Ανακατεύοντας την τράπουλα των πεποιθήσεών μας
Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδόσεις Οκτάνα, 2019.
Το Σύμπαν που νομίζετε ότι γνωρίζετε
είναι η μάσκα της μοναξιάς∙
τελείτε υπό το κράτος επιδημικών αξιών:
της νεύρωσης του Έρωτα, της νεύρωσης της τέχνης,
της νεύρωση τη πίστης σε έναν θεό.
Francis Picabia
Οι εκδόσεις Οκτάνα σύστησαν πρόσφατα στο ελληνικό κοινό ένα ιδιαίτερο κείμενο με ιδιαίτερο τρόπο: τον Ιησού Χριστό Ραστακουέρο του Φράνσις Πικαμπιά (1879-1953) που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1920. Στην ελληνική του εκδοχή, αντί ενός εισαγωγικού σημειώματος για το συγκεκριμένο έργο και τη θέση του στο ρεύμα του dada, επελέγη ολόκληρη η έκδοση να ανασυστήσει τη ντανταϊστική αισθητική και τυπογραφία, καινοτομία που υπογραμμίζεται ευφάνταστα με το πρωτότυπο εικαστικό της Εύης Τσακνιά η οποία ανασυνέθεσε ελεύθερα εικαστικά μοτίβα του ίδιου του Πικαμπιά. Σε αυτό το πλαίσιο, η μία και μοναδική φράση του οπισθοφύλλου «Ένας αιώνας dada», σημειώνει όντως τη χρονολογική επέτειο αλλά ταυτόχρονα μάς καλεί να ξανασκεφτούμε τη συγκυρία γένεσης του κινήματος και τα απότοκά του στην τέχνη –ίσως, να είναι και ένα λακωνικό σχόλιο για την ιστορία ενός αιώνα που αποδείχθηκε πιο «τρελός και ξέφρενος» από τη ντανταϊστική «τρέλα».
Αναμφίβολα ο Πικαμπιά, ζωγράφος πρωτίστως και ποιητής, εστέτ και δανδής μετά την απόσχισή του από την πρώιμη ομάδα του Μπρετόν, είναι μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας του dada (αρχικά της Ζυρίχης), ο οποίος τάχθηκε συστηματικά κατά των κυρίαρχων μορφών τέχνης και λογοτεχνίας. Το κίνημα αναδύθηκε ως κραυγή απόγνωσης και αντίδρασης ενάντια στον παραλογισμό του Μεγάλου πολέμου στο ουδέτερο έδαφος της Ελβετίας, διήρκησε λίγα χρόνια αλλά δημιούργησε πολλές εκρηκτικές εστίες κυρίως σε Γερμανία, Γαλλία και Αμερική. «Ο Ντανταϊσμός ήταν μια πνευματική ανταρσία σε μια εποχή που πνιγόταν μέσα στα δεσμά μιας αφόρητης τυραννίας», γράφει ο Εμπειρίκος στην εμβληματική του διάλεξη του ’35.
Στο σύντομο αυτό κείμενο με το ιδιότυπο υποδόριο χιούμορ, ο Πικαμπιά αναστοχάζεται (φτάνοντας ενίοτε να χλευάζει) τις καταστατικές αρχές του δυτικού πολιτισμού, τις κυρίαρχες δομές της σκέψης μας και αφήνεται στη συνειρμική γραφή του ιδιότυπου λυρισμού του. Πώς να ζήσει, πώς και γιατί να γράψει όταν αισθάνεται φυλακισμένος στα στεγανά ενός κόσμου που ελέγχει το φαντασιακό μας; Ενός κόσμου που παρουσιάζει το τεχνηέντως επινοημένο ως αυτονόητη πραγματικότητα, ως αδιαμφισβήτητη κανονικότητα που κατευθύνει το παρόν και ορίζει το μέλλον των ανθρώπων; «Πραγματικά, δεν ξέρω γιατί, και ελπίζω να μην το μάθω ποτέ», απαντά σιβυλλικά ο Πικαμπιά και υπερθεματίζει: εξάλλου «το κεφάλι μας είναι στρογγυλό για να επιτρέπει στη σκέψη να αλλάζει κατεύθυνση».
Και γιατί διαβάζουμε τον Πικαμπιά σήμερα; Επειδή θέλγει ο αφοριστικός σκεπτικισμός της σκέψης του και ο κυνισμός της αμφιβολίας του, επειδή καταδικάζει την ομοιομορφία της ενιαίας σκέψης, επινοεί την τέχνη εκ του μηδενός και προσδίδει νέες σημασίες και νοήματα στον κόσμο. Πολέμιος της πολιτικής ορθότητας και ανατρεπτικός, αιρετικός και βλάσφημος, ο Πικαμπιά περιγελάμε κυνική αυθάδεια τις κυρίαρχες αξίες και συμβάσεις, την αστική ηθική, την υπερτροφία του ορθολογισμού: «Οι σκέψεις σας, αγαπητές αναγνώστριες, είναι αντί-λόγος ή αντί-αλήθεια, παραμένουν συμβάσεις σε ένα απόλυτο που δεν είναι ακόμη τίποτε παραπάνω από σύμβαση». Ο Πικαμπιά, στο Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, καλεί τον αναγνώστη (και δη τις αναγνώστριες, μια και το βιβλίο είναι αφιερωμένο «σε όλα τα νεαρά κορίτσια») να φτιάξει «τη ζωή του όπως φτιάχνει το όνειρό του», στις παρυφές του αδύνατου, όπου θα εξορκίσει την απόγνωση και θα επανενώσει τη ζωή με το πάθος για ζωή. Γι’ αυτόν τον λόγο τον προ(σ)καλεί να επινοήσει νέες δυνατότητες ζωής, εφόσον η σκέψη ξεπερνά τα όρια που της ορίζει η ζωή.
Για τον Πικαμπιά ο έλεγχος της τέχνης ισοδυναμεί με κοινωνικό έλεγχο, με έλεγχο της συνείδησης. Γι’ αυτόν τον «καλλιτέχνη κάθε είδους», όπως αυτοαποκαλείται, η τέχνη και ο λόγος δεν συνίστανται στην αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου, αλλά στην ικανότητά τους να δίνουν υπόσταση σε ένα συγκινησιακό γεγονός, να δίνουν μορφή στην πλαστική πραγματικότητα του ψυχικού βίου.
Το προσβλητικό του ύφος, ο ανίερος τόνος της γραφής του, ο σαρκασμός και η λοιδορία ως εκφραστικές τεχνικές απελευθερώνουν την εκφορά του λόγου του από το συμβατικό νόημα. Η ποιητική πρόζα στον Ιησού Χριστό Ραστακουέρο παραπέμπει στην αυτόματη ροή του ασυνειδήτου: δεν είναι τυχαίο που ο Μπρετόν αναγνώρισε τον Πικαμπιά ως πρόδρομο της αυτόματης γραφής. Αποτελεί ύμνο στην ελευθερία του δημιουργού, στην απελευθέρωση από την κηδεμονία της λογικής. Προφανώς η αμφισημία του λόγου του, η αντίστασή του στην ερμηνεία είναι συμβατή με την πεποίθησή του ότι «πρέπει να είμαστε νομάδες, να διασχίζουμε τις ιδέες όπως διασχίζουμε τις χώρες και τις πόλεις». Ο Πικαμπιά επιδίδεται συστηματικά στην αποδραματοποίηση του θρησκευτικού στοιχείου και την αποκαθήλωση των αστικών αξιών και θεσμών, γιατί θεωρεί ότι αποτελούν συμπτώματα του απατηλού νοήματος που προσδίδουμε στον κόσμο εντός του οποίου συγκροτείται η ταυτότητά μας.
Στο έργο του στρέφεται εναντίον του ασκητικού ιδεώδους και του θρησκευτικού καθήκοντος που μετέτρεψαν τον άνθρωπο σε εχθρό του εαυτού του και τον αποξένωσαν από τη φύση του. Ο Πικαμπιά γράφει πως «δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να αρέσει σε όλη τη ζωή, εκτός από τη ζωή την ίδια», για να εξυμνήσει τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου, τη φθαρτότητα της ύπαρξης στον αντίποδα του οιουδήποτε ιδεαλισμού. Εξάλλου, «ο Θεός […] είναι τόσο απίθανος όσο και η θεία πρόνοια ή το πεπρωμένο». Μια τέτοια αισθητική στάση ζωής δεν έχει ως αποτέλεσμα μόνο την αμφισβήτηση του όρου αλήθεια, αλλά και ό,τι συνεπάγεται αυτό για την τέχνη, την ηθική, τη ζωή και την κοινωνία: «φανταστείτε ότι δεν υπάρχει αύριο, ότι η ζωή είναι σήμερα και το σήμερα δεν υπάρχει». Συνάμα ξεσπά σε ένα απονενοημένο γέλιο που αντανακλά την τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Χάρη στην αδιάρρηκτη σχέση τους με την ανθρώπινη ζωή, το γέλιο και ο ερωτισμός αποτελούν την πλήρη συγκατάθεση στην ολότητα της ζωής και του θανάτου, αποκαλύπτοντας μέσα από την ένταση των αισθήσεων και των συναισθημάτων την υπαρξιακή μας γύμνια. «Έχω βρει το καινούργιο γέλιο», διατείνεται ο Πικαμπιά, και «ο Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος με κάνει να θέλω να βάλω τα γέλια!».
Η αποστολή της αναστοχαστικής γραφής έγκειται στον κλονισμό των βεβαιοτήτων και τη συμφιλίωση του ανθρώπου με ό,τι τον ξεπερνά: η γραφή του Πικαμπιά, χάρη στο ευφάνταστο λογοτεχνικό alter ego του μπαγαπόντη rastacuero, αναδύεται ανησυχαστικά μέσα από τα ανθισμένα ερείπια της σπαρασσόμενης Ευρώπης.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]