή άγραφα, υπάρχουν», έλεγε, και «Η ιδιαίτερη ικανότητα του ποιητή είναι ότι τα βλέπει. Γι’ αυτό καμιά φορά οι ποιητές ονομάζονται οραματιστές (seers)». Και βέβαια αυτή η αίσθηση είχε διατυπωθεί και από τον Rimbaud, αλλά και πολύ πριν από τον Μιχαήλ Άγγελο, ο οποίος έβλεπε σε έναν πέτρινο όγκο ένα άγαλμα που περιμένει να το ανακαλύψει ο καλλιτέχνης.

Το βιβλίο θα ολοκληρωθεί με τα υπηρεσιακά έγγραφα που φέρουν την υπογραφή του ποιητή –διπλωμάτη σε χειρόγραφη και δακτυλόγραφη μορφή. Τα έγγραφα αυτά, γραμμένα σε άπταιστη καθαρεύουσα, αναφέρονται σε υπηρεσιακά θέματα, ανάμεσα στα οποία είναι και η απονομή του Χρυσού Σταυρού του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου του Α΄στον Μένη Κουμανταρέα, ο εντοιχισμός πλάκας αναμνηστικής στο νεκροταφείο του Keddington, όπου είναι θαμμένος ο Ανδρέας Κάλβος, η μεταφορά των οστών του Κάλβου και της συζύγου του στις 17-3-1960 στη Ζάκυνθο, το τρισάγιο προ της μετακομιδής, το αίτημα αποστολής εξόδων και άλλα θέματα της γραφειοκρατίας.

Ο Βασίλης Παπαδόπουλος έγραψε ένα βιβλίο με γνώση, νηφαλιότητα, σεβασμό και αγάπη για το έργο του ομοτέχνου και μεγάλου ποιητή που τίμησε την Ελληνική Γλώσσα και την Ελλάδα με το πρώτο Νόμπελ. Όπως θα έλεγε και ο Γιώργος Σεφέρης, έκανε μία τίμια δουλειά.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη