Για τη συλλογή διηγημάτων του Ηλία Λ. Παπαμόσχου, Ο μυς της καρδιάς, Μεταίχμιο, 2011.
Η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Ο μυς της καρδιάς (εκδ. Μεταίχμιο, 2011) αποτελεί την τέταρτη κατά σειρά συλλογή διηγημάτων του εκ Καστοριάς ορμώμενου συγγραφέα Ηλία Λ. Παπαμόσχου. Αποτελείται από δώδεκα διηγήματα, τα οποία θαρρείς ότι διαβάζονται με την καρδιά και όχι με το μυαλό, δικαιολογώντας, έτσι, εν μέρει τον τίτλο. Tόσο οι εμπειρίες όσο και τα βιώματα του συγγραφέα, που φαίνεται πως κρυβόταν καλά μέσα στον μελαγχολικό και νοσταλγικό κόσμο του, παίρνουν σάρκα και οστά, μετατρέπονται σε λόγο. Έναν λόγο, ο οποίος διεισδύει σε έννοιες όπως ο χρόνος, η παιδική ηλικία, η πορεία των ανθρώπων στη ζωή, η φθορά και τελικά ο θάνατος, που, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, αποτελεί και την κυρίαρχη θεματική. Όλα αυτά δοσμένα, βέβαια, μέσα από εικόνες της γενέτειρας πόλης του Παπαμόσχου, όπως επίσης και μέσω αντικειμένων που αν και νεκρά, αγγίζουν ωστόσο την αιωνιότητα, από κοινού με ποικίλες αποχρώσεις και ήχους. Αντιπροσωπευτικοί τίτλοι, αφενός της πόλης στην οποία μεγάλωσε και δραστηριοποιήθηκε ο συγγραφέας, είναι «Η παγωμένη πόλη», αφετέρου των χρωμάτων που μας «κατακλύζουν» κατά την ανάγνωση είναι ο τίτλος «μοβ χρυσάνθεμα», όπως και των ήχων που φτάνουν στα αυτιά του αναγνώστη ο τίτλος «Το μέταλλο κελαηδάει».
Εν συνεχεία, περνώντας στη θεματική αυτής της συλλογής, αξίζει να σημειωθεί πως το μοτίβο του θανάτου είναι το κυρίαρχο. Δεσπόζει σε κάθε ένα από τα δώδεκα κείμενα και γίνεται η αφορμή, ώστε ο αναγνώστης να συνειδητοποιήσει την ύπαρξη του, η οποία κινείται μεταξύ του χθες και του σήμερα, με παρεκβάσεις μπρος και πίσω στον χρόνο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο διηγηματογράφος. Παρουσιάζονται πρόσωπα οικεία σε αυτόν, του οικογενειακού περιβάλλοντός του, της ιδιαίτερης πατρίδας του ή και μη. Στο μικροσκόπιό του τοποθετεί και παρατηρεί, αναλύει τα συναισθήματα και τελικά «έλκεται» κατά κάποιο τρόπο από την απώλεια ατόμων, που έζησαν και έδρασαν γύρω του, που περπάτησαν σε δρόμους παράλληλους με τους δρόμους της δικής του ζωής. Δημιουργείται, έτσι, στον αναγνώστη η αίσθηση ότι τα πρόσωπα αυτά ζητούν να «φανούν» μέσα από την πένα του, ίσως και να τον «κυνηγούν» τελικά και εκείνα, ενώ λυτρώνονται, όπως και ο ίδιος, μέσα από την τέχνη, που λειτουργεί καθόλα παρηγορητικά με τη βοήθεια, όμως, πάντα της μνήμης. Η μνήμη, επομένως, είναι αυτή που διατηρεί τις φαινομενικά χαμένες και ξεχασμένες έπειτα από το αναπόφευκτο σχέσεις πιο ζωντανές παρά ποτέ. «Κι η μνήμη σαν ένα ποτάμι είναι που κυλάει ανάστροφα γυρνώντας κατά τις πηγές που είναι οι επιθυμίες μας, κι η νοσταλγία ζαβώνει τις μνήμες, άυλες, σαν σκιές ψαριών που γλιστρούν στου ποταμού τον βελουδένιο πάτο, διαβαίνουνε», σημειώνει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, του οποίου η αφήγηση δίνει, τελικά, μιαν άλλη διάσταση στο θέμα που τόσο περίτεχνα πραγματεύεται, στον θάνατο.
Οι ήρωές του, λοιπόν, παραδίδουν την καρδιά τους στη μνήμη και μας παρασύρουν σε μια διαδοχή εικόνων. Ηλικιωμένες γυναίκες, έτοιμες να εγκαταλείψουν τον επίγειο τούτο κόσμο στο διήγημα με τίτλο «μοβ χρυσάνθεμα»: «τη χρονιά που άφησε το χωριό, φλόμωσε τα παρτέρια μην μείνουν τα εγγόνια αγλύκαντα. Όταν φεύγαμε την τελευταία φορά, έμειναν για μια ώρα τα μάτια μου πάνω στο λουλουδομάνι, σαν μοβ κρέπι αεροκρέμαστο, έτοιμο ν’ αναληφθεί, έτσι που βούιζε αδιόρατο από πάνω του και μεθυσμένο απ’ τη γύρη το σμήνος». Έπειτα, ζευγάρια που κοιμούνται για πάντα, ο ένας δίπλα στον άλλο, μέσα σε έναν ναό, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός φύλακα αγγέλου στο διήγημα «Παραμύθι»: «Είναι τώρα μαζί, όπως εκείνη το θέλησε, όταν ξαναβρεθούν να κοιμηθούνε μαζί, για πάντα […] είναι τώρα μαζί, μες στου μικρού ναού το ημίφως […] ένας αρχάγγελος φυλάγει τα οστά τους, έρμα που έριξαν πίσω ψυχές που αγαπήθηκαν». Επίσης, άντρες που έχουν χηρέψει και μάλιστα κατ’ επανάληψη, στο κείμενο «Μέταλλο που κελαηδάει»: «Ο Μ. χήρεψε για δεύτερη φορά […] ανάμεσα στους δύο καθρέφτες είχε κρεμασμένη τη φωτογραφία της πρώτης του γυναίκας […] ήταν μια από κείνες τις φωτογραφίες που τα πλάσματα που εικονίζονται πάνω τους δεν υπήρξαν πραγματικά, φασματικές μορφές λες που τις φαντάστηκε ο καλλιτέχνης». Ακόμη-ακόμη, νεκροταφεία στην «Παγωμένη πόλη», που καταγράφεται ως νεκρόπολη, ως Βαβέλ της ανυπαρξίας: «Μοιάζει το κοιμητήρι σαν θάλασσα των πόλων που την παγωμένη της ηρεμία την αναστάτωσαν παγοθραυστικά». Σεΐχηδες, που το μόνο που απέμεινε από αυτούς είναι μια φωτογραφία του 1959, πολυκαιρισμένη μα όμορφη. Τελικά, ποιμένες, που αποτελούν ένα φευγαλέο για τους αστούς θέαμα, μαραγκοί που σμιλεύουν ποτίστρες αλλά και εγγονοί που αναπολούν, παρουσιάζονται να ζούνε για τον άλλο προορισμό του μυ της καρδιάς, όχι για τη σωματική λειτουργία παρά για τα κατορθώματά του, για τη μοναδική του δύναμη. Μέσα από την ψυχολογία των ηρώων επιδιώκεται να αποδοθεί το βασικό θέμα πραγμάτευσης, αυτό της απώλειας.
Από τη μια με γλώσσα ατμοσφαιρική, λυρική μα κατά βάση συναισθηματική, από την άλλη με ύφος απλό και σχεδόν ψυχρό, η αφήγηση κατευθύνεται από τον συγγραφέα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτή η ίδια να φανερώσει στον αναγνώστη το σκοπό της γραφής του, την πραγμάτωση της έμπνευσής του. Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφερθεί πως ο λόγος του έχει ρυθμό, έχει παλμό και μάλιστα εντατικοποιείται γύρω από το δραματικό γεγονός, ώστε κάθε ένα από τα άτομα που κρατούν στα χέρια τους αυτό το βιβλίο να παρασύρεται από αυτό το ρυθμό, να «ζει», να νιώθει αυτό τον παλμό, ώστε να βρεθεί σε θέση να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα, τα δικά του ξεχωριστά διδάγματα ή διαπιστώσεις.
Επιλογικά, η αξία του διηγηματογράφου και της συλλογής έγκειται στο ότι, παίρνοντας αφορμή από τις προσωπικές του εμπειρίες, συνδυάζοντας ακόμη το πλούσιο βιωματικό του απόθεμα με το έκδηλο και πηγαίο αφηγηματικό του ταλέντο, καταφέρνει με τρόπο μοναδικό όχι μόνο να ξεχωρίσει από τις πολύπλοκες συνθήκες της ζωής το «χτυπητό» περιστατικό, αλλά και να στηρίξει, να χτίσει επάνω σε αυτό τον κόσμο των κειμένων του. Κλείνοντας, λοιπόν, η εντύπωση που αφήνει το εν λόγω βιβλίο είναι ότι η περιπέτεια του θανάτου επαληθεύεται στη ζωή και μάλιστα αποτελεί μια δυστυχώς αναπόφευκτη, αλλά ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική πλευρά του ανθρώπινου βίου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Arthur Meyerson. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]