Στα χωράφια μιας γης της επαγγελίας, ο Σπορέας, με το πρόσωπό του κρυμμένο κάτω από μια τραγιάσκα, σπέρνει με μια ελλειπτική κίνηση του βραχίονα τους σπόρους που φέρνει από τους εξωτικούς εκείνους τόπους, τις Χώρες της φτώχειας. Είναι σπόροι από ένα άνθος που φυτρώνει έξω από τη φυσική του έκταση κατά την ασπρόμαυρη άνοιξη ορισμένων γενεών. Το λουλούδι με τα πέντε πέταλα που ονομάζεται manus laboris. Το χέρι της εργασίας.
*
Αυγή στην πλατεία του χωριού, 1969. Το λεωφορείο είναι έτοιμο να αναχωρήσει. Μεταξύ άλλων ο παππούς Α. φεύγει για τη Γερμανία, για να δουλέψει μερικά χρόνια στη βιομηχανία. Εστιάζοντας στις πλάκες του πεζοδρομίου και στα πόδια των ανθρώπων που έχουν μαζευτεί δίπλα στις μεγάλες ασημένιες ρόδες (διότι σ’ έναν αποχαιρετισμό είναι, οπωσδήποτε, λιγότερο οδυνηρό να κοιτάς κάτω παρά μέσα στα μάτια αυτού που φεύγει) βλέπουμε τα παπούτσια της γιαγιάς Ε. – μαύρα, αυστηρά και οριστικά σαν μια τελεία μετά από μια γαλακτερή και παχουλή πρόταση -, την ανοιχτότητα και πλαστικότητα του συνδυασμού λευκές κάλτσες με λευκά πέδιλα της μητέρας μου, το μαρτύριο της χαράς ενός παιδιού πάνω από ένα ζευγάρι μαύρες ξεχειλωμένες κάλτσες στα γρατζουνισμένα γόνατα του θείου μου Δ.. Όμως πού είναι το τρίτο παιδί – η θεία Ι., της οποίας το κλάμα ακούμε έξω από την εικόνα σαν το νιαούρισμα μιας γάτας που φθάνει στ’ αυτιά μας από ένα ανοιχτό παράθυρο; Δακρυσμένη, απούσα από το παρηγορητικό έδαφος που κοιτάζουμε, καταλαμβάνει αυτόν τον διστακτικό τόπο στον αέρα, που τείνει τόσο προς τον ουρανό όσο και προς τη γη, τόσο ελπιδοφόρος όσο και μάταιος, και που είναι προορισμένος για μωρά στην αγκαλιά των γονιών τους και για κοτόπουλα σε απέλπιδα, χαμηλή πτήση.
*
Δώρα από τη Γερμανία
Η Άννα, η μητέρα μου, ξετυλίγει το κουτί. Είναι μια κόκκινη κουζίνα-μινιατούρα. Συναρμολογημένα επί ενός ορθογώνιου μεταλλικού φύλλου είναι: ένας φούρνος, ντουλάπια, ένας νεροχύτης κάτω από μια λευκή πλαστική βρύση με διάφανο ρεζερβουάρ (το οποίο γεμίζει με νερό που ύστερα τρέχει από τη βρύση). Το κουτί περιέχει και διάφορα τσίγκινα ταψιά και κατσαρόλες μινιατούρα, πιάτα και ποτήρια, καθώς κι ένα κοτόπουλο από καφέ πλαστικό στο μέγεθος φασολιού. Όταν ήμουν γύρω στα επτά, βρήκα την κουζίνα αυτή στο υπόγειο της γιαγιάς μου, που συνήθιζα να εξερευνώ κρυφά κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού ύπνου των άλλων (το μέρος όπου το μυστήριο είχε τη χοντρή μυρωδιά υγρασίας, ξύλου και εντομοκτόνου).
*
Μέχρι την πρώιμη εφηβεία περνούσα τα θεσσαλικά καλοκαίρια μου σαν απροσάρμοστος. Ένα κουτάβι του σαλονιού μεταξύ άγριων λύκων. Ένα βουτυρένιο αγόρι της πόλης ανάμεσα στα ηλιοκαμένα παιδιά του ορεινού χωριού. Στον τόπο, όπου γεννήθηκαν οι γονείς μου, το μόνο αποδεκτό νόμισμά μου για τη χαρά ήταν τα παιχνίδια που έφερνα μαζί για τις διακοπές – φιγούρες ηρώων και αυτοκινητάκια – με τα οποία κατάφερνα να κρατήσω την προσοχή των άλλων παιδιών για λίγες μέρες προτού γυρίσουν στα ποδήλατά τους, τις μπάλες ποδοσφαίρου κι όλα τ’ άλλα εκείνα πράγματα, που κατείχαν με μια υπεροχή, την οποία μπορούσα μονάχα να παρατηρώ με την υποταγή και το δέος ενός πιστού που ακούει τα ακατάληπτα λόγια ενός τραγουδιστού ευαγγελίου. Όμως, μερικές φορές η Τύχη – ο γήινος, θηλυκός Θεός των λογικών – παρενέβαινε στη φυσική και βάναυση σειρά των πραγμάτων. Τότε ένα ή περισσότερα από τα αγόρια μού έκαναν παρέα για μεγαλύτερη περίοδο, δείχνοντας μου ακόμα και μερικά από τα ιδιαίτερα παιχνίδια τους, όπως Τα κοπάδια, στο οποίο πλαστικά μανταλάκια χρησιμοποιούνταν ως πρόβατα, τα κοπάδια οριοθετούνταν μέσα σε κύκλους από μικρές πέτρες και τα ζωντανά πωλούνταν και αγοράζονταν. Παρ’ όλο που δεν είχα το παραμικρό ενδιαφέρον για το παιχνίδι αυτό, ήμουν χαρούμενος και ενθουσιώδης προς τον άγγελο της Τύχης μου, όπως ένας τιμώμενος οικοδεσπότης στον φιλοξενούμενό του. Ωστόσο, η Τύχη, αν και περισσότερο προσηνής από τον μακρινό μισό φίλο/μισό εχθρό που ονομάζουμε Θεό, δεν είναι λιγότερο φευγαλέα. Έτσι ερχόταν η ώρα που οι προσωρινοί φίλοι μου άρχιζαν να με αποφεύγουν ξανά, ένα αγόρι θλιμμένο και σιωπηλό σαν πρόβατο από μπλε μανταλάκι, και προσχωρούσαν στην αγέλη των λύκων.
Κοιτώντας πίσω, η ανακαλυφθείσα κουζίνα της μητέρας μου ήταν το πιο απρόσμενο θέλγητρό μου. Περιέργως θυμάμαι τα παιδιά να παίζουν ένα παιχνίδι –αγορίστικο όσο η στέκα ενός κοριτσιού– σκηνοθέτης του οποίου ήμουν εγώ. Γεμίζαμε ένα μικρό τσίγκινο ταψί με γρασίδι που είχαμε μαζέψει, βάζαμε το πλαστικό κοτόπουλο στη μέση και μετά στον φούρνο. Γεμίζαμε το ρεζερβουάρ με νερό που έτρεχε από τη βρύση μέσα στα μικρά ποτήρια μας. Κατά πόσο στον φανταστικό κόσμο αναφοράς του παιχνιδιού αυτό θα ήταν ένα νόστιμο γεύμα, δε γνωρίζω. Σε κάθε περίπτωση πρέπει, πάντως, να είχε κάτι από το μεγαλείο αυτής της παρένθεσης γενναιοδωρίας, σιωπής και τιμής –όχι τόσο για τον εκλιπόντα όσο για την ανθρωπότητα ως έννοια– που είναι ένα επικήδειο γεύμα για κάποιον που ουδέποτε συμπαθήσαμε ιδιαιτέρως.
*
Καθισμένος σε μια πορτοκαλί καρέκλα στην αυλή του (τσιμεντένιο δάπεδο, σκιά κληματαριάς, χωρίζεται από τον δρόμο με έναν χαμηλό, μεταλλικό, γαλάζιο φράχτη – εξ ου και ο συχνός θόρυβος περαστικών αυτοκινήτων), ο γέρος που έχει το παντοπωλείο απέναντι από το πατρικό του πατέρα μου μιλάει για τη ζωή του ως μετανάστης σε μένα και τον Α. – το εγγόνι του κι αυτός που σταδιακά θα γινόταν ο πιο κοντινός φίλος μου από τα αγόρια του χωριού (και οι δυο κρατάμε ένα παγωτό ξυλάκι με τρία δάχτυλα σαν κερί).
«Παππού, πες καμιά Γερμανική λέξη» λέει ο Α.
«Druckknopf, κουμπί»
«Άλλη;»
«Essen, τρώω»
Εμείς συνεχίσαμε να απολαμβάνουμε το παγωτό μας, αδιάφοροι προς τη λακωνική ανάλυση της ανθρώπινης εργασίας που είχε μόλις λάβει χώρα:
το χέρι και το ζωτικό του αποτέλεσμα
Ωστόσο, από το σχήμα αυτό ένα σημείο-κλειδί απουσιάζει. Το πέρασμα από την επιβίωση στην ευτυχία, και από την προσωρινότητα της ικανοποίησης στη διαχρονική χαρά.
Απόδειξη;
Η μικρή, γερμανική κουζίνα –ο κόκκινος, ορθογώνιος καρπός της εργασίας ενός άνδρα, που αξίζει όσο το γεμάτο αγάπη χαμόγελο της Άννας– υπερβαίνει το τείχος μιας γενιάς μέσα από το σύντομο, ευφορικό παιχνίδι ενός φανταστικού γεύματος μεταξύ φίλων.
[*Για τον Γεωμέτρη βλ. εδώ. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία επάνω: Mustafa Dedeoğlu. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]