frear

Το κουρείο – του Αλέξανδρου Βαναργιώτη

Ως παιδί είχα μέσα μου κάτι αντιδραστικό ‒ακόμα το έχω. Δεν μου άρεσαν οι απαγορεύσεις και τα μη. Αν κάποιος μου έλεγε «μην το κάνεις αυτό» και δεν με έπειθε με επαρκή αιτιολόγηση, ήταν σίγουρο πως θα το δοκίμαζα.

Έχω κι άλλοτε αναφέρει τον ιδιότροπο σπιτονοικοκύρη μας στον Δομοκό, κουρέα στο επάγγελμα. Κόντευε στα εξήντα πέντε, ήταν χωρισμένος και είχε μία κόρη παντρεμένη στην Αθήνα. Την κόρη του τη γνώρισα. Ερχόταν τα καλοκαίρια. Είχε αυτό το αθηναϊκό στιλ το επιτηδευμένο, κάτι στη φωνή, κάτι στους τρόπους, που σε έκανε να νιώθεις εντελώς χοντροκομμένος επαρχιώτης. Έμενε για λίγο, δυο τρεις μέρες. Τις μέρες εκείνες ο σπιτονοικοκύρης μας γινόταν μελιστάλαχτος. Με ήθελε για παρέα της εγγονής του, της Μπέτυς, ένα μαλθακό κοριτσάκι, ένα χρόνο μικρότερό από ‘μένα, που με κρατούσε από το χέρι και με ρωτούσε διαρκώς: «Τι είναι αυτό; Τι είναι εκείνο;». Δεν ήξερα πώς είναι η ζωή στην πρωτεύουσα, αλλά μου φαινόταν περίεργο με τι έκπληξη κοίταζε το γαϊδουράκι που έβοσκε στην πλαγιά της Αγίας Τριάδας και τα μικρά κοτόπουλα του Τζανίδη. Ο Καρασώτος, ο σπιτονοικοκύρης, που δεν μας άφηνε τον άλλο καιρό να αγγίξουμε τα φρούτα του κήπου, το τριήμερο της Μπέτυς μας έβγαζε πολυθρόνες σκηνοθέτη κάτω από τα δέντρα τα μεσημέρια, έφτιαχνε κούνια στη μουριά και μας έλεγε να τρώμε ό,τι φρούτο θέλουμε, αφού το πλύνουμε καλά στη βρύση. Με το που έφευγαν όμως, κλεινόταν πάλι στον εαυτό του, αγρίευε και δεν μιλιόταν.

Παραμονές Χριστουγέννων το ’72 έλεγα τα κάλαντα από το πρωί. Η μητέρα με συμβούλεψε να μην πάω στον Καρασώτο. «Άσ’ τον τον γρουσούζη», μου ψιθύρισε την ώρα που έφευγα. Κόντευε δώδεκα και δεν είχα ούτε δεκαοκτώ δραχμές στην τσέπη. Δεκάρες και πεντάρες μας έδιναν. Έφαγα από τον φούρνο ένα κουλουράκι και το πήρα απόφαση. Θα πάω και στον γρουσούζη. Είδα κόσμο απ’ έξω να κοιτάει με περιέργεια. Όταν κατευθύνθηκα στην πόρτα, κάποιος προσπάθησε να με συγκρατήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Έσπρωξα την πόρτα: «Να τα πούμε;» ρώτησα. Στο κουρείο τρεις άντρες με κουστούμι κάθονταν στις θέσεις αναμονής και με κοίταζαν αυστηρά και αμήχανα. Ο Καρασώτος περιποιούνταν έναν κοντόσωμο άντρα, με κοστούμι κι αυτός, ο οποίος μου έριξε ένα βλέμμα συμπάθειας. «Όχι», είπε έντονα και κοφτά ο Καρασώτος. «Δεν βλέπεις ότι έχουμε δουλειά; Έλα στο σπίτι το μεσημέρι». Στράφηκε έπειτα στον άντρα στην πολυθρόνα και του είπε πιο σιγά. «Νοικάρης μου. Πολύ άτακτο και επίμονο παιδί». «Άσ’ τον», είπε εκείνος με συγκατάβαση. Ο Καρασώτος έκανε ένα βήμα πίσω και είπε: «Άντε, πες τα να τελειώνουμε». Τραγούδησα τα κάλαντα με δυνατή και καθαρή φωνή, πήρε από το συρτάρι μια δραχμή και μου την έχωσε στη χούφτα. Μετά με προσποιητή ευγένεια με έπιασε από τους ώμους και με ώθησε προς την πόρτα. «Έλα εδώ» είπε ο κύριος από την πολυθρόνα. «Άσ’ τον», απευθύνθηκε στον Καρασώτο. «Μα του έδωσα» αντέτεινε εκείνος. «Έλα εδώ, πώς σε λένε;» με ρώτησε. «Αλέξανδρο» απάντησα. Στο πρόσωπό του έσπασε ένα χαμόγελο. Δεν ξέρω, αλλά το βλέμμα του είχε μια δύναμη που σε μαγνήτιζε. «Ωραίο όνομα», πρόσθεσε. «Αλέξανδρο λένε και τον γιό μου». Έβαλε το χέρι στην τσέπη και μου έδωσε ένα πενηντάρικο.

Βγήκα από το κουρείο εκστασιασμένος. Στις καλύτερες των περιστάσεων στα κάλαντα μάζευα είκοσι πέντε δραχμές όλη τη μέρα. Τώρα πριν μεσημεριάσει καλά-καλά κρατούσα στο χέρι μου ένα πενηντάρικο. Έπειτα προσπάθησαν κι άλλα παιδιά να μπουν, αλλά ο ένας κοστουμάτος από τις θέσεις αναμονής στεκόταν όρθιος μπροστά στην πόρτα και δεν άφηνε κανέναν.

«Ξέρεις σε ποιον είπες τα κάλαντα;» με ρώτησε ο καφετζής, ο κυρ Βασίλης. «Σε ποιον;» ρώτησα με μια βιασύνη και μια ανασφάλεια μην τυχόν και έγινε κάποιο λάθος και μου πάρουν πίσω το πενηντάρικο. «Στον Αριστοτέλη Ωνάση» μου είπε με νόημα. «Στον πιο πλούσιο άνθρωπο στη χώρα». Δεν ήξερα ποιος ήταν και δεν με ένοιαζε και πολύ. Απομακρύνθηκα και έκανα με το μυαλό μου σχέδια για το τι θα αγόραζα την πρωτοχρονιά. Η μητέρα στο σπίτι δεν με πίστευε. Φοβόταν μήπως άρπαξα τα λεφτά από πουθενά ή τα βρήκα. Έπρεπε να έρθει ο πατέρας το απόγευμα και να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι ο Ωνάσης επισκέφτηκε τον Δομοκό. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Άλλοι έλεγαν ότι είχε συγγενείς, άλλοι ότι ήθελε να συναντήσει κάποιους από την Αθήνα μακριά από δημοσιογράφους. Δεν μάθαμε ποτέ. Μόνο φήμες οι οποίες κάνουν έναν κύκλο σαν τις ιώσεις και μετά εξαφανίζονται.

Έναν μήνα μετά όμως, το πρόσωπο που μου χαμογέλασε στο κουρείο και με άμειψε αδρά για την τόλμη μου το είδα πρωτοσέλιδα στην εφημερίδα του πατέρα μου συντετριμμένο μπροστά στο φέρετρο του γιού του. Πολύ στενοχωρήθηκα.

Δυο χρόνια μετά μάθαμε ότι κι ο ίδιος πέθανε από τον καημό του.

Το ’77 έφυγε και η Κάλλας. Μια διαφημιστική εκστρατεία που έκανε τότε ο Καλαμαράκης, που έβγαζε το αλάτι Κάλας, μας έκανε να συνδέσουμε το αλάτι με την υψίφωνο. Όμως ο πατέρας είπε ότι δεν είχαν σχέση.

Το τελευταίο καλοκαίρι που είδα την Μπέτυ ήταν εννιά χρονών. Το μαλθακό κοριτσάκι είχε ψηλώσει και έγινε μια μικρή κοπέλα. Δεν με φώναξαν να της κάνω παρέα. Ετοιμαζόμασταν άλλωστε να μετακομίσουμε στα Τρίκαλα. Με χαιρέτησε μόνο και μπήκε στο σπίτι. Η φωνή και το στιλ της είχαν κάτι το επιτηδευμένο που θύμιζαν πολύ τη μητέρα της. Από τότε δεν την ξαναείδα.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Φωτογραφία: Sameer Makarius

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη