Σπύρος Κιοσσές, Μικρές «εντομές» της Ευρώπης: αναγνωστικές παρατηρήσεις και 6 ερωτήματα, στα οποία απαντά η συγγραφέας Δήμητρα Κολλιάκου
Δ. Κολλιάκου, Αλφαβητάρι εντόμων, Πατάκης, Αθήνα 2018.
Ξεκίνησα να διαβάζω το πιο πρόσφατο, έκτο στη σειρά, βιβλίο της Δήμητρας Κολλιάκου με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πάντα με συνάρπαζε ο κόσμος των εντόμων, η ατομική τους δράση, αλλά και η «κοινωνική» τους συμπεριφορά, τουλάχιστον όσον αφορά τα «αγελαία» έντομα, για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη (στον οποίο, εξάλλου, οφείλεται και ο ίδιος ο όρος «έντομο», καθώς και η πρώτη επιστημονική παρατήρησή τους). Το ενδιαφέρον μου, όμως, ήταν κυρίως «ερευνητικό»: με ενδιέφερε πώς τα έντομα παρέχουν δημιουργική αφορμή για γραφή. Όχι μόνο για λογοτεχνική γραφή, αλλά, ευρύτερα, πώς καθίστανται αντικείμενο «αφήγησης». Η ενασχόλησή μου με το έργο συνδύασε τελικά το αναγνωστικό τερπνόν με το ερευνητικό ωφέλιμον: πέρα από το ότι πρόκειται για ένα αναμφίβολα απολαυστικό βιβλίο, καρπό ώριμης λογοτεχνικής γραφής, το έργο αναδεικνύει ακριβώς το πώς «συμπεριφέρονται» τα έντομα σε ποικίλα γλωσσικά και κειμενικά συμφραζόμενα, δηλαδή στο αφηγηματικό τους habitat.
Τα έντομα έχουν ελκύσει, παραδοσιακά, το ανθρώπινο ενδιαφέρον από πολλές πλευρές: ο κύκλος της ζωής τους (γένεση, διαμόρφωση/μεταμόρφωση, αναπαραγωγή, θάνατος), η συμπεριφορά, οι ιδιότητες, τα ανατομικά χαρακτηριστικά, η διατροφή τους έχουν αποτελέσει αντικείμενο παρατήρησης και πολλαπλής σημειωτικής αναπαράστασης. Από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα, από τον Αισχύλο, τον Αίσωπο, τον Οβίδιο ή τον Σαίξπηρ μέχρι την Emily Dickinson και τον William Golding, τον Τσέχοφ, τον Κάφκα και τον Πελέβιν, τα έντομα βρίσκουν διόδους και παρεισφρέουν στα λογοτεχνικά έργα ως παραδειγματικοί ή αντιστικτικοί Άλλοι. Ως ήρωες, ως αλληγορίες ή σύμβολα ποικίλων εννοιών, θετικών, όπως η εργατικότητα, η συντροφικότητα, η ομορφιά και η αρμονία, ή επιζήμιων, ως κίνδυνος, άλογη καταστροφή, τραύμα, φθορά ή θάνατος. Η Κολλιάκου, ωστόσο, απομακρύνεται από εύκολους συμβατικούς συμβολισμούς και από ευτοπικά ή δυστοπικά λογοτεχνικά μοτίβα. Φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο από τη μια για την ίδια την έννοια της λογοτεχνικής αναπαράστασης των εντόμων, και από την άλλη για την ιδέα της φυσικής νομοτέλειας που διέπει τη ζωή τους. Για τους ιδιότυπους κανόνες ζωής και δράσης των φυσικών αυτών οντοτήτων, ανεξαρτήτως της (δυνατότητας) κατανόησής τους από τον άνθρωπο. Στο υπόβαθρο αυτής της sui generis νομοτέλειας, και υπό το φως των ποικίλων αναπαραστάσεών της, καταδεικνύονται δύσκολες ή πνιγηρές ανθρώπινες σχέσεις, δυσλειτουργικοί οικογενειακοί δεσμοί, παράνομοι έρωτες, εμφανείς ή αφανείς ανάγκες, φόβοι, πάθη, προκαταλήψεις ή αδιέξοδα, καθώς και η τυχαιότητα της ανθρώπινης ζωής, χαώδους στο πλήθος των επιλογών της.
Οι ιστορίες των εντόμων, έτσι, συμπλέκονται με αυτές των μυθοπλαστικών ηρώων, όχι όμως μόνο – ή όχι απλά – για να τις εμβαθύνουν, να τις επεκτείνουν ή να τις αντικατοπτρίσουν, σε ιδιότυπα mise en abyme. Προβάλλονται μάλλον και οι ίδιες ως ισότιμες. Αναφέρει μια από τις μυθοπλαστικές ηρωίδες της Κολλιάκου για τα έντομα: «Όταν ήμουν μικρή δεν μ’ άρεσαν καθόλου. […] Κάποια τα φοβόμουν. Ύστερα όμως διάβασα ένα βιβλίο για τα έντομα κι έτσι άλλαξαν όλα. Τότε άρχισαν να μ’ αρέσουν … […] Άρχισαν να μου φαίνονται όμορφα, σαν μικρά παράξενα κοσμήματα. Κάποια ζουν δίπλα μας κι ούτε που τα προσέχουμε, ή κι αν το κάνουμε, είναι για να τα εξοντώσουμε. Κι όμως, έχουν κι εκείνα τον δικό τους κόσμο και τα δικά τους μυστικά …» (σ. 74-75). Τα έντομα, έτσι, πεινασμένα, «βγαίνουν στα μονοπάτια των ανθρώπων» (σ. 43). Χτίζουν τις φωλιές τους μέσα στις ζωές των ανθρώπων ή, αντίστροφα, αλλά με το ίδιο αποτέλεσμα, οι άνθρωποι χτίζουν τις ζωές τους γύρω από τις φωλιές των εντόμων. Σε ανυποψίαστους χώρους και χρόνους διασταυρώνεται η πορεία τους σε πετάγματα κι ερεθισμούς, σε υφάνσεις, σε βίαια πατήματα, σε απόπειρες εξόντωσης, σε ιαματικά ή θανατηφόρα τσιμπήματα.
Ερώτημα πρώτο: Οι ιστορίες του βιβλίου φέρουν ως τίτλο το όνομα ενός εντόμου, δημιουργώντας έτσι ένα ακροφωνικό σύστημα αρίθμησής τους, με βάση το πρώτο γράμμα του ονόματος του εντόμου. Ήταν το έντομο που ξετύλιγε την αρχή της ιστορίας; Το όνομά του; Ή το αντίστροφο, το έντομο αυτό τρύπωνε με κάποιο τρόπο σε μια ήδη σχηματισμένη αδρομερώς ιστορία;
Δ.Κ: Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Δεν υπάρχει ενιαίο σχέδιο ούτε μία μόνο μέθοδος, κι απ’ αυτή την άποψη το βιβλίο αντανακλά την ετερότητα των όντων που περιλαμβάνει. Ψάχνοντας να βρω έντομο που ν’ αρχίζει από Θ, έγραψα μια ιστορία ερωτικής απογοήτευσης για τα Θαλάσσια Έντομα (που δεν υπάρχουν). Για τη μέλισσα (που την έχω βάλει στο Β, από το “Bee”) έτυχε να βρω ένα ποίημα που αναφέρεται σ’ ένα παλιό έθιμο, να ανακοινώνει κανείς στα μελίσσια τον θάνατο του μελισσοκόμου. Είχα βρει κι άλλες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες (υπάρχει απέραντο υλικό για τις μέλισσες), κάποιες από τις οποίες βρήκαν με φυσικό τρόπο τη θέση τους στην ιστορία, ωστόσο το έθιμο ήταν η άκρη του νήματος που έπρεπε να «ξετυλίξω» για να τη γράψω. Υπάρχουν και μια δυο περιπτώσεις όπου το έντομο «τρύπωσε» σε μια αρχινισμένη ήδη ιστορία, και έδωσε τη γενική κατεύθυνση. Στο Ν, έχουμε την (αληθινή αλλά άγνωστη στη Γαλλία) ιστορία ενός μαθητή από εύπορη οικογένεια που οργανώθηκε πολύ αργά στην Αντίσταση, εμπνευσμένος από έναν εξίσου νέο Πολωνοεβραίο αντιστασιακό, που σήμερα η προτομή του βρίσκεται σ’ ένα παρκάκι κοντά στο σπίτι μου, στο 11ο διαμέρισμα στο Παρίσι. Εδώ με ενδιέφερε η μεταμόρφωση της Νύμφης, η έξοδος από το προστατευτικό κουκούλι, οι νίκες και οι ήττες σ’ αυτή τη διαδρομή.
Όπως προαναφέρθηκε, οι διάφορες όψεις των εντόμων παρουσιάζονται στη διττή τους υπόσταση: ως φυσικών οντοτήτων και ως εικόνων κατασκευασμένων από την ανθρώπινη οπτική και το αντίστοιχο ενδιαφέρον του εκάστοτε Λόγου (discourse): ο Λόγος του μύθου, του παραμυθιού, της ποίησης, της πεζογραφίας, της ζωγραφικής, της μουσικής, των λαϊκών δοξασιών, της καθημερινής συνομιλίας, της επιστήμης. Η συγγραφέας αξιοποιεί θεματικά όχι μόνο τα έντομα, αλλά κυρίως τις ποικίλες αναπαραστάσεις τους, σε επιστημονικό ή πολιτισμικό πεδίο. Αντλεί στοιχεία από τη μεγάλη κειμενική τους παράδοση και ξεκινά έναν διακειμενικό διάλογο. Σε πολλές από τις ιστορίες προτίθεται ένα απόσπασμα από άλλο κείμενο, συνήθως λογοτεχνικό. Στο κυρίως σώμα των ιστοριών εντάσσονται άλλα κείμενα, επιστολές, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων ή θρησκευτικών κειμένων, αναρτήσεις ή σχόλια του Facebook, δημοσιεύματα εφημερίδων κ.λπ.
Ερώτημα δεύτερο: Η διακειμενική αυτή συνομιλία είναι προφανώς αναπόφευκτη, σε έναν βαθμό. Ωστόσο, θεωρείτε σημαντική τη συνομιλία με τα άλλα κείμενα ή, μάλλον, το να καταστήσετε εμφανή στον αναγνώστη αυτή τη συνομιλία; Αποτελεί μέρος του συγγραφικού σας στόχου;
Δ.Κ: Πράγματι με ενδιαφέρουν πολύ οι ποικίλες αναπαραστάσεις στις οποίες αναφερθήκατε και με συναρπάζει η συνομιλία με άλλα κείμενα. Όμως τα ενσωματωμένα αυτά αποσπάσματα (ένα στίχος, μια φράση, κάποιο μικρό χωρίο ή και μια εκτενέστερη ιστορία) δεν εξυπηρετούν πάντα τον ίδιο σκοπό. Κάποιες φορές είναι μέρος της «στόφας» της ιστορίας. Για παράδειγμα, οι αναρτήσεις στην κίτρινη εφημερίδα στο Ζ «αφηγούνται» όχι μόνο τη δολοφονία της νεαρής Αμερικανίδας που ήρθε να ζήσει στη Βιέννη αλλά και την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και το μίσος που τρέφουν κάποιοι στην Ευρώπη για (κάποιου είδους) ξένους και μετανάστες. Η εγκιβωτισμένη ιστορία για τα κόκκινα μυρμήγκια στο Μ επιτρέπει να γίνει μια αντιπαράθεση με τον (επίσης παράλογο) κόσμο του σχολείου, στον οποίον αντιτάσσονται τόσο η μαθήτρια όσο και ο καθηγητής, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Αλλού πάλι δίνω ένα κειμενικό θραύσμα που αποτέλεσε για μένα σημείο εκκίνησης, όπως οι στίχοι του Ρεμπώ στην προμετωπίδα του Ψ (Ψείρα). Ήθελα τα κεφάλαια να μπορούν να διαβαστούν και σαν λήμματα, και το βιβλίο σαν ένα είδος λευκώματος: Όχι μόνο ολόκληρο αλλά και αποσπασματικά, με πλήρη ελευθερία για τον αναγνώστη. Και γιατί όχι, να διεγείρω το ενδιαφέρον κάποιων αναγνωστών ώστε να περάσουν και σε άλλα κείμενα, ποιήματα της Σαπφούς, κουβέντες ερημιτών του 4ου αιώνα, κάποιο διήγημα του Καβαμπάτα ή στο άγνωστο στους πολλούς έργο του Νοτιοαφρικανού φυσιοδίφη Μαραί, στο οποίο βασίζεται Η ζωή των τερμιτών του Μαίτερλινκ – μια επιβεβαιωμένη πλέον όσο και διάσημη περίπτωση λογοκλοπής.
Το χωροχρονικό πλαίσιο παρέχουν διάφορα κράτη της Ευρώπης (κυρίως, και δευτερευόντως της Αμερικής) σε συγκεκριμένες στιγμές της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας (από τα μέσα κυρίως του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα). Άλλοτε ο χρόνος είναι ασαφής και λαμβάνει σημασιοδοτική αξία μόνο σε σχέση με τη μυθοπλαστική μικροϊστορία, κι άλλοτε συνδέεται με σημαντικές ιστορικές στιγμές, όπως λ.χ. η σφαγή του πληθυσμού από τους ναζιστές στο Οραντούρ-συρ-Γκλαν, στις δέκα Ιούνη του 1944 (την ίδια ακριβώς ημέρα με τη σφαγή στο Δίστομο) ή τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Έτσι, η Ευρώπη, εν γένει, ή τουλάχιστον η ιδέα της, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε πολλές από τις ιστορίες. Στη θέση του μότο, επίσης, βλέπουμε να υπάρχει η κλητική προσφώνηση «Αγαπημένη μου Ευρώπη,», σαν να είναι οι ιστορίες που ακολουθούν κάποιου είδους αφιέρωση ή απεύθυνση προς αυτήν. Διαβάζουμε σε μία από τις ιστορίες: «Δεν είχε βρει την Ευρώπη που είχε ονειρευτεί, αλλά είχε βρει μια Ευρώπη που τη συγκινούσε. Έτσι τουλάχιστον του είπε όταν ξημέρωνε Σάββατο, 14 Νοέμβρη. Και ότι έπρεπε να μείνει κανείς και ν’ αντιταχθεί σ’ αυτούς που μιλούσαν σαρκαστικά για την «πολιτισμένη» Ευρώπη. Σ’ αυτούς είχαν χάσει κάθε πίστη. Ν’ αντιταχθεί στην τρομοκρατία, πλησιάζοντας τους ανθρώπους που θα γίνονταν ευκολότερα θύτες, μαζί και θύματα. Γιατί τους είχαν αφήσει στην τύχη τους, αδιαφορώντας για το ότι είχαν γεννηθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή, για το ότι κανείς δεν στάθηκε στον δρόμο τους να τους απλώσει το χέρι.» (σ. 191)
Ερώτημα τρίτο: Η επιλογή του συγκεκριμένου χωροχρόνου στο έργο σας παρέχει κάποιου είδους συνεκτικό ιστό; Αναδεικνύει δηλαδή ότι η ζωή των ανθρώπων σε όλη την Ευρώπη συνδέεται με νήματα, περισσότερο ή λιγότερο ορατά, αλλά εν τέλει αναπόσπαστα; Ή μήπως η «Ευρώπη» δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, στην οποία οι άνθρωποι έχουν μπλεχτεί, όπως στον ιστό της αράχνης, οδηγούμενοι σε έναν αργό θάνατο;
Μου αρέσει η διττή ανάγνωση που προτείνετε. Η Ευρώπη, ο δυτικός κόσμος, τα ανθρωπιστικά ιδεώδη του δυτικού κόσμου (που βασίστηκαν και σε αρχαίους πολιτισμούς όπως ο ελληνικός) είναι ένας συνεκτικός ιστός όχι μόνο για τα επιμέρους κεφάλαια του βιβλίου, αλλά και για τις ζωές μας. Αυτή η Ευρώπη έχει αρχίσει να γίνεται ψευδαίσθηση, να μεταμορφώνεται σε έναν ιστό θανάτου. Τα 24 αφηγήματα του βιβλίου θα μπορούσε να τα δει κανείς και σαν άτυπα «γράμματα» σε μια Ευρώπη πολυαγαπημένη που βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Έστω κι αν κάποιες κλωστές απ’ το σύγχρονο υφάδι της μας προβληματίζουν, πράγμα που είναι και υγιές και επιθυμητό, το στημόνι και τα όσα αντιπροσωπεύει πολιτισμικά (και όχι μόνο) πρέπει να αγωνιστούμε για να τα διασώσουμε.
Η ανάγνωση του έργου αφήνει μια αίσθηση μεταιχμιακότητας, σε διάφορα επίπεδα. Αρχικά, ήδη στον τίτλο του έργου, στη λέξη «Αλφαβητάρι» συμπλέκονται η σημασία του ονομαστικού καταλόγου, του αναγνωστικού εγχειριδίου και του λεξικογραφικού ή εγκυκλοπαιδικού λήμματος. Αξιοπρόσεκτη όμως είναι και η παράθεση κάποιων όρων, στο τέλος κάθε ιστορίας, οι οποίες τίθενται μέσα σε ορθογώνιες αγκύλες και χαρακτηρίζονται ως «λέξεις κλειδιά». Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες: πένθος, συμφιλίωση, επικοινωνία, μοιρασιά, μεταμόρφωση, δημιουργικότητα, λύτρωση, ψέμα, το απαγορευμένο, προστασία, εφηβεία, βεβαιότητες, επιβίωση, διακοπές, αντίσταση, πέρασμα, μοναξιά, Θεός, μετανάστες, πρόσφυγες, άσυλο, φιλία, συλλογικότητα, κανιβαλισμός. Οι έννοιες αυτές καθίστανται σε «κλειδιά» αναγνωστικά ή ερμηνευτικά, ή ίσως «μουσικά», προσφέροντας τον τόνο, όχι ακριβώς για την αναγνωστική εκτέλεση, καθώς τίθενται μετά το κείμενο, αλλά για την μνημονική επανεκτέλεσή του. Δεν προκαταλαμβάνουν, αλλά ανα-καταλαμβάνουν, αν μπορεί να ειπωθεί, την ανάγνωση, μεταγγιζόμενες σε αυτήν εκ των υστέρων, με τρόπο ήσυχο, ψιθυριστό σχεδόν, κλεισμένες στις αγκύλες τους.
Η πρακτική, όμως, αυτή λειτουργεί και ως ενδείκτης κειμένων επιστημονικών. Δημιουργείται έτσι και μορφικά η αίσθηση ότι ο επιστημονικός Λόγος της «εντομολογίας» ενοφθαλίζει δημιουργικά αυτόν της λογοτεχνίας. Με τον τρόπο αυτό εντείνεται η εντύπωση της υβριδικής ειδολογικής κατάταξης των κειμένων, μεταξύ του αναφορικού και του ποιητικού λόγου. Επιπλέον, το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και σε επίπεδο αφηγηματικής φόρμας. Το έργο χαρακτηρίζεται (αμήχανα;) από την κριτική ως «βιβλίο», και όχι ως μυθιστόρημα. Βιβλίο που απαρτίζεται από αυτοτελή αφηγήματα, που μπορούν να οριστούν ως σύντομες ιστορίες ή διηγήματα, χωρίς όμως και πάλι να μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως «συλλογή διηγημάτων». Κι αυτό διότι, όπως ορθά παρατηρείται, τα αφηγήματα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με τρόπο οργανικό σε έναν ενιαίο κορμό. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία συνενώνουν τις ιστορίες σε μια ευρύτερη σύνθεση, και όχι μόνο εξωτερικά ή προσχηματικά, όπως θα συνέβαινε «εύκολα», αν το μόνο συνεκτικό στοιχείο ήταν η παρουσία εντόμων σε όλες τις ιστορίες ή η αλφαβητική διάρθρωση των τίτλων.
Ερώτημα τέταρτο: Έχοντας ήδη δοκιμάσει ως φόρμα το διήγημα, τη νουβέλα και το μυθιστόρημα αποτελεί αυτού του είδους η σύνθεση, τμηματική αλλά και συνάμα οργανικά συνδεδεμένη, μεταξύ του «αυτόνομου σύντομου αφηγήματος» και της εκτενούς μυθιστορηματικής φόρμας κάτι που ανταποκρίνεται στις συνειδητές αφηγηματικές σας αναζητήσεις;
Η συγκεκριμένη δομή ήταν περίπου σύμφυτη με τη βασική ιδέα και κάτι που ήρθε πολύ νωρίς, με το που ξεκίνησα να γράφω. Τα κεφάλαια μπορούν να διαβαστούν αυτόνομα ή ακόμη και με τυχαία σειρά (τα έχω τοποθετήσει όχι αλφαβητικά, αλλά κατά σειρά συγγραφής), αποτελούν ωστόσο και «ψηφίδες» μιας μεγαλύτερης σύνθεσης. Ακόμη κι όταν εστιάζει κανείς στην «ψηφίδα» (διαβάζει ένα συγκεκριμένο αφήγημα), δεν μπορεί να το αποκόψει απ’ το πλαίσιο, γιατί κάποιες άλλες ιστορίες (ή έστω σημεία στα οποία έπεσε το μάτι ξεφυλλίζοντας) προσθέτουν τη δική τους ηχώ. Θα μπορούσε να ισχύει αυτό και σε μια «κλασική» συλλογή διηγημάτων, αλλά εκεί, όταν υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα στα κείμενα, είναι συνήθως πιο χαλαροί ή μπορεί να οφείλονται σε κάποιον αποκλειστικά εξωγενή παράγοντα (να πρόκειται για κείμενα που γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη περίοδο, για παράδειγμα, ή για να εξυπηρετήσουν ένα επιβεβλημένο σχήμα.) Όπως επισημάνατε, το «σχήμα» εδώ δεν είναι ένα μόνο, αλλά υπάρχουν αλλεπάλληλοι συνεκτικοί ιστοί: τα έντομα, τα 24 γράμματα, οι λέξεις-κλειδιά στο τέλος, αλλά και η θεματολογία της σύγχρονης Ευρώπης ή άλλες ιστορίες (ή θραύσματα εγκιβωτισμένα μέσα σε ιστορίες) που εμπίπτουν στο ίδιο ή σε συγγενές θεματικό πλαίσιο.
Ένα από τα θεματικά νήματα που διακρίνονται στο βιβλίο είναι η γλώσσα και η γραφή: κάποιοι ήρωες προσπαθούν να εκφέρουν λόγο σε γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους, κάποιοι διδάσκουν ξένες γλώσσες, προβληματίζονται για τη δομή της γλώσσας ή για την υπεροχή των ανθρώπινων γλωσσών έναντι της «γλώσσας» των εντόμων, προβαίνουν σε παρατηρήσεις που αφορούν τη μορφή ή την ετυμολογία ονομάτων, κάνουν λογοπαίγνια, κ.λπ.
Ερώτημα πέμπτο: Ποιος είναι ο ρόλος της γλώσσας και της γραφικής αποτύπωσής της στο συγκεκριμένο έργο (και στο έργο σας, γενικά); Είναι ένας παράγοντας που διευκολύνει ή δυσχεραίνει την επικοινωνία; Που καλύπτει ή απο-καλύπτει τον κόσμο;
Διαθέτω μια σκευή φιλολόγου και γλωσσολόγου, πράγμα που λέει κάτι για την αγάπη μου για τη γλώσσα, και τις γλώσσες γενικότερα. Μνημονεύω πάντα τον Θανάση Βαλτινό, που νομίζω στον Ανάπλου έγραψε πως οι λέξεις είναι «φάσγανα». Πρόκειται για ομηρική λέξη, που σημαίνει σπαθιά. Οι λέξεις κόβουν άσχημα, και γι’ αυτό πρέπει να προσέχει κανείς τι γράφει, να μην παρασύρεται. Απεχθάνομαι τα γλωσσικά «πυροτεχνήματα» που δεν έχουν έρεισμα μέσα στο κείμενο και ρίχθηκαν προς εντυπωσιασμό. Μου αρέσει η απλή γλώσσα, που είναι ωστόσο και η γλώσσα της ποίησης. Θέλω το κείμενο να είναι πολύ δουλεμένο γλωσσικά, γιατί μέσα από το δούλεμα της γλώσσας θα προκύψει το ύφος αλλά και κάποιες σημαντικές πτυχές του θέματος. Μορφή και περιεχόμενo είναι συνυφασμένα αξεδιάλυτα στα κείμενα που θαυμάζω. Στο Αλφαβητάρι είχα την ευκαιρία να «παίξω» με κάποια γράμματα, για να αποκαλύψω σχέσεις λανθάνουσες ή λιγότερο εμφανείς. Για παράδειγμα, το γράμμα Ζ αντιστοιχεί στην εβραϊκή λέξη ζβουβ (μύγα), που είναι το δεύτερο συνθετικό του Βεελ-ζεβούλ (ο Σατανάς, και κατά λέξη, ο Άρχοντας των μυγών). Η ετυμολογία εδώ φωτίζει τόσο το κεντρικό συμβάν σ’ αυτή την ιστορία (έναν φόνο) όσο και τη σχέση του εντόμου με το πτώμα και τον θάνατο. Σε επίπεδο πιο θεωρητικό, αλλά ποτέ εκβιαστικά, ο αφηγητής αναρωτιέται για τη γλώσσα ή την «ψηλαφεί», όπως για παράδειγμα ο ήρωας στο Π (Πασχαλίτσα) που λέει: «να υποφέρει» και «υπέφερε» ήταν και ως ρήματα τα πιο κατάλληλα να εκφράσουν αυτό που ένιωθε. Ενώ λέμε «πόνεσε για λίγο» ή «πονούσε για πολύ», το «υπέφερε» είναι πάντα εξακολουθητικό, και δεν έχει στιγμιαίο ποιόν ενεργείας, που μάθαιναν στη γραμματική.
Μια τελευταία παρατήρηση – (ρητορικό) έκτο ερώτημα: Μήπως ως τελική αίσθηση ή ως ιδέα που διατρέχει όλες τις ιστορίες του βιβλίου, μένει ότι κι οι άνθρωποι, σε κάποια άλλη διάσταση του σύμπαντος, δεν είμαστε παρά «έντομα», όπως ίσως συμβολικά παραπέμπει και το εξώφυλλο της έκδοσης; Ότι ο κόσμος μας δεν είναι παρά ένας μικρόκοσμος εντόμων, με τη δική μας «νομοτέλεια», παρά τη φαινομενική τυχαιότητα της ζωής μας;
Πράγματι υπήρχε αυτή η πρόθεση. Ότι οι άνθρωποι είμαστε θνητοί και μικροί σαν έντομα, κι ας έχουμε σφετεριστεί την εξουσία στον πλανήτη. Κι ότι ενώ τα έντομα ακολουθούν κινήσεις ενστικτώδεις, η νομοτέλεια που τις διέπει μπορεί να μας διδάξει κάτι για το πού βρίσκονται πραγματικά, και πόσο μπορούν να μετακινηθούν, τα όρια της δικής μας ελευθερίας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]