Την χτύπησε. Μες στο μεσημέρι σηκώθηκε και την χτύπησε. Εκείνη καθόταν στον παλιό καναπέ. Ωραία μπράτσα από ξύλο με λεπτομέρεια. Και έπειτα πώς να ΄μενε μαζί του. Ρίχτηκε στους δρόμους, περπάτησε ως το πρακτορείο. Έβρεχε κιόλας και ήταν ένας βαρύς καιρός, μια κατάσταση ασήκωτη. Η απέραστη νύχτα κράτησε έναν αιώνα, όλο απόφωνα στους δρόμους, μίλια εθνικά και ο Σκαραμαγκάς. Στην Ελευσίνα, της μήνυσαν να μην γυρέψει πόρτα. Έτσι όπως τα ΄κανε, που τους περιφρόνησε και ακολούθησε την αγάπη. Στην Ελευσίνα να μη φανεί. Αν την δουν στο Μπλόκο, με τα χέρια στις τσέπες να περπατά πλάι στον νεκρό Στέλιο Καζαντζίδη τότε δεν θα την συγχωρέσουν. Είναι βρώμικος ο αέρας στην πλατεία Κουμουνδούρου, στο βάθος η Αχαρνών αρπάζει φωτιά, τρέχει κόσμος, ένα μεγάλο πλήθος, σαν κοπάδι τρέχει προς την οδό Αχαρνών. Στους εξώστες οι σημαίες ακίνητες και οι απογευματινοί εραστές, άναυδοι από την φωτιά και το πλήθος. Μοναδική παρηγοριά εκείνο το παιδί που σπάζει ανεμοδείκτες πάνω σε ταράτσες και στέγες.
Θα γυρίσει πίσω. Εκείνος θα την περιμένει στην αυλή, μες στις σκιές θα την περιμένει, με ορθάνοιχτη την πόρτα. Πίσω ο Ρόκο πυγμάχος και η Όστρια με τους νεκρούς της λόφους. Όταν πέρναγε το λεωφορείο από την Ελευσίνα άφησε και την έπνιξε ο άνεμος. Ένας καλοσυνάτος άνδρας της φώναξε από το δρόμο. Έκανε ζωγραφιές στον αέρα, της φώναζε είναι θαμμένος κάτω από το Δημαρχείο, η τελώνας καταγράφει τις φωλιές και τα κορίτσια Περσεφόνες, και άλλα που σβήνονταν στον άνεμο. Κρύφτηκε μες στο τσίρκο. Είχε ζεστή ατμόσφαιρα, τ΄ άγρια θηρία πηδούσαν μες στα στεφάνια, οι αιωρήσεις γίνονταν πια σε επικίνδυνα ύψη. Ένας σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα, κρατούσε το φεγγάρι στις χούφτες του. Ένα ρόδι και μια καταιγίδα ισορροπούσαν στις παλέτες και όλα χάνονταν όπως η Καρχηδόνα.
[Πρώτη δημοσίευση. Η φωτογραφία είναι του Elliott Erwitt.]