Βιογραφίες σε κρίση: διαβάζοντας τη νουβέλα Ανάποδες στροφές της Πέλας Σουλτάτου (εκδ. Καστανιώτη, 2019).
«… η ευτυχία των άλλων, η ευμάρεια, η ευδαιμονία, ο τόπος όπου ανθούν τα ‘ευ’, πόσο μα πόσο απεχθή σε εκείνον που βρέθηκε απέναντι…»
Η ιστορία των «Ανάποδων Στροφών» εκτυλίσσεται στο Ηράκλειο παραμονή Πρωτοχρονιάς. Βασικοί πρωταγωνιστές είναι η σαραντάχρονη single mother Μαρία και ο δεκαοκτάχρονος μοναχογιός της Μανόλης. Ο Μανόλης έχει κληθεί να παρουσιαστεί στον στρατό με την πρώτη ΕΣΟ του έτους (μάλλον του 2019) και προσπαθεί να ζήσει έντονα τις τελευταίες ημέρες της «ελευθερίας» του, ακολουθώντας τους φίλους του σε νυχτερινές εξόδους και διασκεδάσεις. Σε αντίθεση όμως με εκείνους, που όλο και κάπως τα «βολεύουν», ο ίδιος είναι άφραγκος και, για να ακολουθήσει την παρέα στην μεγάλη πίστα της πόλης, ψάχνει απεγνωσμένα σε όλες τις πιθανές κρυψώνες του σπιτιού να βρει τις οικονομίες της μητέρας του. Αντί ωστόσο των χρημάτων, ανακαλύπτει το (ερωτικό) ημερολόγιό της το οποίο μπαίνει στον πειρασμό να διαβάσει. Ο θυμός διαδέχεται την έκπληξη. Ο Μανόλης παίρνει «ανάποδες στροφές», μαχαιρώνει τη μητέρα του και φεύγει από το σπίτι με την εντύπωση πως την σκότωσε. Η πλοκή από εκεί και πέρα εξελίσσεται με ταχύ ρυθμό και η λύση του δράματος μένει ανοικτή στις ερμηνείες του αναγνώστη.
Η νουβέλα επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων. Υπάρχουν στοιχεία που μας επιτρέπουν να την κατατάξουμε στη «λογοτεχνία για την κρίση». Το πλαίσιο της δράσης είναι η Ελλάδα των μνημονίων. Η Πέλα Σουλτάτου αποδίδει συμβολικά την αποφενάκιση της «ισχυρής Ελλάδας» με έναν ευρηματικό αφηγηματικό τρόπο: ο τετράχρονος Μανόλης ρίχνει κατά λάθος κάτω μια πορσελάνινη μασκότ, σουβενίρ των Ολυμπιακών Αγώνων, από τη σερβάντα της γιαγιάς. Το εμβληματικό σύμβολο της «ισχυρής Ελλάδας» θρυμματίζεται. Ο υπαίτιος σπεύδει να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι και βγαίνει (όταν όλοι τον διαβεβαιώνουν πως «δεν θα τον μαλώσουν»), μουτζουρωμένος από το μελάνι φύλλων εφημερίδας πάνω στα οποία ξάπλωνε. Ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τις όποιες συνειρμικές συνδέσεις.
Στη νουβέλα η συγγραφέας με εγκάρσιες τομές δείχνει τρόπους με τους οποίους η κρίση ενεγράφη στις βιογραφίες των απλών καθημερινών ανθρώπων, επηρέασε τις κοινωνικές σχέσεις και τους θεσμούς. Γίνεται προφανές, διαβάζοντας το βιβλίο, πως η κρίση δεν έπληξε τους πάντες με τον ίδιο τρόπο. Έπληξε κυρίως τους αδύναμους, εκείνους που δεν είχαν εφόδια και υποστηρικτικούς μηχανισμούς (κυρίως δε τους νέους και τις γυναίκες). Αντιθέτως, κάποιοι «είδαν την κρίση ως ευκαιρία» και πλούτισαν έτι περαιτέρω. Η κρίση μεγέθυνε τη φτώχεια: τα χρέη, οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί παρουσιάζονται ως στοιχεία μιας κανονικότητας στις λαϊκές και μικροαστικές οικογένειες. Όξυνε, επίσης, τη βία σε όλες τις εκδοχές της: από τη βία της ανεργίας και της ανέχειας, την ενδοοικογενειακή βία, τη βία των εργοδοτών, τη βία στις έμφυλες σχέσεις. Η κρίση αποδιάρθρωσε τις κοινωνικές σχέσεις, έφθειρε την αίσθηση εμπιστοσύνης και της αμοιβαιότητας στις διαπροσωπικές επαφές.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο παρακολουθούμε την ιστορία του Μανόλη και της Μαρίας. Ο Μανόλης είναι ένας από τους NΕΕΤs (Νο Employment, Education, Training). Έχει μεγαλώσει σε ένα πλαίσιο αποσαθρωμένων κοινωνικών σχέσεων, με το στίγμα του γιου μιας διαζευγμένης γυναίκας, έχοντας μια χαλαρή σχέση με τον loser πατέρα του και χωρίς τη δυνατότητα να αντλήσει κάποιο είδος κεφαλαίου ή υποστήριξης από το οικογενειακό ή το συγγενικό δίκτυο.
Οι ούτως ή άλλως πενιχροί πόροι έχουν άλλωστε εξαϋλωθεί κατά την περίοδο της κρίσης. Οι τρόποι με τους οποίους διαχειρίζεται την κατάσταση είναι η «λαθροβίωση» (στις δύσκολες καταστάσεις προσπαθεί να γίνεται αόρατος), η «ονειροπόληση» (φαντάζεται ότι μεταμορφώνεται και ξεφεύγει έτσι από τις στενωπούς) και τα ξεσπάσματα θυμού, που εκδηλώνονται με σπασίματα φυσικών αντικειμένων και την έντονη βωμολοχία. Οι κοινωνικές του συναναστροφές περιορίζονται στον κύκλο των «κολλητών», οι οποίοι όμως στα μάτια του φαντάζουν ως «βολεμένοι» – κάτι που τον κάνει να αισθάνεται ακόμη πιο «ελλειμματικός». Η παρέα καλλιεργεί μια έντονα σεξιστική κουλτούρα. Το αίσθημα, που διακατέχει τον Μανόλη, είναι εκείνο της κοινωνικής ασφυξίας («της ξεφτίλας να είσαι πάντα και σε όλα στην απέξω»). Στον δε προσανατολισμό του δεν υπάρχει ούτε η μελλοντική προοπτική ούτε η αναδρομή σε κάποιο επίτευγμα του παρελθόντος. Εστιάζει αποκλειστικά στο κρίσιμο παρόν που έχει να αντιμετωπίσει (την επικείμενη και αναπόφευκτη στράτευσή του). Τούτη η γενικότερη αίσθηση της κοινωνικής ασφυξίας καθώς και οι σπασμωδικές κινήσεις διεξόδου από αυτήν συμπυκνώνονται αριστοτεχνικά από τη συγγραφέα στην κινηματογραφική περιγραφή των απεγνωσμένων ενεργειών του Μανόλη τη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, όταν προσπαθεί να εξασφαλίσει χρήματα για να ακολουθήσει την παρέα στη νυχτερινή έξοδο.

Στη βιογραφία της Μαρίας εντοπίζουμε τους προσδιορισμούς της ταξικής τοποθέτησης και του φύλου στη διαμόρφωση της διαδρομής ζωής της: μη διαθέτοντας εκπαιδευτικά και επαγγελματικά εφόδια περιπλανιέται σε μια απορρυθμισμένη αγορά εργασίας ως επισφαλώς εργαζόμενη, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ της πιεστικής ανάγκης επιβίωσης και ανατροφής του παιδιού της από τη μια και την αντίσταση στην εργοδοτική ασυδοσία από την άλλη. Την Μαρία, όμως, την γνωρίζει ο αναγνώστης και με έναν άλλον –διακειμενικό- τρόπο: μέσα από την ένθεση, εντός του κειμένου της νουβέλας, σελίδων από το προσωπικό της ημερολόγιο, που έφερε στο φως (και στα μάτια του αναγνώστη) η τυχαία ανακάλυψη του Μανόλη. Το ημερολόγιο λειτουργεί για τη Μαρία ως ένα μέσο βιογραφικού αναστοχασμού: σε αυτό περιγράφει τις εμπειρίες της και τις επεξεργάζεται, επαναξιολογεί τη δράση της και τις αποφάσεις της και στηλιτεύει απαξιωτικές στάσεις και συμπεριφορές των ισχυρών. Μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου η Μαρία συγκροτείται ως μια γυναίκα που αντιστέκεται στον ετεροκαθορισμό, αντιδρά στην αδικία και ακροβατεί στις ερωτικές της σχέσεις, προβάλλοντας τις επιθυμίες της και διεκδικώντας την ερωτική απόλαυση. Η συγγραφή του ημερολογίου συνεισφέρει στη λεκτικοποίηση των συναισθημάτων της, κυρίως του θυμού. Η γραφή σε αυτό έχει όμως και τη λειτουργία της «ομολογίας», ένα είδος κατ΄ οίκον και ιδιωτικής «εξομολόγησης», που την αλαφρώνει από τις ενοχές.
Η Μαρία συγκροτείται μέσα στην αφήγηση και ως μητέρα στη δυαδική της σχέση με τον Μανόλη. Οι δύο τους αναπτύσσουν μια «συμβιωτική σχέση», μια ιδιότυπη σχέση εγγύτητας. Η Μαρία υφαίνει ένα προστατευτικό κουκούλι γύρω από τον «αδύναμο» ασθματικό Μανόλη – είναι η σταθερή του «καβάτζα». Για τον Μανόλη η Μαρία φέρει το άγιο φωτοστέφανο της μητέρας. Υιοθετώντας τα σχήματα και τις παραστάσεις μιας σεξιστικής κατανόησης της ερωτικής συμπεριφοράς, δεν μπορεί να φανταστεί τη μητέρα του να λειτουργεί ως ερωτική σύντροφος. Δεν την έχει καν ικανή. Η ανακάλυψη του «αμαρτολογίου» της, οι ανατροπές που επιφέρει στην εικόνα του περί της «ηθικής συγκρότησης» της μητέρας του, τον κάνουν να «πάρει ανάποδες στροφές» και να καταφύγει στο ρεπερτόριο δράσης του εγκλήματος τιμής – η ιστορία εξελίσσεται στην Κρήτη γαρ. Η συγγραφέας, λαμβάνοντας κριτική στάση στην εκδήλωση της έμφυλης βίας υπό τον μανδύα των εγκλήματων τιμής, επιστρατεύει την τεχνική της ειρωνείας και κατασκευάζει μια καρικατούρα εγκλήματος τιμής.
Μέσα από τις πολλαπλές οπτικές που παρουσιάζει η Πέλα Σουλτάτου στη νουβέλα, τους διαφορετικούς λόγους που αρθρώνει, την αναπάντεχη πλοκή και την αιχμηρή γλώσσα που χρησιμοποιεί καταδεικνύει την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων σχέσεων και των κοινωνικών συμβάσεων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ευρισκόμενης σε κρίση. Στηλιτεύει, δε, την αναντιστοιχία μεταξύ μιας επιφανειακής «εκσυγχρονιστικής» ρητορικής από τη μια και των παγιωμένων παραδοσιακών, συντηρητικών πρακτικών που λανθάνουν ως κυρίαρχες από την άλλη. Έρχεται, επίσης, να βεβηλώσει όλα τα ιερά της συλλογικής συνείδησης αυτής της κοινωνίας: η «αγία ελληνική οικογένεια» αποδομείται καθώς υποδεικνύεται με αιχμηρό τρόπο πως στην ντουλάπα καθεμιάς από αυτές υπάρχουν πολλοί κρυμμένοι σκελετοί· η εικόνα της «άμωμου μητέρας», που προσομοιάζει της Παναγίας και αποτελεί τη θεμέλιο λίθο της «αγίας ελληνικής οικογένειας», βεβηλώνεται με την ανάγνωση των ερωτικών περιπτύξεων της Μαρία. Παράλληλα, σε άλλο σημείο του βιβλίου, βεβηλώνεται η ίδια η εικόνα της Παναγίας καθώς προσδίδονται σε αυτήν μια σειρά από ερωτικά προσωνύμια· ακόμη και ο ιερός δεσμός του γιού με την «αγία γυναίκα» που τον γέννησε και «τον μεγάλωσε με κόπους και με βάσανα» βεβηλώνεται τη στιγμή που ο Μανόλης μαχαιρώνει την ίδια του τη μητέρα.
Μένει, ωστόσο, στον αναγνώστη να κρίνει αν μέσω της βεβήλωσης επέρχεται εντέλει η αποκαθήλωση του ιερού ή αντιθέτως η δικαίωσή του. Ο αναγνώστης καλείται, ακόμη, να αποφασίσει αν θα αναγνωρίσει στο κείμενο την επικράτηση ενός κόσμου κυριαρχούμενου από τη βία, την πειθάρχηση και την τιμωρητική λογική ή θα προκρίνει το πρόταγμα της συγχώρεσης, της επιείκειας και της μέριμνας για τον άλλον ως ηθικό πυρήνα των ανθρωπίνων σχέσεων.
Διαβάζοντας, όμως, προσεκτικότερα το κείμενο μια ενδιαφέρουσα πρόταση αναδύεται ανάμεσα από τις γραμμές: οι διαφορετικές ερμηνευτικές εκδοχές μπορούν να μην διαβαστούν διαζευκτικά («είτε – είτε») αλλά συμπλεκτικά («και το ένα και το άλλο»). Άλλωστε με το υποδόριο χιούμορ της γραφής της (που ενίοτε θυμίζει τον Παύλο Μάτεσι) και τη λεπτή της ειρωνεία η Πέλα Σουλτάτου υποσημαίνει πως το τραγικό και το κωμικό δεν θα πρέπει να ιδωθούν ως αντιθετικά στοιχεία αλλά ως μέρος μίας ενιαίας θέασης στα πράγματα.
Ο Γιώργος Τσιώλης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης