Ήξερε, ήξερε ο καλός Θεός και καλά τα ‘χε χωρίσει. Οι οκνοί με τους ζαβούς κι άξιοι με τους αφέντες. Μα έπιασε αγέρας δυνατός, σορόκος που λένε, νοτιοανατολικός, κι έφερε τα πάνω κάτω, ένα σμάρι κρέατα κι άιντες να τα ξεχωρίσεις.
Έτσι καθόταν και ξαπόσταινε ο Παναής, οκνός από γεννησιμιού του, κοίταζε τον ήλιο που βάραγε το κεφάλι του και του τα ψελνε.
«Άιντε να ιδώ που θα το πας, βάρα βάρα την έφαγες την κεφαλή μου. Τι καταλαβαίνεις τώρα; Κάθε μέρα έμπα έβγα δε βαρέθηκες; Ο κόσμος μια να σε καλεί μια να σε διώχνει, μια να σ’ αγαπά και δυο να σε σκιάζετε, πε μου, δε βαρέθηκες να τυραννιέσαι; Αλλά τι τα λέω και σκορπώ τα λόγια μου, άμανε είχες βαρεθεί θα ‘χες κάτσει κι εσύ για τα καλά στ΄ αυγά σου. Δε θα τραβούσες τέτοιο λουρί κάθε μέρα… Δε βαριέσαι, παιδί του Θεού κι εσύ, τυραννήσου, τυραννήσου να ιδούμε τι θα καταλάβεις…».
«Ε, Παναή, μοναχός σου μιλάς μωρέ», φώναξε ο κυρ Χαράλαμπος, «δεν αφήνεις τα λόγια να ‘ρθεις στο χωράφι να βάλεις ένα χεράκι;»
«Με τέτοια κάψα κυρ Χαραλάμπη μου; Δεν τηράς που και τα ψωρόσκυλα καταχωνιάστηκαν; Δε καρτεράς μαθές μια στάλα, να πάμε προς τον καφενέ να δροσιστούμε λιγάκι κι αργότερα βλέπουμε».
«Α, βρε δόλιε, τό ‘φαγε το κεφάλι σου το τεμπελίκι και το πιοτί. Μωρέ τι κάψα και ξεκάψα. Τα ζώα πεινούνε και το μποστάνι θέλει νοιάξιμο για να καρπίσει. Αλλά τι διάβολο χασομερώ και χάνω τα λόγια μου. Ο Παναής και το κεφάλι του. Παναγοκέφαλο, πέτρα ασάλευτη».
«Στάσου βρε αφέντη να το ιδούμε…».
«Μωρέ τι να ιδούμε και να ξεδούμε. Κάτσε εκεί, ξάπλα και τρώγε το χώμα. Μέχρι να σε φάει κι αυτό να ξεμπερδεύεις. Εγώ φταίω που στάθηκα… Εεε, μπρρρ», τράβηξε τον γάιδαρό του κι έφυγε.
Ο Παναής άλλαξε πλευρό και ξανακοίταξε τον ήλιο. Τα βλέπεις τι κάνεις; Αν ήσουν λίγο πιο δροσερός δε θα πάγαινα κι εγώ στο χωράφι; Αλλά τι σ’ τα λέω; Ε; τι νοιάζεσαι; Εσύ εκεί, τραβάς του κεφαλιού σου. Τι καταλαβαίνεις εσύ από πείνα. Μήτε πεινάς μήτε διψάς, μόνο βάζεις κάτω την κεφαλή σου και δώστου κι όποιονα πάρει ο χάρος…
Χάζεψε για λίγο τον ουρανό κι έπειτα ο Παναής σφάλιξε τα μάτια του κι ήρθε ο ύπνος ο γλυκός, ο ταξιδιάρης να τονε πάρει από τις έγνοιες του. Ήτανε λέει μέσα στη θάλασσα και κολυμπούσε και δροσιζότανε κι απόξω έβλεπε κήπους γιομάτους δέντρα, φρούτα και καλούδια και δώστου και τρέχανε τα σάλια του απ’ τη λαχτάρα και δώστου κι άνοιγε τα χέρια του να τα χωρέσει όλα μέσα, και νερά και φαγιά και χαρές κι όπως κοιμόταν μουρμούραγε χαμογελώντας και τράβαγε το χώμα σα να κολυμπούσε.
Γυρνώντας τα παιδιά απ’ το σχολειό, τον πήρανε χαμπάρι που θαλασσόδερνε και πιάσανε τα γέλια κι άλλα πιο αποθρασυμένα αρχίσανε να του πετούνε πέτρες για να κάνουν χάζι. Ο Παναής, μέσα στον ύπνο του, νόμιζε πως τον χτυπούσαν τα κύματα κι άκουγε τα βότσαλα και τις κροκάλες που σέρνονταν στο ακρογιάλι κι εκούναγε τα χέρια του κι ανακάτωνε το χώμα μέσα στον πόθο του, μέχρι που σηκώθηκε μπουχός, σύννεφο η σκόνη.
«Σα δε ντρέπεστε βρε παλιόπαιδα», φώναξε από τον καφενέ η κυρά Στέλια που βγήκε έξω απ’ τις φωνές και το ντουμάνι, «σα δε ντρέπεστε, πάρτε δρόμο μη πιάσω το ζωνάρι και σας μαυρίσω, γρήγορα στα σπίτια σας παλιόπαιδα…».
Τα παιδιά σκόρπισαν μέσα σε γιουχαΐσματα και γέλια κι απόμεινε ο δόλιος ο Παναής, ξαπλωμένος με τα χέρια ανοιχτά σε τέτοιο χάλι, που ‘χουν όσοι πιάσουν την ακτή ύστερα από κακό ναυάγιο.
Άνοιξε με το ζόρι τα μάτια του που τρεμόπαιζαν από τον πόνο και την ζάλη κι απόρεσε με τον εαυτό του. Τον επονούσε όλο του το κορμί που ‘τανε τόπους τόπους μπλαβό κι η κεφαλή του μέσα στα καρούμπαλα.
«Μωρέ, για ιδές, που καθώς λένε τα ονείρατα βγαίνουν αληθινά», συλλογιζόταν μέσα στη χάση του. «Τι να ‘ταν πάλι και τούτο το θάμα, τι δρόσο επήρε το κορμί μου και τι χαρά το μάτι μου, τι παράδεισο μου φύλαε η μοίρα, τι φρούτα και τι φαγιά και να μην προκάνω να βγω να τ’ αρπάξω, να μην προκάνω διάολε, πως με ξέσυρε το κύμα…». «Ωχ», μονολογούσε κι έπιανε την κεφαλή που ‘χε τουμπανιάσει.
Κείνη την ώρα γύρναγε ο κυρ Χαράλαμπος απ’ το χωράφι και τράνταξε στα γέλια σαν είδε την όψη του.
«Τι χάλι είναι αυτό βρε αδιαφόρητε; Πως σε κατάντησαν έτσι;»
«Θάμα κυρ Χαραλάμπη μου, θάμα ζωντανό», αποκρίθηκε με ζέση ο Παναής, «με λυπήθηκε η Παναγιά και με πήρε στους κήπους της…».
«Μωρέ τι μας λες, κι η Παναγιά σε κατάντησε έτσι ρε χαμένε;»
«Όχι αφέντη μου, μα με πήγε εκεί δια της θαλάσσης και καθώς κολυμπούσα…»
«Α, δια της θαλάσσης, κολυμπούσες κιόλας… Και που την είδες τη θάλασσα στη ζωή σου κι έμαθες και μπάνιο βρε ζουλάπι; Που ακούς ρυάκι και πνίγεσαι, βρε μπας και παλάβωσες για τα καλά;».
«Θάμα κυρ Χαραλάμπη μου, να μη σώσω να βραδιαστώ, θάμα ολοζώντανο σου λέγω. Στα θάματα μαθές, όλα γίνονται…».
«Ε, τότε, να παραγγείλεις στην Παναγιά να μου κάνει τη χάρη ν’ ανοίξει το κεφάλι σου που ‘ ναι σα ρημαγμένο κοτέτσι και να βάλει κότες. Μπας και φάμε και κανένα αυγό. Άντε πέσε κοιμήσου, χαμένο, α χαμένο». Γέλασε και τράβηξε τον δρόμο του.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]