frear

Προς την αγαπημένη μου πατρίδα «Ελλάς» – του Marcel Nadjari

Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης

Το 1944, ο εβραϊκής καταγωγής Έλληνας Μαρσέλ Νατζαρή, μέλος του Ειδικού Αποσπάσματος στο Άουσβιτς, έθαψε μια επιστολή προς τις επερχόμενες γενιές, η οποία, 36 χρόνια αργότερα, βρέθηκε τελείως φθαρμένη από την υγρασία. Η αποκρυπτογράφηση της έγινε δυνατή μόλις πριν λίγο καιρό.

Στα τέλη του φθινοπώρου του 1980, ο Λέσταϊβ Ντυρς, φοιτητής δασοπονίας στο Μπύνεκ της Πολωνίας, ανακάλυψε κατά τη διάρκεια μιας ανασκαφής κοντά στο πρώην στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς τα υπολείμματα μιας κανάτας θερμός προστατευμένης μέσα σε μια βρεγμένη δερμάτινη τσάντα. Στο εσωτερικό της βρίσκονταν έξι σελίδες τυλιγμένες μεταξύ τους , αποσπασμένες προφανώς από κάποιο σημειωματάριο, κουρελιασμένες από την υγρασία, καλυμμένες με κάτι που έμοιαζε, πως κάποτε ήταν μελάνι. Μόνο μεμονωμένες λέξεις που –όπως αποδείχτηκε, ήταν γραμμένες στη νεοελληνική γλώσσα– ήταν ευανάγνωστες.

Το εύρημα δεν ήταν παρά ένα μήνυμα από το παρελθόν. Συντάκτης του, όπως μπορούσε να γίνει κατανοητό από το σχεδόν κατεστραμμένο χειρόγραφο, ήταν ένας άντρας ονόματι Μαρσέλ Νατζαρή, μέλος του επονομαζόμενου Ειδικού Αποσπάσματος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς, ο οποίος είχε θάψει το μπουκάλι με τις σημειώσεις του με σκοπό να γνωστοποιήσει στις μετέπειτα γενιές την πορεία της τύχης του, αφού –όπως ο ίδιος προέβλεπε– δεν επρόκειτο να διαφύγει της δολοφονίας.

Το Ειδικό Απόσπασμα στο Άουσβιτς αποτελείτο σχεδόν αποκλειστικά από Εβραίους κρατούμενους, οι οποίοι έπρεπε να βοηθούν τα SS στη μαζική δολοφονία. Τα μέλη του μετέφεραν τους ανθρώπους στους θαλάμους αερίων και κατόπιν έσερναν έξω τα πτώματα. Ακολούθως ήταν υπεύθυνα για την καύση και την απομάκρυνση της τέφρας εκατοντάδων χιλιάδων ομοθρήσκων τους. Η μονάδα του Άουσβιτς είχε 2200 άνδρες, από τους οποίους επέζησαν σαν από θαύμα 110 άτομα. Μεταξύ αυτών και ο Μαρσέλ Νατζαρή. Μετά την καταστροφή των φούρνων και των θαλάμων αερίων το 1945, οι άνδρες του Ειδικού Αποσπάσματος μεταφέρθηκαν από την απομονωμένη περιοχή γύρω από τα κρεματόρια στο κανονικό στρατόπεδο του Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Ο Νατζαρή κατάφερε να αλλάξει ομάδα και ως εκ τούτου να αποκρύψει την ταυτότητά του.

Ωστόσο, η φρίκη δεν είχε ακόμα τελειώσει. Δυο ημέρες πριν την άφιξη του Κόκκινου Στρατού στο στρατόπεδο, τα SS τον μετέφεραν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μάουτχάουζεν, όπου τελικά έζησε την απελευθέρωση.

Μετά την εύρεση των σημειώσεων, έγιναν γνωστές πολλές λεπτομέρειες γύρω από τη ζωή του: Ο Μαρσέλ Νατζαρή υπήρξε έμπορος. Πριν να μεταφερθεί, τον Απρίλιο 1944, στο Άουσβιτς, πολέμησε στην Ελλάδα ως στρατιώτης κατά των μονάδων εισβολής του Μουσολίνι και αργότερα, στην παρανομία, κατά των Γερμανών. Οι γονείς και η αδελφή του Νέλλη ανήκαν στους πρώτους Εβραίους που, το καλοκαίρι του 1942, εκτοπίστηκαν από την Ελλάδα.

Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του την Θεσσαλονίκη, όπου το 1947 έγραψε τα απομνημονεύματά του από τον πόλεμο και το Άουσβιτς για την οικογένεια (*Σ.τ.μ : Mαρσέλ Νατζαρή, Χρονικό 1941–1945, εισαγωγή Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ίδρυμα Ετζ Αχαίμ, 1991). Λίγο αργότερα μετανάστευσε με τη σύζυγό του Rosa Saltiel στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη εργάστηκε ως ράφτης και σχεδιαστής μόδας. Το 1957 γεννήθηκε η κόρη του Νέλλη –όπως ονομαζόταν και η αδελφή του. Πέθανε στις 31 Ιουλίου 1971, μόλις 54 ετών. Όλα αυτά τα βιογραφικά στοιχεία ήταν μέχρι σήμερα γνωστά. Όμως το «γράμμα στην μποτίλια του ναυαγού», το οποίο έγραψε και έκρυψε κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος του 1944, παρέμενε δυσανάγνωστο.

Τουλάχιστον ως τώρα. Γιατί πρόσφατα, το έγγραφο έγινε και πάλι ευανάγνωστο από τον Ρώσο ιστορικό Πάβελ Πόλιαν με τη μέθοδο της πολυφασματικής ανάλυσης, η οποία χρησιμοποιεί φως διαφορετικών μηκών κύματος. Έτσι, αν μέχρι τώρα είχε αποκρυπτογραφεί μόνο ένα δέκα τοις εκατό του περιεχομένου του γράμματος, μετά την εφαρμογή της παραπάνω μεθόδου έχει ήδη πια αποκατασταθεί το 90 τοις εκατό. Στο τρέχον τεύχος του «Τριμηνιαίου περιοδικού σύγχρονης ιστορίας», το οποίο εκδίδεται από το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας στο Μόναχο, μπορεί κανείς να το διαβάσει για πρώτη φορά στην γερμανική γλώσσα:

«Προς τους αγαπημένους μου (1) Δημήτριος Αθαν[ασίου] Στεφανίδης (2), Ηλία Κοέν, Γεώργιος Γούναρης.

[Προς την] αγαπημένη μου παρέα Σμάρω Εφραιμίδου <από τας Αθήνας> (3) και τόσοι άλλοι, που πάντα τους θυμάμαι, και για να τελειώσω, προς την αγαπημένη μου πατρίδα «ΕΛΛΑΣ», που πάντα υπήρξα καλός πολίτης.

Ξεκινήσαμε από την Αθήνα μας τη 2 Απριλίου 1944, μετά που για ένα μήνα μαρτυρίου είχα παραμείνει στο Στρατόπεδο Χαϊδαρίου, που πάντα έπαιρνα τα δέματα της καλής Σμάρω και τας προσπάθειάς της για μένα με έμειναν αξέχαστες σ΄αυτές τις κακές ημέρες που περνώ […]

Μετά ένα ταξίδι δέκα ημερών φθάσαμε την 11ην Απριλίου εις το Άουσβιτς, όπου μας μετέφεραν στο Στρατόπεδο Μπίρκεναου, μείναμε περίπου ένα μήνα σε καραντίνα, και από εκεί μετέφεραν τους υγιείς και δυνατούς. Πού; Πού, αγαπητέ Μίσκο; Σε ένα κρεματόριο, θα σας εξηγήσω παρακάτω την ωραία εργασία μας, που ο Μεγαλοδύναμος μας φύλαγε να εκτελέσουμε.

Είναι ένα μεγάλο κτίριο με ένα φαρδύ φουγάρο με 15 <δεκαπέντε> φούρνους. Στην κάτω πλευρά του κήπου υπάρχουν δυο μεγάλοι, απέραντοι υπόγειοι χώροι. Ο πρώτος μάς χρησιμεύει για το γδύσιμο και ο δεύτερος ως νεκροθάλαμος, όπου ο κόσμος μπαίνει γυμνός και αφού γεμίζει με περίπου 3000 άτομα, κλειδώνεται, και τους σκοτώνουν με αέριο, όπου μετά από 6 με 7 λεπτά μαρτυρίου παραδίδουν το πνεύμα τους.

Δουλειά μας ήταν, πρώτον να τους υποδεχτούμε, οι περισσότεροι δεν γνώριζαν τον λόγο … (4) κατέρρεαν ή έκλαιγαν τους έλεγαν, ότι … πρόκειται για μπάνιο … προχωρούσαν στο θάνατο χωρίς να υποψιάζονται τίποτα. Μέχρι σήμερα … Είπα, ότι καθένας … τους είπα, πως δεν καταλαβαίνω την γλώσσα τους, στην οποία μου μιλούσαν (5) και στους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, που έχω δει, ότι η μοίρα τους έχει σφραγιστεί, έλεγα την αλήθεια.

Μετά που … όλοι γυμνοί, προχωρούσαν στο νεκροθάλαμο, εκεί είχαν βάλει οι Γερμανοί σωλήνες στην οροφή… για να νομίζουν, ότι ετοιμάζουν το μπάνιο, με μαστίγια στα χέρια τους έσπρωχναν οι Γερμανοί να προχωρήσουν όλο και πιο κοντά, για να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, πραγματικά μια κονσέρβα σαρδέλες από ανθρώπους, ύστερα κλείδωναν την πόρτα ερμητικά.

Οι φιάλες αερίου έρχονταν πάντα με το αυτοκίνητο του Γερμανικού Ερυθρού Σταυρού με δυο άνδρες των SS …αυτοί είναι εκείνοι που ύστερα τους αδειάζουν μέσα το αέριο από ανοίγματα.

Ύστερα από μισή ώρα άνοιγαν την πόρτα και άρχιζε η δουλειά μας. Κουβαλούσαμε τα πτώματα αυτών των αθώων γυναικών και παιδιών στον ανελκυστήρα, που τους μετέφερε στο χώρο με τους φούρνους και εκεί τους έβαζαν στους φούρνους που καίγονταν χωρίς τη βοήθεια καύσιμου ύλης εξαιτίας του λίπους που είχαν.

Μόνο ένας άνθρωπος έβγαλε μισή οκά (6) περίπου στάχτη και οι Γερμανοί μας ανάγκασαν να την κάνουμε κομματάκια και να την περάσουμε από ένα χοντρό σουρωτήρι και ύστερα πέρασε και την πήρε ένα αυτοκίνητο και την έριξε στον ποταμό Βιστούλα (7) που περνά πιο πέρα και έτσι εξαφανίζουν κάθε ίχνος.

Τα δράματα που έχω δει με τα μάτια μου, είναι απερίγραπτα. Μπροστά από τα μάτια μου πέρασαν σχεδόν 600.000 <εξακόσιες χιλιάδες> Εβραίοι από την Ουγγαρία – Γάλλοι – Πολωνοί από το Λίτσμαν, περίπου 80.000, και τώρα στο τέλος έφτασαν για πρώτη φορά 10.000 δέκα χιλιάδες Εβραίοι από την Τερέζιενστατ στην Τσεχοσλοβακία.

Σήμερα έφτασε μια ομάδα από την Τερέζιενστατ, αλλά δόξα τω Θεώ δεν τους έφεραν σε μας, τους κράτησαν σε στρατόπεδα, ακούστηκε, ότι ήρθε η διαταγή να μη σκοτώνουν πια Εβραίους και από ό, τι φαίνεται είναι αλήθεια, τώρα την τελευταία στιγμή άλλαξαν γνώμη – τώρα, που δεν έχει όμως μείνει πια ούτε ένας Εβραίος στην Ευρώπη, για μας όμως εδώ είναι τα πράγματα αλλιώς, εμείς πρέπει να εξαφανιστούμε από τη Γη, γιατί ξέρουμε πολλά για τις αδιανόητες μεθόδους των κακοποιήσεων και των εκδικητικών τους πράξεων.

Το απόσπασμα μας ονομάζεται Ζόντερκομμάντο <ειδικό κομάντο>, αποτελείτο αρχικά από περίπου 1000 <χίλιους> ανθρώπους, από αυτούς 200 ήταν Έλληνες και οι υπόλοιποι Πολωνοί και Ούγγροι.

Τώρα που ήρθε αυτή η διαταγή, θα εξαλείψουν κι εμάς, εμείς είμαστε σύνολο 26 Έλληνες και οι υπόλοιποι είναι Πολωνοί. Τουλάχιστον εμείς οι Έλληνες είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε σαν αληθινοί Έλληνες, έτσι όπως κάθε Έλληνας ξέρει να φεύγει από τη ζωή δείχνοντας μέχρι την τελευταία στιγμή, παρά την ανωτερότητα των εγκληματιών, ότι στις φλέβες μας τρέχει ελληνικό αίμα, όπως δείξαμε και στον πόλεμο κατά της Ιταλίας.

Αγαπημένοι μου, όταν διαβάσετε, ποια δουλειά έκανα, θα πείτε: Πώς μπόρεσα εγώ, ο Μανώλης, ή κάποιος άλλος να κάνω αυτή τη δουλειά και να καίω τους ομόθρησκους μου.

Κι εγώ μου το έλεγα στην αρχή, πολλές φορές το σκεφτόμουν να μπω μαζί τους εκεί μέσα, να βάλλω τέρμα. Αλλά πάντα με κρατούσε η εκδίκηση, ήθελα να ζήσω, για να εκδικηθώ τον θάνατο του μπαμπά και της μαμάς και της αγαπημένης μου μικρής αδελφής Νέλλης.

Δεν φοβάμαι τον θάνατο, πώς θα μπορούσα να τον φοβάμαι μετά όλα όσα έχουν δει τα μάτια μου;

Γι’ αυτό αγαπητέ Ηλία, αγαπητέ μου μικρέ εξάδελφε, πρέπει εσύ, όταν δεν θα υπάρχω πια, εσύ [και] όλοι οι φίλοι μου να ξέρετε, τι υποχρέωση έχετε. […]

Η μόνη μου επιθυμία είναι να φτάσει στα χέρια σας αυτό που σας γράφω.

Την περιουσία της οικογένειας μου την αφήνω σε σένα, Μίσκο < Δημήτριος Αθανασίου Στεφανίδης > με την παράκληση να πάρεις κοντά σου τον Ηλία, τον εξάδελφο μου. Ο Ηλίας είναι [ένας] Κοέν, και πρέπει να τον βλέπεις σαν να είμαι εγώ ο ίδιος, πρέπει πάντα να τον προσέχεις και αν η εξαδέλφη μου η Σαρίκα Χούλη γυρίσει, πρέπει, αγαπητέ Μίσκο, να της φέρεσαι όπως στην αγαπημένη σου ανιψιά Σμαράγδα, γιατί εμείς εδώ όλοι περνάμε πράγματα που δεν χωρούν στο ανθρώπινο μυαλό.

Καμιά φορά να με σκέφτεστε, όπως σας σκέφτομαι κι εγώ. Η μοίρα δεν το θέλει να δω την Ελλάδα μας ελεύθερη, όπως τη ζήσατε εσείς στις 12/10/43. Όταν ρωτούν για μένα, απλά να λέτε, πως δεν υπάρχω πια και πως έφυγα από τη ζωή σαν αληθινός Έλληνας.

Αγαπητέ Μίσκο, να βοηθάς όλους όσους γυρίζουν από το στρατόπεδο του Μπίρκεναου.

Αγαπητέ Μίσκο, δεν είμαι στενοχωρημένος που θα πεθάνω, αλλά που δεν θα μπορέσω να εκδικηθώ […] Στην περίπτωση που θα λάβεις γράμμα από τους συγγενείς μου στο εξωτερικό, δώσε σε παρακαλώ την πρέπουσα απάντηση, ότι η οικογένεια Α. Νατζαρή έσβησε, δολοφονήθηκε από τους πολιτισμένους Γερμανούς […]

Να πας να πάρεις, Μίσκο, το πιάνο της Νέλλης μου από την οικογένεια Σιονίδου και να το δώσεις στον Ηλία, για να το κρατήσει πάντα ως αναμνηστικό, την αγαπούσε πάρα πολύ και αυτή εκείνον.

Σχεδόν πάντα, όταν σκοτώνουν, αναρωτιέμαι, αν υπάρχει Θεός και παρόλα αυτά πάντα Τον πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω, ότι ο Θεός θέλει, να γίνει το θέλημά του.

Πεθαίνω ευτυχισμένος, γιατί ξέρω, ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα μας είναι ελεύθερη, η τελευταία μου κουβέντα θα είναι: Ζήτω η Ελλάδα. […]

Εδώ και περισσότερα από τέσσερα χρόνια σκοτώνουν Εβραίους … σκοτώνουν Πολωνούς, Τσέχους, Γάλλους, Ούγγρους, Ολλανδούς, Βέλγους, Ρώσους και όλη την Θεσ/νίκη. Εξαίρεση οι περίπου 300 που έχουν μείνει μέχρι σήμερα εν ζωή [στην] Αθήνα, την Άρτα, Κέρκυρα, Κω και Ρόδο. Συνολικά 1.400.000 περίπου. (8)

Η αξιότιμη ελληνική πρεσβεία που θα λάβει αυτό το σημείωμα, παρακαλείται από έναν καλό Έλληνα πολίτη ονόματι Εμμανουήλ ή Μαρσέλ Νατζαρή από την Θεσσαλονίκη, παλαιότερα κάτοικο Οδού Ιταλίας αριθμός 9 στην Θεσσαλονίκη, να στείλει αυτό το σημείωμα στην παρακάτω διεύθυνση.

Δημήτριος Αθανασίου Στεφανίδης / Οδός Κρουσόβου αριθμός 4 / Θεσσαλονίκη / Ελλάδα

Αυτό είναι η τελευταία μου επιθυμία

Καταδικασμένος σε θάνατο από τους Γερμανούς

Επειδή έχω εβραϊκή πίστη . /

Ευχαριστώ

Νατζαρής

***

(1) Στην αρχή της επιστολής υπάρχει γραμμένη σε διάφορες γλώσσες η παράκληση να παραδοθεί στο ελληνικό προξενείο.

(2) Στη συνέχεια προσφωνείται ως Μίσκο.

(3) Οι παρενθέσεις υπάρχουν και στο πρωτότυπο.

(4) Δυσανάγνωστα σημεία.

(5) Ο Νατζαρή δεν μιλούσε Γίντις.

(6) 640 περίπου γραμμάρια.

(7) Εννοεί τον ποταμό Ζολά, ο οποίος χύνεται στον Βιστούλα.

(8) Οι ιστορικοί εκτιμούν τον αριθμό των θυμάτων στο Άουσβιτς σε 1,1 εκατομμύρια.

***

[Δημοσιεύθηκε στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit», 17.01.2018. Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη