Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης, Dirk Uwe Hansen
Το κρυφτό
-Όλο τρέχω πίσω από κηδείες αγνώστων-
Ανοίγω τα συρτάρια μου και βρίσκω ουρανό.
Ψάχνω για τις κάλτσες μου και βρίσκω
παλιές φωτογραφίες.
Χώμα σκεπάζει τους λάκκους. Είναι συνέχεια
χειμώνας. Υπάρχει σκηνοθεσία βροχής.
Βαμμένος γκρίζος ο χάρτινος ορίζοντας.
Με μαχαίρια σκίζουν το χαρτί – έτσι είναι οι αστραπές –
αλλά δεν βρέχει. Μετά γίνομαι παιδάκι.
Είμαι κρυμμένος μέσα στη ντουλάπα – από τότε
με έχει φάει το σκοτάδι –
Verstecken
— Ich laufe immer den Beerdigungszügen Unbekannter hinterher —
Ich öffne meine Schublade und finde einen Himmel.
Ich suche meine Socken und finde
alte Photographien.
Erde füllt die Gruben. Ununterbrochen ist
Winter. Es gibt eine Inszenierung von Regen.
Der papierene Horizont ist in Grau getaucht.
Wie Messer schneiden sie in das Papier — so sind die Blitze —,
aber es regnet nicht. Danach werde ich ein kleines Kind.
Versteckt im Kleiderschrank — seitdem
bin ich vom Dunkel verschluckt —
**
Κοντά στα ύδατα
Ήταν μέρα συνηθισμένη, μαλακιά,
ο καιρός το πήγαινε στη μουσική.
Η σκέψη μου είχε βγει από τη θήκη της
και σε πλησίαζε, ή καθόμαστε πολύ κοντά
και δεν δικαιολογείται αυτή η νοσταλγία.
Τα ποτάμια και οι λίμνες είναι μακριά.
Είμαστε στο λουτρό με αναμμένο θερμοσίφωνο.
Το κόκκινο φως είναι το μάτι του Θεού.
Καπνισμένος από το όνειρο
και επειδή με λένε Ιωάννη,
προσπαθώ να σε βαπτίσω.
Όλο γλιστράς, θέλεις να μείνεις
άπιστη ξανθιά.
Αφαιρούμαι, γίνομαι ένα πλην,
σε ξεχνάω. Αντικατοπτρίζω
τον ερημίτη που ακούει
την ακρίδα να του τραγουδάει
το εωθινό.
Nah am Wasser
Es war ein gewöhnlicher, sanfter Tag,
das Wetter neigte zu Musik.
Mein Denken hatte seine Hülle verlassen
und näherte sich dir, oder wir saßen nah beieinander,
diese Sehnsucht ist also unbegründet.
Die Flüsse und Seen waren weit weg.
Wir sind im Bad mit eingeschaltetem Boiler.
Das rote Licht ist das Auge Gottes.
Rußgeschwärzt vom Traum,
und weil mein Name Johannes ist,
versuche ich dich zu taufen.
Du entgleitest mir, du willst
eine ungläubige Blondine bleiben.
Ich bin in Verlegenheit, werde zu einem Minus
und vergesse dich. Ich spiele
den Eremiten, der hört
wie die Heuschrecke ihm
die Morgenmesse singt.
**
Ο καιρός σήμερα
Ένας άνθρωπος μαζεύει σύννεφα
για την Τρίτη. Δυο άλλοι μιλάνε
σοβαρά περί ανέμων και υδάτων.
Ο χρόνος σήμερα είναι λευκός
και ζαχαρώδης, κολλάει στα ούλα,
σαπίζει τα δόντια. Στο αυτί σου
τα τελευταία τρυφερά λόγια.
Πανσέληνος απόψε και διακρίνονται
όλοι οι δολοφόνοι, με μια λιμνούλα
αμαρτίας δίπλα τους να λάμπει.
Πελιδνοί ξεκινούν και το αθώο χορτάρι
που πατούν τους θολώνει το μάτι.
Βελάζουν, μεταμορφώνονται
σε μαύρα πρόβατα.
Das Wetter heute
Ein Mensch sammelt Wolken
für Dienstag. Zwei andere sprechen
ernsthaft über Gott und die Welt.
Die Zeit ist weiß heute und
zuckerhaltig, sie klebt am Zahnfleisch
und lässt die Zähne faulen. In deinem Ohr
die letzten zärtlichen Worte.
Heute ist Vollmond und man erkennt
alle Mörder mit einer Pfütze
von Sünden neben sich, die glänzt.
Gelbsüchtig blass brechen sie auf,
und das unschuldige Gras, auf das sie treten,
trübt ihnen das Auge.
Sie blöken, verwandeln sich in schwarze Schafe.
**
Ο καιρός δεν θα αλλάξει
Βρέχει πίσω από την πλάτη μου.
Ίσως έξω από το σπίτι.
Μη μου πείτε ότι αποφεύγω τη ζωή,
τους ανθρώπους γενικά, ότι ξύνω
τα γένια μου. Kοιτάζω τον τοίχο.
Σας βλέπω ανάγλυφα ή σε σκιές
να μου μιλάτε. Να φεύγετε.
Πλήθος περνάει σήμερα, αέρας φυσάει σήμερα
και κάνει κάτι κύκλους μεγάλους
και κόκκινους, με κέντρο εσένα.
Das Wetter wird sich nicht ändern
Es regnet hinter meinem Rücken.
Vielleicht auch draußen vor dem Haus.
Sagt mir nicht, dass ich das Leben meide,
die Menschen überhaupt, dass ich
nichts tu als mir den Bart zu kratzen.
Ich starre an die Wand. Ich sehe euch als Relief
oder als Schatten mit mir reden und fortgehen.
Eine Menge geht vorbei heute, ein Wind weht heute
und zieht ein paar große
und rote Kreise mit dir als Zentrum.
**
Μάθημα ιχνογραφίας
Την Κυριακή ζωγράφιζε ο γέρος,
με ώχρες, με κεραμιδί, με μπλε.
Κοιτούσα πίσω από τον ώμο του
και τα έβλεπα όλα κόκκινα. Δεν βλέπεις
-μου λέει – με τα μάτια, μόνο με το δέρμα
βλέπεις. Φυσούσε ένας άνεμος άσπρος.
Τραβούσα κάτι γραμμές από ψηλά
μέχρι τα πόδια σου, σαν σκοινιά.
Zeichenstunde
Den Sonntag zeichnete der Alte
mit Ocker, mit Terrakotta, mit Blau.
Ich blickte ihm von hinten über die Schulter
und sah alles in Rot. Du siehst nicht
— sagte er mir — mit den Augen, nur mit der Haut
siehst du. Ein weißer Wind wehte.
Ich zog solche Linien von oben
bis nach unten zu deinen Füßen wie Stricke.
**
Λανθασμένες ταυτίσεις
Δύο κορίτσια με κοιτάνε
επίμονα και μου μιλούν
με πυκνά επίθετα.
Φοράνε άσπρα καπέλα
και από το στόμα τους
τρέχουν λουλούδια
όπως στον πίνακα του Μποτιτσέλι.
Τραβάω την καρέκλα
προς το μέρος τους
και ακούγεται ο θόρυβος
μέχρι την Αγγλία.
Γιατί ήτανε Αγγλίδες
με κόκκινα μαλλιά,
με φακίδες στην πλάτη
και ήτανε σαν πνιγμένες
στο νερό, ακίνητες, ωραίες.
Εκεί όμως που φώναζα
«εεε…τι γίνεται εκεί κάτω;»,
άπλωσαν τα μικρά τους χέρια
και με παρέσυραν στην υγρή ησυχία,
νομίζοντας πιθανώς ότι είμαι
ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Falsche Identitäten
Zwei Mädchen starren mich an
und sprechen zu mir
mit dichten Adjektiven.
Sie tragen weiße Hüte,
und aus ihren Mündern
kommen Blumen
wie auf dem Gemälde von Botticelli.
Ich rücke meinen Stuhl
in ihre Richtung,
und den Lärm kann man hören
bis nach England.
Sie waren nämlich Engländerinnen
mit roten Haaren,
mit Sommersprossen auf dem Rücken.
Und sie sahen aus wie Ertrunkene
im Wasser: Unbeweglich und schön.
Aber in dem Moment, als ich rief:
“He … was passiert denn da unten?”
streckten sie die kleinen Hände aus
und zogen mich in die nasse Stille —
sie dachten wahrscheinlich, dass ich
Edgar Allen Poe sei.
**
Ήχοι- θόρυβοι- κινήσεις
Το τρένο διασχίζει το χαρτί διαγωνίως,
λες και είναι η Τσεχοσλοβακία. Κάποιος βγάζει
τις ράγες και όλα σβήνουν. Μένει η θερμότητα
στον αέρα και στα μάτια μας. Αυτά μας συνέβαιναν
όταν τραβούσαμε τα έπιπλα για να κάνουμε χώρο,
να γίνει χωράφι, να ερωτευτούμε, να κοιμηθούμε.
Και πώς γλιστρούσανε τα σώματά μας
και οι γλώσσες μας, ψάρια σε νερό λίγων εκατοστών.
Θα έπρεπε κανονικά ύστερα να βρέξει,
αλλά βγήκε ένας ήλιος όμορφος, σπάζοντας
το αυγό, και ο κρόκος ήτανε το ουράνιο σώμα
και επάλλετο. Πήραμε το πρωινό μας.
Μετά βγήκαμε στο μπαλκόνι και κοιτούσαμε
τους κατοίκους, που γυρίζανε διακόπτες,
ενώνανε καλώδια, λαδώνανε πόρτες,
μετακινούσανε σπίτια,
για να βλέπουμε καλύτερα τη θάλασσα.
Töne — Geräusche — Bewegungen
Der Zug überquert das Papier auf der Diagonalen,
als wäre es Tschechoslowakien. Irgendjemand reißt
die Schienen raus und alles verschwindet. Es bleibt die Wärme
in der Luft und auf unseren Augen. Das geschah uns,
als wir die Möbel zur Seite schoben, um Platz zu schaffen,
damit ein freies Feld entsteht, damit wir uns verlieben, damit wir schlafen.
Und wie unsere Körper glitten
und unsere Zungen, Fische im zentimetertiefen Wasser.
Normalerweise hätte es später regnen müssen,
aber es ging eine herrliche Sonne auf, die zerbrach
das Ei, und das Gelbe wurde zum Himmelskörper
und pulsierte. Wir aßen unser Frühstück.
Danach gingen wir hinaus auf den Balkon und schauten
den Hausbewohnern zu, die Schalter umlegten,
Kabel verbanden, Türen ölten,
Häuser versetzten,
damit wir das Meer besser sehen konnten.
Ο Γιάννης Κοντός γεννήθηκε στο Αίγιο το 1943. Σπούδασε οικονομικά και εργάστηκε ως ασφαλιστής. Μεταξύ 1971-1976 διατήρησε το βιβλιοπωλείο «Ηνίοχος», σημείο συνάντησης λογοτεχνών και διανοούμενων κατά τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε με ποίηση το 1965. Έχει εκδώσει δεκαπέντε ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία με πεζά κείμενα και τρία βιβλία για παιδιά. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 1998 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Απεβίωσε τον Ιανουάριο του 2015.
Jannis Kontos wurde 1943 in Aigio geboren. Er studierte Wirtschaftswissenschaften und arbeitete für eine Versicherung. Von 1971 bis 1976 betrieb er die Buchhandlung Eniochos, ein Ort der Begegnung für Schriftsteller und Intellektuelle während der letzten Jahre der Militärdiktatur. 1965 trat er zum ersten Mal mit Gedichten an die Öffentlichkeit. Er hat 15 Gedichtbände, zwei Sammlungen mit Prosa und drei Kinderbücher veröffentlicht. Gedichte und Texte von ihm sind in zahlreichen Zeitschriften und Zeitungen erschienen. 1998 wurde er mit dem Staatspreis für Lyrik ausgezeichnet und 2009 wurde ihm der Uranis-Preis der Athener Akademie für sein Gesamtwerk verliehen.
[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]