Ο Δημήτρης Νόλλας με την τριλογία Δύσκολοι Καιροί, καταγράφει την εποχή μας, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν κατέγραφε τη δική του με του μοντέρνους καιρούς, που κι εκείνοι δύσκολοι ήταν και ο μοντερνισμός, που μόλις είχε ξεκινήσει και είχε εξορίσει τον άνθρωπο από τη ζωή και είχε βάλει στο κέντρο της τη μηχανή και όπως λέει ο Νόλλας είχε εξορίσει το «Ιερό και είχε λατρέψει το Χρυσό μοσχάρι». Και ο κόσμος διαρκώς αλλάζει. Και όλοι εκείνοι που ευαγγελίζονται ριζικές αλλαγές, είναι όλοι τους «διαφορετικές συμμορίες από το ίδιο σόι». Το κακό είναι ότι δεν μπορεί κανείς να ζήσει μόνος, «αυτάρκης και ασφαλής, είναι μια αυταπάτη, είναι ένας νεκρός που δεν το ξέρει».
«Βλέπεις, είπε, είναι οι Άλλοι/ και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ/ Βλέπεις είπε είναι οι Άλλοι/ και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις» (Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον Εστί).
Η λέξη «τριλογία» μας πάει κατευθείαν στην αρχαία τραγωδία. Τριλογία γνωστή η Ορέστεια του Αισχύλου (Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες). Πρόσφατη σχετικώς οι Ακυβέρνητες πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (Η Λέσχη, Αριάγνη, Νυχτερίδα). Τώρα οι Δύσκολοι καιροί του Νόλλα, (Ταξίδι στην Ελλάδα, Μάρμαρα στη μέση, Ο κήπος στις φλόγες).
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στο εξώφυλλο του βιβλίου ένα ζευγάρι παπούτσια γεμάτα χώμα, δυο χούφτες χώμα σαν ο άνθρωπος που περπάτησε πολύ να επιστρέφει πλέον, στο χώμα που γεννήθηκε.
Τo Acropolis Express, λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάιο του 1963, έρχεται από τη Γερμανία στην Ελλάδα, φορτωμένο μετανάστες. Ανάμεσά τους ο Αρίστος ο οποίος παρατηρεί «το φεγγάρι χαμηλά στον ορίζοντα» που «πριν αρχίσει να βασιλεύει, άπλωνε ένα φωτεινό παραμυθένιο πέπλο και ασήμωνε την πλάση στην πιο σκοτεινή της ώρα». Η σκηνή θυμίζει μια άλλη επιστροφή, όταν ο Γιώργος Σεφέρης, επιστρέφοντας στην Ελλάδα από τη μέση Ανατολή με την εξόριστη κυβέρνηση, παρατηρούσε επίσης το φεγγάρι, πώς έκανε «τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο» και τα «νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας». Ας πούμε λοιπόν πως ο Δημήτρης Νόλλας συνεχίζει εκείνη την προ είκοσι ετών αφήγηση με τη διαφορά ότι οι τότε επιστρέφοντες ήταν υπουργοί και ανώτατοι αξιωματούχοι ενώ οι τωρινοί είναι φτωχοί και μη έχοντες στον ήλιο μοίρα.
Το χρονικό ορόσημο ‒λίγο μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963‒ αποτελεί πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Ο Αρίστος –αυτός είναι ο ήρωας του βιβλίου‒ παρατηρεί γύρω του τους «ρημαγμένους κήπους» (σαν Καρυωτάκης), αντιλαμβάνεται, ανεπαισθήτως, σαν έτοιμος από καιρό (σαν Καβάφης), «αναζητώντας το χαμένο χρόνο» (σαν Μαρσέλ Προυστ), πράγμα που υποδηλώνει το λογοτεχνικό υπόβαθρο του συγγραφέα και επανεπαληθεύει τον στίχο του Σεφέρη «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»∙ λόγια προγόνων από τους οποίους, όπως κληρονομήσαμε το σπίτι, το όνομα, τις συνήθειες, τα χαρακτηριστικά τους και την περπατησιά τους, κληρονομήσαμε και τα λόγια και πάθη που τελειωμό δεν έχουν όπως λέει και ο Παπαδιαμάντης. Και γι’ αυτό, μέγα αγαθό και πρώτο της ζωής, πέρα από την ίδια τη ζωή, είναι ο σεβασμός προς τους πατέρες. Το έχει πει σε μια συνέντευξή του «Πατρίδα είναι η γλώσσα μου, η ελληνική και η πίστη στον Χριστό. Όλα τα άλλα είναι “τα πούπουλα της κότας”». Δηλαδή ένα τίποτα που το παίρνει ο αέρας. Και να τος πάλι ο Σεφέρης: «ένα λινό κυμάτισμα, μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου ένα πουκάμισο αδειανό… μια Ελένη»… Το τίποτα ωραιοποιημένο και με τα «πούπουλα της κότας» απομυθοποιημένο.
Ο Αρίστος, λοιπόν και οι άλλοι, επιστρέφει. Γιατί; Νόστος, νοσταλγία για μια πατρίδα που τον γέννησε ή για μια απλή δουλειά που τον υποχρέωσε; Τίποτα δεν ξέρουμε με απόλυτη σαφήνεια και πολλά πράγματα αφήνονται στο φλου, όπως και στην αληθινή ζωή, γιατί ο συγγραφέας δεν στρογγυλεύει τα πράγματα και δεν επιδιώκει το happy end.
Έχουμε λοιπόν τον γυρισμό ενός ξενιτεμένου, ο οποίος ζούσε στη Γερμανία ως βοηθός κάποιου Καραμάνογλου στη λαχαναγορά του Μονάχου –μια εργασία γενικών καθηκόντων‒, αιώνιος ή περιπλανώμενος φοιτητής, ζωγράφος, και επί της ουσίας τίποτα, παρατηρητής και σχολιαστής, που ζούσε με το έμβασμα του αδελφού του που είχε μείνει πίσω, στο πατρικό σπίτι. Στην Ελλάδα τον φέρνει η υποχρέωση να συνοδεύσει τη Χρυσάνθη να μη χαθεί και στον δρόμο, ένα πρόσωπο λίγο «αποκλίνον» λίγο ανισόρροπη, που θα την φροντίσει η αδελφή της η Βασιλική. Ο Αρίστος για να περνά η ώρα ανοίγει μια συζήτηση μαζί της όπου η θέση και η άρση μοιράζονται ισοδύναμα επιχειρήματα. Ο Αρίστος θεωρεί τους Γερμανούς «κοράκια» και «κατακτητές της Ελλάδας», ενώ εκείνη του απαντά: «Δεν είχαμε ψωμί να φάμε. Πήγα να δουλέψω εκεί που μπόρεγα. Για ένα κομμάτι ψωμί, Τι πόλεμος τι ειρήνη, για ένα κομμάτι ψωμί η δουλειά είναι ίδια πάντα παντού, ακόρ νόρμα και πλάνο, να όπως ετούτοι», είπε κι έδειξε με μια κίνηση της κεφαλής τους μετανάστες που αποσύρονταν τώρα πίσω από τα παράθυρα του τρένου σαν σκιές θεατρίνων».
Στο τέλος του ταξιδιού η Χρυσάνθη εξαφανίζεται λες και όλο το ταξίδι και η συζήτηση στη διαδρομή έγινε για να φέρει στην επιφάνεια την ιστορία, τη φτώχεια της μεταπολεμικής Ελλάδας, το πρόβλημα του μετανάστη, το πολύ σοβαρό θέμα της ταυτότητας, της ελληνικής ιδιοπροσωπίας και πολλά άλλα, τα οποία ο συγγραφέας θα μας δώσει με πικρό χιούμορ και συγχρόνως με τον καημό του ανθρώπου που αντιλαμβάνεται τι γίνεται.
Παραδείγματα:
‒ ένας βοσκός πάνω στο βουνό δεν ξέρει αν είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων με τα βαριά ονόματα αλλά όταν ακούει ένα λαϊκό τραγούδι του Παπαϊωάννου αισθάνεται τη βαριά κληρονομιά του σαν «φουσκωμένο ρέμα που κατεβάζει κούτσουρα και μαύρα λιθάρια και λάσπη, που μέσα της λαμπιρίζουν ψήγματα χρυσού… ένα πλατύ ρωμαίικο ποτάμι … κι αρχίζω να παραμιλώ σαν αρχαίος Έλληνας» (89). Με το καλλιτεχνικό ανάλογο ‒ένα ρεμπέτικο τραγούδι‒ ο συγγραφέας έδωσε την απάντηση, σε ένα δύσκολο θέμα, αν και δεν είναι αυτή η μόνη απάντηση.
‒Ο Βιρτζίλης (παρθένος) πίστευε στο ανθεκτικό και στο αιώνιο γι’ αυτό δεν αγοράζει μηχανήματα, αλλά μένει πιστός στα παραδοσιακά που κληρονόμησε από τους γονείς του και όχι μόνο εργαλεία αλλά και ιδέες, συμπεριφορές και όλα όσα πρέπει να διασωθούν από τη λαίλαπα του μοντερνισμού.
‒ Ο Αποστόλης Πέρδικας ή Περδίκας (το Περδίκας μας πάει κατευθείαν στους Μακεδόνες και στην αρχαία καταγωγή), θέλει να σπουδάσει φιλολογία και ο πατέρας του επιμένει, όχι στη Θεσσαλονίκη αλλά στην Αθήνα. (Υποψιάζομαι πως η επιλογή του έχει σχέση με την αίγλη της πόλης και του αρχαιοπρεπούς πανεπιστημίου της). Και από κουβέντα σε κουβέντα η συζήτηση θα φτάσει σε αμιγώς φιλολογικά θέματα όπως είναι η Δίκη των τόνων, ο Μεσολογγίτης Μιλτιάδης Μαλακάσης, το είδος της ποίησής του και οι λεπτές παρατηρήσεις πάνω στην τεχνοτροπία του (94), ο Μαλαρμέ και ο Βερλαίν. Τελικά ο Περδίκας δεν θα σπουδάσει αλλά θα παραμείνει στα κτήματα του πατέρα του σαν τον Τολστόι.
Η πορεία της αφήγησης, όπως ήδη κατανοούμε, έχει πολλές παρεκβάσεις και αναδρομές, πολλούς μικρούς παραπόταμους που χύνονται στο μεγάλο ποτάμι και με τις οποίες οι χρόνοι μπερδεύονται, το παρελθόν αναδύεται στο παρόν και τα σημερινά δεινά μας δείχνουν τις παλιές τους ρίζες. Συγκλονιστική είναι η αποτίμηση του Εμφυλίου. Ανεπούλωτο το παλιό τραύμα. Πληγή βαθιά, που από όποια γωνία και αν την κοιτάξεις δεν θα καταλήξεις παρά στην απόγνωση. Ποιοι έκαναν τι και γιατί. Ποιος μιλάει για ποιο θέμα, πώς το παρουσιάζει –σαν κοινωνικός αναλυτής που βλέπει μακριά στο πριν της αιτίας και στο μετά των συνεπειών. Όσο για το χυμένο αίμα, αυτό είναι απαραίτητο για να στεριώσει η νέα συνθήκη ποιμένα και προβάτων, αφέντη και δούλου… Γαλλική Επανάσταση, Ρωσική Επανάσταση… Η κουβέντα τεχνηέντως τελειώνει με το «μόνο με ψωμί δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος», μόνο με ψωμί γίνεται κτήνος∙ ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος. Τελικά υπάρχει αλήθεια; Είναι έτσι όπως τα λέει ο Αποστόλης, που θέλει να σπουδάσει φιλολογία; Ή όχι; Ο συγγραφέας φαίνεται ότι μας προειδοποιεί: πρόσεξε, μπορεί να μην είναι έτσι … «Αλήθεια δεν είναι μόνο αυτό που έγινε αλλά κι αυτό που θα μπορούσε να έχει γίνει». Και διεκδικεί ακόμα και την αλήθεια του ψέματός του (122). Ο Ελύτης λέει: το ψέμα μου ήταν τόσο αληθινό που ακόμα καιν τα χείλη μου …
Στο ερώτημα, τι ήθελε να πει ο συγγραφέας, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε από τον Θουκυδίδης και να φτάσουμε στα «παπανδρεϊκά», τον «αμοραλισμό» και την «πολιτική πανώλη».
Και οι εμφύλιοι μπορεί να συνεχίζονται ακόμα κα σε επίπεδο διανομής της οικογενειακής περιουσίας. Στο ερώτημα, γιατί σκαλίζουμε το παρελθόν, η απάντηση είναι ότι «η τέχνη του παρελθόντος γίνεται η μόνη διαθέσιμη διάσταση του χρόνου στην οποία μπορούμε να δραπετεύσουμε από τη φυλακή του παρόντος» και αυτή είναι μια άποψη που φέρνει κοντά τους Μαλρώ, Μπένγιαμιν, Ώντεν, Γκάνταμερ. Η τέχνη, όπως γράφει ο Ώντεν, είναι «το μόνο σχεδόν μέσο για να μοιραζόμαστε το ψωμί με τους νεκρούς».
ΜΑΡΜΑΡΑ ΣΤΗ ΜΕΣΗ
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ένα αντρικό πουκάμισο, αδειανό, γεμάτο ονόματα λογοτεχνών με ένα τετράγωνο παράθυρο, ένα μάρμαρο, στο κέντρο, στο στήθος, όπου «είχε κράτος κι εξουσία η άνοιξη», θα έλεγε ο Ελύτης ή εκεί που έχει τη βάση του ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου.
Μας περνάει η ιδέα ότι όλα αυτά τα ονόματα που έχυσαν το μελάνι τους για να γράψουν είναι το ανάλογο εκείνων των πολλών που έχυσαν το αίμα τους στον Σκάμανδρο που κατρακυλάει κορμιά, αίμα και λάσπη, μια εικόνα που μπορεί να είναι του Νόλλα, αλλά και του Ομήρου και του Σεφέρη.
Το βιβλίο αρχίζει με την περιγραφή μιας τοιχογραφίας, μεγάλων διαστάσεων, μεσαιωνική με μια Κυρά στη μέση, με χρυσοποίκιλτο ένδυμα, με μεγάλη ποικιλία των εικονιζομένων και δρωμένων, σαν λαϊκή μεσαιωνική ζωγραφιά, που θέλει να συμπεριλάβει όλο το διάνυσμα χρόνου και όλα τα γεγονότα της ζωής. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι αυτομάτως ο νους μας τρέχει στην περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα και του Ηρακλή και στο κέντημα του μαντηλιού του Κρυστάλλη ή, τέλος στον Ιερώνυμο Μπος. Η αναφορά σε ζεστά χρώματα, σε επαγγελματίες, σε μια σκηνή εκτέλεσης, στον κόσμο που συρρέει για να παρακολουθήσει εκτελέσεις και από την άλλη μεριά η θάλασσα και οι άνθρωποι που ασχολούνται μαζί της και πίσω τους ένα φλεγόμενο αρχοντικό (κάτι που θα βρούμε στην εναρκτήρια και καταληκτική εικόνα του τρίτου μέρους της τριλογίας), όπου οι εγκλωβισμένοι ψήνονταν. Η τοιχογραφία, βεβαίως, συνιστά αλληγορία∙ αλληγορία του κόσμου μας. Η αναφορά της συκομουριάς με «τον κοντοστούπη που φλέγεται να γνωρίσει τον σωτήρα του» υποθέτουμε εννοεί εκείνον τον πλούσιο νέο που, εφόσον έχει κερδίσει την απέραντη περιουσία του πατέρα του, χωρίς να κοπιάσει, τώρα θέλει και την αιώνια ζωή για να την απολαύσει. Και ο Ιησούς τον απογοήτευσε όταν του πρότεινε να τα πουλήσει όλα και να τον ακολουθήσει!
Μετά ο συγγραφέας βλέπει πέρα τον κόσμο όλο, τη Θεσσαλονίκη, τη Ρηνανία Βεστφαλία (όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος έβλεπε από την κορυφή του βουνού Έρρε, στην Ύδρα, το τρανό Μισίρι, όλη η Λατινική Αμερική και τον Μπολιβάρ), μια αλληγορία της επιβολής της Δύσης στην Ανατολή – «κινούμενη λάσπη που πνίγει τα πάντα».
Ο Καραμπίνης, ο ζωγράφος του τοίχου, μας θυμίζει τον Ντιέγκο Ριβέρα που ζωγράφισε στην αίθουσα υποδοχής στο Μέγαρο Ροκφέλερ με έναν πίνακα τεραστίων διαστάσεων που έδειχνε τον θρίαμβο του καπιταλισμού και στο κέντρο έβαλε τον Λένιν.
Το θέμα τώρα είναι τα λεφτά, το χρήμα και η κομπίνα που θα μας το εξασφαλίσει: «Μαγεύουν, φίλε, τα λεφτά. Μαγεύουν όπως ο έρωτας… Στο χρήμα το Εγώ βρίσκει την τέλεια αποθέωσή του» και το μυαλό του αφηγητή στριφογυρίζει πάνω «στη μαγεία των χρημάτων».
Ο Γιάννης και ο Μπάμπης έρχονται στο Μύνστερ της Γερμανίας να πουλήσουν μάρμαρα. Η κόρη του Γιάννη ήταν αρραβωνιασμένη με τον Χάινριχ αλλά το προξενιό χάλασε και η δουλειά έχει εμπόδια. Ο κοζάκος ταξιτζής που τους παραλαμβάνει από το αεροδρόμιο κατάγεται από τις περιοχές της Μαύρης θάλασσας, όπου με τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές είχε «καταφέρει το κοινωνικό σύνολο να τον τρέφει, να τον ντύνει και να τον φροντίζει χωρίς ο ίδιος να προσφέρει κανένα αντάλλαγμα» (σ. 32) «χωρίς να κάνει ούτε ένα σπαγγάτο, να απαγγείλει κάτι τις… αυτά ανήκαν σε αιώνες που είχαν παρέλθει. Τώρα μπορούσες να δημιουργήσεις αόρατες αξίες και εργοστάσια που δεν βρίσκονταν στο χάρτη ούτε τα κλεμμένα στις τσέπες του κοζάκου». Όταν όμως τον ανακάλυψαν άλλαξε ρούχα και το ’σκασε σαν τον βασιλιά Δημήτριο στο ποίημα του Καβάφη. Ο Μπάμπης που έρχεται να πουλήσει μάρμαρα στο Μύνστερ, εμπορεύεται επί ίσοις όροις με τους Γερμανούς. Δεν είναι ο κακομοίρης της προηγούμενης φουρνιάς μεταναστών και φυσικά καθόλου δεν θυμάται τον Μακρυγιάννη που συμβούλευε να μην τα πουλήσουμε, πως για τούτα δω πολεμήσαμε. Οι ορθολογιστές του είδους ετούτα δω τα μάρμαρα τα ξεπουλάνε στους Ευρωπαίους. Ο Καραμπίνης, λοιπόν, που είναι ο ζωγράφος της τοιχογραφίας, γράφει το «ανωφελές βιβλίο», με τίτλο 999 επειδή τόσες είναι οι μέρες στις οποίες αναφέρεται (αν όμως διαβάσουμε το 999 ανάποδα έχουμε το 666, άρα μιλάμε για τον Μαμωνά και το ξεπούλημα των πάντων για το χρήμα).
Σιγά σιγά έρχονται στην επιφάνεια παλιοί έρωτες –ο Μπάμπης η γυναίκα του, το διαζύγιο, η νέα γυναίκα του, η κόρη του, ο Βούλγαρος ανάπηρος αγαπητικός‒ παλιές λαμογιές, πληροφορίες για τα ανατολικά καθεστώτα, για την εξέγερση του ’56 στην Ουγγαρία που ίσως την είχαν στήσει οι φασίστες, αντιζηλίες, πρόσφυγες, καταυλισμοί. Το παρελθόν είναι ένα παλίμψηστο, που γράφτηκε και ξαναγράφτηκε από ιστορίες ανθρώπων, ιστορείται, μυθοποιείται και ξαναϊστορείται.
Ο Καζάκος, που τον λένε κοζάκο και είναι το πρώτο λαμόγιο, υποστηρίζει ότι οι τράπεζες, δίνοντας δάνεια είναι «απ’ την αρχή εξασφαλισμένες έχοντας υποθηκεύσει χωράφια και υποστατικά» και «στη Ρωσία τα ίδια… όλη η χώρα ένα απέραντο πουταναριό… Πρώτα την ρημάζεις και μετά την ξεσκίζεις». Και τώρα εδώ στη Γερμανία με την ενοποίηση …«Πάντα μπερδεύεται η κατάσταση όταν πάνε να ενωθούν δύο διαφορετικά πράγματα…». Ποια είναι τα διαφορετικά πράγματα; Η Δυτική Γερμανία και η Ανατολική, που με την ενοποίηση, υποβιβάστηκε σε υπηρετική της Δυτικής. Ευρύτερα, ας πούμε πως είναι οι κοινωνικές τάξεις και πρώτη από όλες η αστική τάξη, πράγμα που σημαίνει πρώτα απ’ όλα Τράπεζες και τράπεζες θα πει απάτη. «Την απάτη την κατάλαβε ένας μπαστουνόβλαχος οποίος στο γλωσσικό του ιδίωμα είπε εγώ έχω σπίτι γιατί να πάρω δάνειο;» (σ. 30) Ε! αυτός «ήταν ένας συνειδητός εχθρός της προόδου, ενώ κάτι απόκληροι που έπιναν μπύρα από το ίδιο μπουκάλι ήταν «η αμόλυβδη του εκσυγχρονισμού», «διπλό όφελος για το καπιτάλι. Και τους μαζέψανε οι τράπεζες τις περιουσίες και βρίσκουνε φτηνή εργατική δύναμη τα εργοστάσια».
Αυτά γίνονταν πάντα έτσι ίδια, μέχρι την επόμενη της επόμενης … μέχρι τη συντέλεια του κόσμου (57). Ή όπως το έχει ποιητικά διατυπώσει ο Μανόλης Αναγνωστάκης: «Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα. Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους» («Θεσσαλονίκη, Μέρες 1969»).
Μερικοί από τους μύθους που ανατρέπονται στο βιβλίο, είναι:
Στη Γερμανία υπάρχει τάξη. Έ …Χωρίς το βλέμμα του επόπτη κάπνιζαν στη ζούλα και έπιναν μπύρα.
Σχέση της αρχαίας με τη σύγχρονη Ελλάδα. Αυτό είναι μία ψευδαίσθηση!
Για το συμφέρον τους και τη διείσδυση στην Ανατολή βοήθησαν οι ξένοι…
Ο δανεισμός από τον καιρό της Ανεξαρτησίας φτάνει στο σήμερα (άποψη που υποστηρίζει και ο Ρόντρικ Μπήτον στο βιβλίο του Ο πόλεμος του Μπάιρον).
Όλα, λοιπόν, είναι λόγια εύθρυπτα σαν τα τσόφλια του αυγού τα παίρνει ο αέρας∙ μια άλλη εκδοχή του έπεα πτερόεντα∙ απομυθοποιητική.
Ο Μπάμπης, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Εώρακά σε Μπάμπη»… Σαν να λέμε «σε κατάλαβα, Μπάμπη» (ή με το στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Α! ρε Λαυρέντη εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν, Τι κάλπικος παράς»), γνήσιο τέκνο της εποχής, έχει σαν σύνθημα τη φράση: πουλάμε Ιδέα σε ανίδεους. Πουλάει μάρμαρα, ένα υλικό που σε μια δεύτερη ανάγνωση είναι αυτό που έδωσε μορφή σε Αφροδίτες, Απόλλωνες και Ερμήδες, που έγινε το δείγμα ενός μεγάλου πολιτισμού και τώρα πουλιέται μόνο σαν υλικό (στην ταινία του Αγγελόπουλου, το άγαλμα του Λένιν μεταφέρεται για να χρησιμοποιηθεί κι αυτό απλώς σαν υλικό).
Σε μια κοινωνία που όλα έχουν αλλάξει, που οι συμπεριφορές όλες εξετάζονται με μέτρο το συμφέρον, όπου και η καλημέρα είναι ύποπτη και κανείς δεν την λέει αν δεν περιμένει κάποιο κέρδος (αν κάνεις κάτι χωρίς κέρδος σε κοιτάνε ύποπτα, λέει ο Ελύτης), η καλή τύχη είναι η καλύτερη τιμή και καλύτερη τιμή είναι αυτή που έχει το μάρμαρο τώρα. Και αν τα μάρμαρα βρεθούν στο οικόπεδο που χτίζουμε, Μάρμαρα στη μέση, τότε τα σκεπάζουμε και χτίζουμε από πάνω, με όποια συμπαραδήλωση και όσα παρασημαινόμενα έχει αυτή η πράξη μέσα στο μυθιστόρημα και την πραγματικότητα.
Ο ΚΗΠΟΣ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
Η φωτιά έχει ένα αντιφατικό ρόλο. Έδωσε ώθηση στον πολιτισμό αλλά και στον πόλεμο. Είναι ένα από τα τέσσερα στοιχεία των Ιώνων φιλοσόφων και το ένα που έκλεψε ο Προμηθέας από τον Δία και το έδωσε κρυφά στους ανθρώπους. Τα πάντα στη φωτιά αναλώνονται. Καταλύονται. Εξαγνίζονται, γι’ αυτό και η Ιερά Εξέταση έκαιγε τους αμαρτωλούς, αιρετικούς, διαφωνούντες, πάσης φύσεως εχθρούς. Φωτιά στα Σόδομα και Γόμορρα. Comfutatis maledictis, Flamis acribus adictis voca me cum benedictis, ακούμε στο requiem της λατινικής εκκλησίας.
Θέλω να κατεβώ τα σκαλοπάτια. /Να πέσω μες στη θαλερή φωτιά
Κι ύστερα ν’ αναληφθώ / σαν άγγελος Κυρίου (Οδυσσέας Ελύτης)
Καμένα σπίρτα και στο εξώφυλλο του βιβλίου και αποκαΐδια και Ο κήπος στις φλόγες. Για ποιον Κήπο πρόκειται;
Το βιβλίο ξεκινάει με την περιγραφή μιας εικόνας, ενός ταμπλό βιβάν, ζωντανού πίνακα, δηλαδή. Καίγεται το σύμπαν καίγονται άνθρωποι και τα καμένα υπολείμματά τους τα παίρνει ο αέρας. Εικόνα βιβλικής καταστροφής, συνταρακτική, της οποίας η χειμαρρώδης περιγραφή φτάνει τις δυόμισι σελίδες, απνευστί. Πολλές οι βιβλικές συνδηλώσεις, φανερές ή αφανείς, όπως τα «φλεγόμενα σεραφείμ» και τα απομυθοποιημένα «μαυροκοκκινισμένα δαμάσκηνα» Καίγονται οι «κλητήρες και διάκονοι του χρήματος», αυτοί οι τραπεζίτες που υπηρετούν τον σύγχρονο θεό, το χρήμα.
Χέρι με χέρι, η φιλότης με το νείκος, με το συν και πλην προωθείται η αφήγηση, επιβεβαιώνοντας τον Εμπεδοκλή και τη συνύπαρξη των αντιθέτων. Φυσικά δεν λείπει και το πικρό χιούμορ. Στο κομφούζιο του σύγχρονου κόσμου δυο ήρωες αποπροσανατολισμένοι μοιάζουν βοσκοί που χάθηκαν στο Φάληρο (ένας Υδραίος στη Λάρισα, λέει ο Νίκος Εγγονόπουλος), με άλλα λόγια, πάλι η αντίφαση, η θέση και η άρση κάθε στιγμή, όπως το μπούλινγκ που υφίσταται ο μετανάστης από τους υπερήφανους για την ανωτερότητά τους Έλληνες.
Ήρωας του βιβλίου τώρα είναι ο Μιχάλης, γιος της Λουκίας και του Ζαχαρία. Ο Ζαχαρίας πέθανε πέρυσι και η Λουκία θέλει να του κάνει το ετήσιο μνημόσυνο. Η συζήτηση της μάνας με τον γιο θα θέσει και θα άρει σημαντικά πράγματα που με τον ορθολογισμό πετιούνται στον κάδο αλλά στην καρδιά φυλάσσονται ως ιερά, τιμαλφή και απαραβίαστα. Στη συζήτηση για τα κόλλυβα, ο γιος αμφισβητεί την αξία και τη σημασία τους. Εκείνη όμως, μαλακά, ήπια, στοργικά του εξηγεί: «τα μνημόσυνα και οι ευχές πάνω στα στάρια αναπαύουν κυρίως εμάς τους ίδιους και μας διευκολύνουν να επικοινωνούμε με τα σχήματα του παρελθόντος, παιδί μου». Και συνεχίζει σαν να του έκανε μάθημα για την ανάγκη της μνήμης, που «καλλιεργεί την ελπίδα και μας γλυκαίνει τη ζωή, παιδί μου». «Σε παρακαλώ, παιδί μου. Τους νεκρούς τους κλαίμε και τους θάβουμε∙ για να ξέρουμε πού βρίσκονται όταν πηγαίνουμε να τους ανάβουμε κάνα κερί∙ δεν τους σκορπίζουμε στον αέρα…».
Κι εδώ, ο συγγραφέας μας υπενθυμίζει τη σχέση μας με τους νεκρούς μας που παραδοσιακά, τους νιώθουμε ζωντανούς, κατοικούμε μέσα στο σπίτι τους που εμείς το κληρονομήσαμε, όπως κληρονομήσαμε και το όνομα του παππού μας ή της γιαγιάς μας και το βάρος ενός πολιτισμού που ξεπουλάμε, ή αγνοούμε, ή αδιαφορούμε γι’ αυτόν. Βέβαια, και η καύση των νεκρών αρχαία ελληνική είναι, ομηρική. Τους ομηρικούς ήρωες τους έκαιγαν, όμως η ταφή είναι και αρχαία και χριστιανική και, μας επιτρέπει να ελπίζουμε, αν και καλά το ξέρουμε πως εκεί μέσα στο χώμα όλα έχουν αποσυντεθεί.
Ο Μιχάλης όμως επιμένει. «Από τη στιγμή που πεθαίνει ο άνθρωπος… τι σημασία έχει αν τον θάψεις ή τον κάψεις; Έτσι κι αλλιώς είναι πιο ωραίο να τον πάρει ο αέρας παρά να τον φάνε τα σκουλήκια». Σωστή ακούγεται η άποψη αλλά η Λουκία προβάλλει τη δική της θέση: «Είμαι η γυναίκα του παιδί μου κι εγώ αποφασίζω. Το καταλαβαίνεις αυτό;» . «Κι εγώ ο γιος του ο αγαπητός δεν μετράω;… δεν έχω λόγο εγώ;».
Πιστεύω ότι στα λόγια του Μιχάλη ακούω Ιησού Χριστό για να μην μπω στη λεπτομέρεια ότι ο Μιχάλης ήταν γιος ενός Προξένου που η Λουκία τον χώρισε, ενώ ήταν έγκυος και τον γέννησε μέσα στο νέο γάμο με τον Ζαχαρία. Δηλαδή, βλέπω τον Χριστό σε μια ταπεινή παραλλαγή.
Θεός, Ιωσήφ, Παναγία, Ιησούς / Πρόξενος, Ζαχαρίας, Λουκία, Μιχάλης με τα σοφά επιλεγμένα ονόματά τους.
Ο διάλογος-αντίλογος μάνας και γιου μας θυμίζει τις αρχαίες δημηγορίες όπου οι ρήτορες, στήθος με στήθος, ανέπτυσσαν τα επιχειρήματά τους. Και είχαν και οι δύο δίκιο. Όπως και στην τραγωδία. Η Λουκία μας θυμίζει την Αντιγόνη, ο νέος και νέαις ταις διανοίαις χρώμενος γιος της (τηρουμένων των αναλογιών) μας θυμίζει τον Κρέοντα, τον ορθολογιστή, που καμιά σημασία δεν δίνει στο άταφο σώμα, αλλά το τιμωρεί να το φάνε τα σκυλιά και τα όρνια. Εδώ δεν πρόκειται περί αυτού αλλά περί μίας εν ευρεία εννοία αποδοχής της καύσης ή μη των νεκρών. Η ίση επιχειρηματολογία έχει σημασία. Και οι δύο, όπως και στην τραγωδία, έχουν δίκιο. Ωστόσο, μπορεί ο αρχαίος πολίτης θεατής να τάσσεται με τον Κρεόντα που υποστηρίζει την πόλη και τιμωρεί τον εχθρό της, όμως οι αιώνες που πέρασαν τάχθηκαν στο πλευρό της Αντιγόνης που κέρδισε την αγάπη μας, γιατί λειτούργησε με την καρδιά. Και οι δύο λοιπόν έχουν δίκιο, όπως και η Λουκία και ο γιος της, αλλά είναι η διαφορά των γενεών που τους κάνει να έχουν διαφορετική άποψη. Ωστόσο, η Λουκία, με τον τρόπο της, μας θυμίζει την Παναγία, ενώ ο γιος της τον Ιησού πλασμένο, όμως, με τα υλικά του Καζαντζάκη. Κάνω με επιφύλαξη αυτές τις συνδέσεις και πρέπει να τονίσω ότι ο συγγραφέας δεν παίρνει τη θέση κανενός. Απλώς παραθέτει τα επιχειρήματά τους. Όμως το ένστικτό μας λέει πως συμφωνεί με τη Λουκία… «Δεν τους σκορπίζουμε τους νεκρούς στον αέρα» (προσέχω τη φωτιά και τα «φλεγόμενα σεραφείμ» ή «μαυροκοκκινισμένα δαμάσκηνα» και τις ανάλογες εκφράσεις, που ήδη αναφέραμε, «πούπουλα της κότας» και «λόγια εύθρυπτα σαν τα τσόφλια του αυγού τα παίρνει ο αέρας».
Στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Αθηναϊκοί περίπατοι», ο νους μας πάει στον ξινό αριστοκράτη Εμμανουήλ Ροΐδη, αλλά η πρώτη του φράση: «Ήτο Ιούλιος και ο καύσων εκτυφλωτικός»… μας οδηγεί ολοταχώς «Εις την οδόν των Φιλελλήνων» του Ανδρέα Εμπειρίκου, όπου ο «καύσων», ήτοι το φως «έκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Και πώς τα κατάφεραν αυτό; Με την τέχνη. Ένας θίασος τριγυρίζει στις σελίδες, που τον συναποτελούν οι ήρωες του βιβλίου και μας θυμίζει βέβαια τον Θίασο του Αγγελόπουλου, όπου έπαιζαν τον Αγαπητικό της βοσκοπούλας αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν και οι αντάρτες και ο ρουφιάνος που κατήγγειλε τον θιασάρχη. Την ώρα της εκτέλεσης εκείνος φώναξε: «Εγώ ήρθα από την Ιωνία, εσείς από πού ήρθατε;» Και είναι αυτή η κραυγή ίδια με τα λόγια του δύστυχου μετανάστη, του Ζαχίρ που οι «υπερήφανοι» για την ελληνικότητά τους Έλληνες του κάνουν μπούλινγκ: «εγώ, ρε χαμένα, κατάγομαι από την Παλμύρα». Αλλά ποιος καταλαβαίνει τον καημό του άλλου ή ξέρει ποια ήταν Παλμύρα που πρόσφατα ισοπέδωσαν οι Τζιχαντιστές.
Και αν αναρωτηθεί κανείς τι είναι ο «περιπλανώμενος Τσαμπανό», για να δούμε τα καλλιτεχνικά ανάλογα, αυτόν τον έχουμε ήδη πριν από πολλά χρόνια συναντήσει στην ταινία του Φελίνι Λα Στράντα, όπου ο περιπλανώμενος «καλλιτέχνης» σπάει τις αλυσίδες του (σαν τον Τζίμη τον τίγρη) και η Τζελσομίνα, Τζουλιέτα Μασίνα, μαζεύει πενταροδεκάρες από τους θεατές.
Ο Μιχάλης, λοιπόν, θα μπει στον θίασο των τσιρκολάνων με αρχηγό τον Μαξ που είναι πρώην αστυνομικός και τώρα συνεργάζεται και με την αστυνομία και με τον υπόκοσμο, που βγάζει παράνομες άδειες παραμονής με το αζημίωτο, που κάνει μάθημα στους απόκληρους πως το να κλέβουν ένα πακέτο μακαρόνια δεν είναι κλεψιά. Τις τράπεζες πρέπει να κλέψουν.
Όλοι οι κατατρεγμένοι κάνουν κατάληψη στη «Βίλα Κατάθλιψη», στην Άνω Γλυφάδα, που οι περίοικοι την ονομάζουν τόπο «ιστορικής μνήμης» για να τους διώξουν. Εκεί θα παιχτεί η τελευταία πράξη του δράματος με πρωταγωνιστή το «παιδί» του Ηράκλειτου που παίζει με τη φωτιά. «Αιών παις εστί παίζων πεσσεύων, παιδός η βασιλίη» και σε ελεύθερη μεταγραφή από τον Καρυωτάκη,
«Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι»
(«Φθορά»).
Από αυτή τη φθορά-φωτιά θα σωθούν τα πολύτιμα υλικά για να ξαναρχίσει η ζωή από την αρχή στις σωστές της βάσεις.
Αυτός εν ολίγοις είναι ο σκελετός. Η ουσία. Ο κόσμος μας. Η αθλιότητα και η δυστυχία, η ανασφάλεια και η εκμετάλλευση. Όμως η λογοτεχνία, πέρα από το περιεχόμενο, είναι η τέχνη του λόγου. Κι εδώ ο λόγος είναι που κάνει τη διαφορά του λογοτεχνικού κειμένου από το γεγονός, το σχόλιο, το ντοκουμέντο, τη δημοσιογραφική είδηση, που όλα αυτά τα συμπεριλαμβάνει το κείμενο του Νόλλα. Ο λόγος πυκνός, με απρόσμενα περάσματα από το ένα θέμα στο άλλο, κάθε λέξη μονάδα με βαρύνουσα σημασία, με την ιστορία της, και ό,τι μεταφέρει από άλλα κείμενα, μνήμες αισθήσεις, εντυπώσεις, μεταφέροντας την εστία του ενδιαφέροντος από τον κόσμο στον άνθρωπο ο οποίος παρατηρεί τον κόσμο και τον ζει, άρα τον σημασιοδοτεί, καθώς έλεγε ο Greimas. λόγος πολύπλοκος, πολυδιάστατος, με πολλές εκφάνσεις για να υπαινιχτεί πως δεν είναι μία η αλήθεια αλλά πολλές. Δεν ερμηνεύονται όλα με τη λογική. Το συμβάν στενεύει τα όρια του προβλήματος, δεν δείχνει τις αθέατες ρίζες που το εξέθρεψαν, τις συνθήκες που του έδωσαν ύπαρξη, που του έδωσαν όρια, έκταση.
Η αλήθεια που ερμηνεύει τα φαινόμενα έχει, πέραν της λογικής, κι άλλους δρόμους, όπως ο μύθος, το παράδειγμα και το ένστικτο που δεν υπακούουν στη λογική.
Η αφήγηση, λοιπόν, είναι ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων φύσης, ζωής, ψυχής, συνθηκών, άπειρων παραμέτρων, αντιφάσεων, αντιθέσεων, μεταλλάξεων μέσα στις οποίες γεννιέται και μεγαλώνει ο άνθρωπος, εμείς οι Νεοέλληνες.
Ο Μισέλ Φουκό στο έργο του Η Αρχαιολογία της γνώσης λέει πως «Η ανάλυση της σκέψης είναι πάντα αλληγορική σε σχέση με τον λόγο που χρησιμοποιεί». Ποια λοιπόν είναι η σκέψη του Δημήτρη Νόλλα; Για ποιο πράγμα ήθελε να μιλήσει;
Ήθελε να μιλήσει για το χαμένο μεγαλείο που στα χέρια πολλών έχει γίνει λευκό χαρτί χωρίς ουσία – Ιδέα για τους ανίδεους;
Ήθελε να καταγγείλει την ορθολογιστική οικονομιστική αντίληψη της ζωής; Ήθελε να πει πως οι χθεσινοί πεινασμένοι και σήμερα χορτασμένοι εκμεταλλεύονται τους αδύναμους;
Ότι δεν μπορούμε να πετάξουμε στα άχρηστα αξίες και κανόνες του ηθικού κώδικα, παλαιά κατάλοιπα, ήθη ή έθιμα, επειδή δεν έχουν ορθολογιστική ερμηνεία;
Ήθελε να αποκαταστήσει την ηθική τάξη ανάμεσα σε νεκρούς και ζωντανούς και να τους δώσει μια θέση στη γη που τους γέννησε;
Ήθελε να προβάλει τον ρόλο του γονιού που μεγαλώνει με αγάπη το παιδί του κι ας μην είναι δικό του;
Ήθελε να μιλήσει για την αδελφοφαγία που εκκινεί από αρχή του κόσμου, διασχίζει τον μύθο και την ιστορία, περνάει μέσα από την οικογένεια και φτάνει στην οικογενειακή κληρονομιά; (Κάιν και Άβελ, Αγαμέμνων και Αίγισθος, Οδυσσέας και μνηστήρες, Βάιος και Αρίστος).
Κάτω από το εμφανές, το έκδηλο, υπάρχουν και άλλες μορφές απόφανσης και εκείνο που αναζητούμε είναι σιωπηλό και αθέατο και φωνάζει με τον τρόπο του να βγει στο φως. Το έργο, λέει ο Τ. Σ. Έλιοτ για το ποίημα (ισχύει και για το πεζό), πρέπει να κατανοεί και να διαλέγεται με την ποικιλία και τη συνθετότητα της εποχής. Ο Σεφέρης, συμβουλεύει να μη διαβάζουμε με τα μάτια, αλλά να κάνουμε αναγωγή στη ρίζα του γραπτού, που είναι ο προφορικός λόγος.
Τέλος η φωτιά, λέει ο Φίλιπ Σέραρντ, εξαγνίζει και στρέφει την προσοχή σ’ έναν κόσμο μεγαλύτερης πνευματικής αρμονίας…
«Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις στη λάμψη», ακούμε τον Ελύτη στο Άξιον Εστί.
Και τον Σεφέρη να κλείνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» με τους ακόλουθους στίχους: «φώναξε τα παιδιὰ να μαζέψουν τη στάχτη/ και να τη σπείρουν./ Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά./Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν/ πρέπει να καούν».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]