frear

Μαύρο νερό – Διάφανη πάλλευκη αγάπη – γράφει η Ελένη Κοφτερού

Αν αναζητήσουμε σε κάποιο λεξικό της νεοελληνικής το λήμμα «δυστοπία», θα συναντήσουμε, περίπου, τον ακόλουθο ορισμό: «Η λογοτεχνική ή εν γένει καλλιτεχνική παρουσίαση μιας μελλοντικής κοινωνίας ή ενός μελλοντικού κόσμου, όπου κυριαρχεί η δυστυχία και η απαισιοδοξία. Η λέξη προκύπτει ετυμολογικά από το πρόθεμα δυσ- και τη λέξη –τόπος. Η δυστοπία λογίζεται ως το αντίβαρο της ουτοπίας, ένα τρόπον τινά διαλεκτικό της αντίθετο.

Οι δυστοπικές κοινωνίες εμφανίζονται σε πολλά καλλιτεχνικά έργα, αλλά και σε ιστορίες που εξελίσσονται στο μέλλον. Η αποσύνθεση του επισφαλούς πολιτισμού μετά από την επέμβαση μιας εταιρείας εξόρυξης αποτελεί την πρώτη συνθήκη της νουβέλας που παρουσιάζουμε απόψε.

Το «μαύρο νερό» ειδολογικά ανήκει στη δυστοπία, μα στην πραγματικότητα, το κείμενο υπερβαίνει τη δυστοπική θεώρηση, χάρη στην καθηλωτική δύναμη της αγάπης.

Ο αναγνώστης ανιχνεύει επιρροές από τα κείμενα της ορθόδοξης παράδοσης και θέλω να αναφερθώ στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο της Γένεσης, όπου ο άνθρωπος καλείται να μεταφέρει στην σχέση του με την κτίση, την ποιότητα της σχέσης του με τον Θεό, μια σχέση που περιέχει ως κίνητρα την αγάπη και την ελευθερία. Έτσι ο Θεός δίνει στον άνθρωπο την εξουσία να κυριαρχήσει στην κτίση: Γένεσις Α’, 26-28: 26. Με την πτώση των πρωτοπλάστων, ο άνθρωπος έχασε την αρμονική σχέση προς το Θεό, αλλά και προς τη φύση, η οποία έκτοτε «συστενάζει». Ο Απόστολος Παύλος λέει, ότι «η κτίση υποτάχθηκε στη ματαιότητα», με αποτέλεσμα να έχει και αυτή ανάγκη λύτρωσης από τη φθορά.

Ωστόσο, παρά τις εκλεκτικές συγγένειες με τα βιβλικά κείμενα διατηρείται ανέπαφο και ισχυρό το λιτό δωρικό ύφος του Μιχάλη Μακρόπουλου το οποίο μας είναι οικείο από προηγούμενα έργα του. Ο συγγραφέας αξιοποιεί με δεξιοτεχνία τις αφηγηματικές τεχνικές και ιδιαίτερο τον διάλογο, διάλογο απέριττο, ουσιαστικό και διαφωτιστικό για την πλοκή και του χαρακτήρες, καθώς και την εναργή, δυναμική και ενίοτε ποιητική εικονοποιία.

Ο συγγραφέας δεν κραυγάζει, δεν κατηγορεί, δεν διολισθαίνει ούτε στιγμή στον διδακτισμό. Με χαμηλόφωνο τόνο που δεν υπολείπεται καθόλου σε σφρίγος και ουσία διαχειρίζεται τη συντελεσμένη καταστροφή και τα επακόλουθά της με έναν θρήνο, σύμμαχο και συνοδοιπόρο της σιωπής. Ο συγγραφέας λειτουργεί σαν διαμεσολαβητής για να γνωρίσει ο αναγνώστης τους ήρωες και να κατακτήσει τον μέγιστο βαθμό οικειότητας μαζί τους, να κατανοήσει τις πράξεις και τις αντιδράσεις τους και εντέλει να συν(αισθανθεί) τις επιλογές τους.

Η νουβέλα αναφέρεται σε έναν συγκεκριμένο τόπο που δεν είναι άλλος από το πληγωμένο τοπίο μιας ορεινής περιοχής όπου έχει συντελεστεί ο ξεριζωμός των κατοίκων του. Το Πωγώνι της Ηπείρου τόπος μοναδικής φυσικής ομορφιάς που έχει κακοποιηθεί από τις απόπειρες εξορύξεων και έχει εγκαταλειφθεί, γίνεται όχι μόνο το σκηνικό της αφήγησης αλλά συμμετέχει τόσο πολύ με το ανάγλυφο, τις χαράδρες και τα μονοπάτια του, τα δέντρα, τα πουλιά, τα άγρια ζώα που θεωρώ ότι σε μια υποθετική αναμέτρηση με τους ήρωες, ο τόπος δεν θα υστερούσε καθόλου. Σε άλλη ανάγνωση ο αναγνώστης υποθέτει πως ο τόπος θα είναι ένα χωριό στον Αμαζόνιο, στην Βραζιλία, στην Βουλγαρία ή την Ιταλία. Ο τόπος λοιπόν είναι κάτι πιο γενικό, αφορά τον πλανήτη γη.

Η σχέση του Μαρκόπουλου με τη φύση δεν είναι μονάχα αισθητική, αλλά κυρίως ηθική. Φύση και άνθρωπος αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται. Η φύση καθορίζει εν πολλοίς τα δρώμενα, αλλά και τα δρώμενα επενεργούν στο ήθος της φύσης. Συγκεκριμένα, στην τοπιογραφία της νουβέλας αποκτά σχήμα και υπόσταση η γοητευτική αντίθεση της ομορφιάς της φύσης με την ασχήμια της ερήμωσης λόγω ανθρώπινης παρέμβασης με σκοπό το κέρδος.

Έτσι το ζοφερό τοπίο που μαρτυρούν οι εγκαταλειμμένες αντλίες, τα κλειστά βενζινάδικα, τα σκουριασμένα μηχανήματα, οι χαλασμένοι δρόμοι, έρχονται σε αντίθεση με τις ποιητικές περιγραφές της φύσης, της ιερότητας των εικόνων και των νοτισμένων τοίχων στα ξωκλήσια και τη μυσταγωγία της ανάγνωσης χωρίων του ευαγγελίου. Οι αυλόπορτες που δεν ανοίγουν πια, το νοτισμένο χώμα, η σκουριά που θριαμβεύει, οι πέτρινοι τοίχοι που περιμένουν την κατάρρευση μα και το δάσος που αναγεννιέται γύρω από την ουλή του, συνιστούν το υλικό που με μοναδική αρμονία χτίζει τον ΤΟΠΟ της νουβέλας.

Ο τόπος όμως δεν είναι μόνον ο προσδιορισμός της περιοχής ή ο μη προσδιορισμός της, είναι πρωτίστως ο τρόπος του συγγραφέα να εικονοποιεί με λέξεις, να προσφέρει στον αναγνώστη το θρόισμα των φύλλων, το μουρμουρητό των κλαδιών, το απελπισμένο γρύλλισμα του πεινασμένου σκυλιού.

Ο χρόνος της νουβέλας είναι μελλοντικός. Ο συγγραφέας μας μεταφέρει σε μελλοντικό χρόνο, προκαλώντας ποικίλους συνειρμούς. Αναπόφευκτα ο αναγνώστης ανατρέχει στην καταστροφή του Τσερνομπίλ (Από δημοσιογραφικές έρευνες αποδείχτηκε ότι κάποιοι κάτοικοι του Τσερνομπίλ δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον τόπο τους) και αυτή η εντύπωση ανατρέπεται μόνον από τη μοναδική αναφορά στη σύγχρονη τεχνολογία που υπάρχει στο κείμενο, ένα παλιό i.pad.

Ο χρόνος κυλάει μονότονα στη μοναξιά του έρημου χωριού και στην προσωπική μοναξιά των ηρώων, μα αποκτά βαρύτητα στις γιορτές, στις συναντήσεις των λιγοστών κατοίκων σε μια αλειτούργητη εκκλησία, στις αναμονές για το εβδομαδιαίο λεωφορείο. Ο χρόνος διαστέλλεται και πυκνώνει στην αναζήτηση της τροφής στη φύση, φουσκώνει και βαραίνει καθώς ο Φόρης περιμένει τον Πατέρα να γυρίσει.

Τα κεντρικά πρόσωπα είναι ο Πατέρας και ο γιος του. Το κυρίαρχο συστατικό της σχέσης τους, η ανυπέρβλητη, άδολη, χωρίς όρια και προσδοκίες αγάπη. Μα και οι σχέσεις με τους εναπομείναντες στο χωριό, είναι αληθινές και γνήσιες. Στηρίζονται στην αλληλεγγύη.

Βιβλικές μορφές και οι δυο που αντιπροσωπεύουν το αρχέτυπο πρόγονου-απόγονου. Μα και οι δευτερεύοντες ήρωες, αδιάλειπτοι φορείς της οδύνης της ύπαρξης, διαθέτουν την αχλή του μύθου που τους καθιστά αρχετυπικές τραγικές φιγούρες.

Ένα αγέννητο παιδί είναι από τα πρώτα θύματα της καταστροφής. Προσωποποιημένη βροντερή απόδειξη της τραγωδίας που συνέβη στην περιοχή, είναι η εκ γενετής αναπηρία του παιδιού η αδυναμία του να τρέξει, να καλπάσει, να περπατήσει.

Το παιδί ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να εγκαταλείψει το χωριό και είναι πολύ σημαντικό να το τονίσουμε αυτό, γιατί αν το παιδί ήθελε να πάει εκεί που υποτίθεται ότι όλα θα ήταν πιο εύκολα θα πήγαινε και ο πατέρας.

Ο Πατέρας λοιπόν υπερασπίζεται την επιθυμία του παιδιού του μα δεν σταματά εκεί. Ο πατέρας συντηρεί «φωλιές νερού μέσα στις φλόγες». Ο Πατέρας αντικαθρεφτίζεται στο πολιτικό ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη με τίτλο: «Κι ήθελε ακόμη…»

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.
Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.
……………………………………………………………………………………
Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,
Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.
Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω.
Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω.
Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω.
Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Όρθιος και μόνος ο Πατέρας υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια, τη λαχτάρα του παιδιού για διάβασμα, του δείχνει με κάθε ευκαιρία την ομορφιά και εντέλει καταφέρνει να του προσφέρει ψήγματα χαράς μέσα στο ζοφερό περιβάλλον χωρίς να δυσανασχετήσει ή να παραπονεθεί ούτε για μια στιγμή. Και πού βρίσκεται η ομορφιά στο περιβάλλον των ανοιχτών τάφων των μηχανημάτων εξορύξεων, του δηλητηριασμένου νερού και των δηλητηριασμένων ζώων; Στη φύση φυσικά, που αναγεννιέται και προσπαθεί να κλείσει τις πληγές της. Στις λέξεις βρίσκεται, στα βιβλία και τις γραφές, στην επαφή με το θείο, στην κανονικότητα που προσπαθεί να περισώσει.

Χωρίς να περισσεύει μα ούτε και να λείπει ούτε μια λέξη ο συγγραφέας περιγράφει την περιήγησή τους στην φύση, που αποτελεί από μόνη μια τελετουργία της απόλυτης αγάπης, καθώς ο Πατέρας κουβαλά επάνω του το παιδί, μια αδιαίρετη δυάδα που μοιράζεται τη συγκίνηση, τον πόνο, την έκπληξη από την ομορφιά, τις κατανυκτικές στιγμές στα ξωκλήσια και την σιωπή εκεί όπου οι λέξεις είναι ανίκανες να εκφράσουν το συναίσθημα. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι η αγάπη;

Άλλο χαρακτηριστικό του κειμένου είναι η τρυφερότητα με την οποία ο συγγραφέας αναδεικνύει τη σημασία των μικρών πραγμάτων. Έτσι η αλλαγή του φίλτρου του νερού δεν γίνεται μηχανικά μα αποτελεί τελετουργία παρηγοριάς. «…Όμως αυτή η τακτική αλλαγή του φίλτρου ήταν σαν προσευχή σ’ ένα θεό που ενώ δεν τον πίστευε πια, δεν μπορούσε να παραδεχτεί πώς είχε πάψει να τον πιστεύει.

Το μπάνιο του παιδιού είναι ιεροτελεστία κάθαρσης και αναγέννησης και το κόψιμο των νυχιών ξεφεύγει από την πρακτική ανάγκη και αποκτά μια διάσταση μεταφυσική.

Θέλω να σταθώ και λίγο στα «φαντάσματα» που αναφέρει ο συγγραφέας. Είναι τα απομεινάρια της προηγούμενης ζωής τους, τα θραύσματα της καθημερινότητάς τους που περιφέρονται σαν φαντάσματα ανάμεσα στις σελίδες, όχι για να παραπονεθούν, ή να εκδικηθούν μα για να καταπραΰνουν τις μέσα και έξω πληγές. Τα φαντάσματα μιλάνε μια άλλη γλώσσα που έχει εφεύρει ο συγγραφέας, γεμάτη κώδικες, νεύματα, χειρονομίες. Τα μηνύματά τους τα συναντάμε στους τοίχους των εγκαταλελειμμένων σπιτιών, στα άδεια ή μισογεμάτα ντουλάπια, στα ρούχα που κρέμονται σκοροφαγωμένα στις ντουλάπες, στις τραχιές χαραγματιές του καθρέφτη, μα προπάντων στις φωτογραφίες που κάποτε αιχμαλώτισαν μια στιγμή χαράς για να γίνει αθάνατη. Όλα αυτά είναι σαν κτερίσματα στο νεκρωμένο χωριό κι ο Μακρόπουλος τα φέρνει μπρος στα μάτια μάλλον όχι μόνο στα μάτια, σε όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη. Ο αναγνώστης ανασαίνει τον καθαρό αέρα του Πωγωνίου, νιώθει τη δυσοσμία της εγκατάλειψης και την αδρεναλίνη του φόβου στις δύσκολες στιγμές των ηρώων και αγαλλιάζει στην χαραμάδα ελπίδας και χαράς που παρουσιάζεται.

Η δυστοπία σ’ αυτό το βιβλίο λειτουργεί αφυπνιστικά, φωτίζοντας φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα τα οποία ενεργοποιούν τον αναγνώστη σχετικά με το παρόν και το μέλλον του και την καταστροφική παρέμβασή του στη φύση.Η νουβέλα αυτή αφορά τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον μα κυρίως ως βιολογικό όν.

Έχουν γραφτεί παρά πολλά κείμενα για αυτή τη νουβέλα που μας αφορά όλους. Ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής σε ανάρτησή του στο διαδίκτυο μεταξύ άλλων αναφέρει: «Διαμάντι της πρόσφατης παραγωγής, αριστούργημα! Η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου είναι τόσο καλογραμμένη που θα την έλεγες και αχειροποίητη (πουθενά δεν φαίνεται ο συγγραφέας), έχει οικολογικές και κοινωνικές ευαισθησίες που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, έχει εικόνες τέτοιες και πλοκή που την καθιστούν ιδανικό σενάριο για κινηματογραφική ταινία. Εύχομαι το βιβλίο να διαβαστεί και να τιμηθεί όπως του αξίζει.»

Συμφωνώ μαζί του.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Laura Makabrescu. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη