Η γνωριμία μου με τον ποιητή ανάγεται στην εποχή ακριβώς της σύνθεσης των Μαραμπού του. Στην αρχή συναντιόμαστε σε έναν ευρύτερο κύκλο φιλολογούντων και παραφιλολογούντων στο Ζαχαροπλαστείο «Παλλάδιον» της Πανεπιστημίου. Εκεί ο Καββαδίας, όπως εύκολα μπορεί να το φανταστεί κανένας, αποτελούσε το επίκεντρο της συντροφιάς, γιατί τα ποιήματα που απάγγελνε, ένα είδος πρωτόγνωρο για τον τόπο μας, και οι αφηγήσεις για ταξίδια σε μέρη άγνωρα του τόσο κλειστού για την εποχή εκείνη κόσμου, που πρώτη φορά ακούγονταν από το στόμα του ποιητή, προκαλούσαν σ’ όλους εκστασιασμό, θαυμασμό και απορία. Και ο ποιητής δεν έπαυε και να απαγγέλλει και να αφηγείται με τον χαρακτηριστικό τόνο και το σπάσιμο της φωνής του. Και ξαφνικά γινόταν σοβαρός, ρεμβαστικός, ονειροπόλος και αμίλητος. Το πνεύμα του προφανώς ταξίδευε στους μακρινούς του τόπους.
Αργότερα η συντροφιά έγινε πιο κλειστή. Αραίωσαν οι συνάξεις στο «Παλλάδιο». Ο Καββαδίας ήθελε τις συναντήσεις σε πιο περιορισμένο κύκλο και σε άλλο χώρο. Και μας καλούσε στο σπίτι του στον Πειραιά. Το σπίτι, χαρακτηριστική τυπική αστική κατοικία της εποχής. Η είσοδος στο δρόμο. Και έμπαινες σε έναν στεγασμένο αύλειο διάδρομο που σε κάποιο βάθος του άρχιζε η ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πρώτο πάτωμα όπου βρισκόταν η κατοικία. Στην κορφή της η σκάλα είχε ένα καγκελόφραχτο πλατύσκαλο. Πηγαίναμε συντροφιά, ξεκινώντας από την Αθήνα, με τον ξεχωριστό ποιητή Νίκο Παππά, που τον λογαριάζω τον πρώτο πνευματικό μου ποδηγέτη και δάσκαλο, και τον χαμένο πάνω στον ανθό της νιότης του λαμπρό και ελπιδοφόρο διανοούμενο Νίκο Μπούρα, συνεκδότη νωρίτερα με τον Νίκο Παππά στα Τρίκαλα του εξαίρετου περιοδικού Επαρχία, που είχε αποτελέσει σταθμό για την ποιότητα και τις πρωτοπόρες για την εποχή θέσεις του στον επαρχιακό περιοδικό τύπο, με πανελλήνια προβολή και ακτινοβολία. Ο Καββαδίας, μόλις το συρματόσκοινο που τραβιόταν από ψηλά άνοιγε την εξώπορτα και μπαίναμε, παρουσιαζόταν στο κάγκελο του πλατύσκαλου που έμοιαζε με κουπαστή γέφυρας καραβιού, φορώντας άλλοτε ναυτικό πηλίκιο και άλλοτε ναυτικό σκούφο και χρυσές επωμίδες. Και έπειτα από ένα παρατεταμένο σφύριγμα με τη ναυτική του σφυρίχτρα και άλλο ένα σφύριγμα βαποριού (αυτό με το στόμα), μας υποδεχόταν εγκάρδια, απαγγέλλοντας κάποιους του στίχους.
Σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, εκτός από τον Νίκο, τον Κόλια όπως προσωνομαζόταν στο οικογενειακό περιβάλλον, παραβρίσκονταν πάντοτε η μητέρα του, ευγενέστατη αρχοντόθωρη δέσποινα και η αδελφή του η Τζένια. Και τις πιο πολλές φορές και ο άλλος του αδερφός ο Μίκιας. Καλή τους ώρα και των δυο. Θα πρέπει εδώ να πως η Τζένια Καββαδία είναι μια εξαίρετη διανοούμενη Κυρία, που εκτός από την πλατιά και βαθιά της καλλιέργεια, διέθετε και ένα ταλέντο συγγραφικό όχι συνηθισμένο, που δείγματά του είχαν φανεί στα διηγήματα που δημοσίευε εκείνη την εποχή, κυρίως στο λογοτεχνικό περιοδικό του Πειραιά Ρυθμός, στου οποίου τον εκδοτικό κύκλο ανήκε. Είναι κρίμα το ότι δεν έδωσε συνέχεια στο συγγραφικό έργο της. Προτίμησε, ίσως, να μείνει στη σκιά του εμπνευσμένου αδερφού της, θεματοφύλακας του έργου και της μνήμης του. Ας είναι!
Εκτός από την οικογένεια, στη συντροφιά βρίσκονταν και μερικοί άλλοι φίλοι, κυρίως από την ομάδα του Ρυθμού. Μ’ όλο που στις συνάξεις αυτές υπήρχαν αρκετοί αξιόλογοι άνθρωποι, κιόλας καταξιωμένοι από το έργο τους και με στέρεη πνευματική υποδομή, η εκρηκτική ιδιοσυγκρασία του Κόλια κυριαρχούσε. Πότε με την ποίηση, πότε με τις αφηγήσεις. Εκείνη την εποχή ο Κόλιας ήταν συνεπαρμένος με τη μορφή και την ποίηση του Καίσαρα Εμμανουήλ. Ο Εμμανουήλ, πρόωρα σχετικά και αυτός χαμένος, μα και πρόωρα ξεχασμένος και άδικα αγνοημένος από ορισμένους από εκείνους που ή τους έταξαν ή αυτόκλητα ανέλαβαν να καταγράψουν τα πρόσωπα και τα γεγονότα που απαρτίζουν την ιστορία της λογοτεχνίας μας, εκπροσωπούσε στον τόπο μας, στην εποχή του, τον αισθητισμό, που τον εξέφραζε στην ποίηση και τον βίωνε σαν ανθρώπινη παρουσία. Ο Καββαδίας τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε απεριόριστα. Του είχε μάλιστα αφιερώσει ένα από τα χαρακτηριστικά ποιήματά του, το «Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ», αναφορά και κατά κάποιον τρόπο απάντηση σε ένα ποίημα του ίδιου του Εμμανουήλ. Προσωπικά δεν τον εγνώριζε. Και ούτε ήθελε για καιρό να τον γνωρίσει, γιατί όπως μας έλεγε, δεν ήθελε να χαθεί «η γοητεία της αποστάσεως». Και ίσως ήταν και ο φόβος που είχε εκφράσει στο ποίημα του, με τους στίχους:
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Τελικά, έπειτα από πολλές παροτρύνσεις και μεσολαβήσεις, αποφασίστηκε η συνάντηση και η γνωριμία. Κληθήκαμε λοιπόν να παρευρεθούμε στη συνάντηση αυτή, κάποιο απόγευμα στο σπίτι των Καββαδία. Όταν πήγαμε, πριν από τον Εμμανουήλ, ο Κόλιας νευρικός και ανήσυχος, ετοίμαζε τις σφυρίχτρες του, τις επωμίδες του, τα πηλίκιά του για την υποδοχή. Και όταν χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ο Εμμανουήλ, ο Κόλιας σφύριξε με τη σφυρίχτρα του, σφύριξε και σαν βαπόρι, μα ώσπου ν’ ανέβει ο Καίσαρας τη σκάλα, το έσκασε από κάποια πίσω πόρτα κι εξαφανίστηκε. Και μείναμε όλη η συντροφιά με τον Εμμανουήλ, αλλά χωρίς τον Καββαδία. Για την ιστορία, έπειτα κάποτε συναντήθηκαν, κάποτε γνωρίστηκαν. Οι καιροί και οι συνθήκες μας χώρισαν, αλλά αν οι πληροφορίες μου δεν είναι λαθεμένες, οι φόβοι του Κόλια βγήκαν σωστοί. Η γνωριμία άμβλυνε το θαυμασμό και η προσωπική επαφή φαίνεται πως πραγματικά οδήγησε στην κατάλυση «της γοητείας της αποστάσεως».
Ο Καββαδίας ήταν φύση παράξενη και ιδιόρρυθμη. Τον χαρακτήριζε το ονειροπόλημα του ποιητή, το ταμπεραμέντο του ναυτικού και η καλοσύνη του μικρού παιδιού, του άφθαρτου, του αλώβητου, του παιχνιδιάρικου και αυτάρεσκου. Και όλ’ αυτά μαζί, συνθέτανε την ανεπανάληπτη προσωπική γοητεία του. Πέρα από το ποιητικό έργο του, μας κληροδότησε και την ανθρωπιά του, αναπόσπαστο στοιχείο για τη συναρμογή μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας που θα μείνει στη μνήμη μας άσβεστη και πάντοτε πολύ αγαπητή.
[Παν. Χρ. Χατζηγάκης, Προσβάσεις, Οι Εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1990, σ. 19-22.]