frear

Η πορφύρα των στίχων, η αλχημεία των λέξεων – ο Σπύρος Θεριανός γράφει για τον Βασίλη Φαϊτά

Βασίλης Φαϊτάς, Το δάκρυ του Ηράκλειτου, Μανδραγόρας, Αθήνα 2018.

«Δια του χώρου, το σύμπαν με περιέχει και με καταπίνει σαν ένα στίγμα. Δια της σκέψεως, το περιέχω εγώ» [1]. Τούτη η σκέψη του Πασκάλ, θα μπορούσε είναι το νοητικό υπόβαθρο της ποιητικής του Βασίλη Φαϊτά. Γεννημένος το 1942, στη Θεσσαλονίκη, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1966, στο περιοδικό Νέα Εστία. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Άποικοι της νύχτας (1966), Γράμματα στον κόσμο (1980), Υστερόγραφα για το αύριο (2010), Συνάντηση με το σύμπαν (2011), Ρους και ροή (2014), Ο αλχημιστής του χάους (2015), Στο καφέ «Εντροπία» (2017), Το δάκρυ του Ηράκλειτου (2018). Στην ποίησή του, ο Φαϊτάς θεάται τον άνθρωπο σε σχέση με τη μεγάλη εικόνα του σύμπαντος. Ο κόσμος και ο άνθρωπος προβάλλονται μέσα από τεράστιες ολότητες: το «σύμπαν», η «θάλασσα μέσα μας», ο «χώρος», ο «χρόνος», η «ύλη», η «αιωνιότητα», είναι λέξεις, τις οποίες συναντούμε στα ποιήματά του [2]. Στην ποιητική συλλογή Το δάκρυ του Ηράκλειτου, το «ποτάμι» του Ηράκλειτου, επανέρχεται ως βασικό μοτίβο, αντιπροσωπεύοντας την αέναη ροή πραγμάτων και ανθρώπων. Για τον Φαϊτά, τα πάντα ρέουν, αλλά εντός μιας συμπαντικής θλίψης, όπου όλα εκτυλίσσονται σαν μια «ανεκπλήρωτη δυνατότητα», σαν μια «ανολοκλήρωτη οδύσσεια»:

Έρχεται ο υπόγειος άνεμος
ο νους μου θα είναι μια απρόσιτη μοναξιά
τα φυλλώματα των δέντρων αιχμαλωτίζουν
αντικατοπτρισμούς
απ’ τη στιγμή που αποβιβάστηκα μόνος.

Υπάρχει στο χάος μια θλίψη
ανολοκλήρωτη οδύσσεια κοιτάζει
την παρακμή των αιώνων
οι ποιητές του σύμπαντος έχουν πεθάνει από παλιά
μέσα στις λέξεις που αλλάζουν διαρκώς
νόημα
ο κόσμος δεν είναι ποτέ ίδιος
μ’ αυτό που γυρίζει
μας κοιτάζει απ’ τα βάθη
μας παραπλανά.

Ένα ποτάμι κυλά
μακρύ σαν το ταξίδι του φωτός
όλες οι εποχές παραπόταμοί του
δεν έμαθα ν’ αποχαιρετώ τους καιρούς
αν η ύπαρξη του ανθρώπου
δεν έχει νόημα
τι κάνω εγώ εδώ πάνω
στις φλεγόμενες κορυφογραμμές
αποκρυπτογραφώντας
τις τροχιές του πεπρωμένου.

(«Ανολοκλήρωτη οδύσσεια»)

Ένα δεύτερο μοτίβο που συναντούμε συχνά στην ποίηση του Φαϊτά, είναι αυτό του αέναου ταξιδευτή, του «ναύτη χωρίς το γαλάζιο της θάλασσας» («Τα στάχυα»). Η μεταφορά του θαλασσινού ταξιδιού είναι θεμελιώδης στην ποίηση του Φαϊτά και κάνει την εμφάνισή της ήδη από τα πρώτα του ποιήματα. Λέξεις και στίχοι από τη συλλογή, όπως «φινιστρίνι» –ο στίχος μιλά για το «φινιστρίνι των αισθήσεων»– η «ιστορία των κυμάτων», η «θάλασσα», οι «φίλοι μιας άλλης ζωής/ [που] ταξίδεψαν σε αναστατωμένους καιρούς», η «Ιθάκη» ως «άλλη πλευρά της αιωνιότητας», τα «ρυμουλκά ναυαγίων [που] σαλπάρουν», είναι κάποια από τα σύμβολα αυτού του «θαλασσινού ταξιδιού». Αρκετά συχνά, εμφανίζεται στην ποίησή του και η μοναξιά του ταξιδιού. Παρότι, όπως θα δούμε παρακάτω, σε αρκετά ποιήματα ο Φαϊτάς μάς απευθύνεται μέσα από το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ωστόσο, το συγκεκριμένο «εμείς» είναι διάπυρο από μοναξιά. Όπως μόνος και απομονωμένος εμφανίζεται στο ομηρικό έπος ο Οδυσσέας, το εμβληματικό πρόσωπο του αρχετυπικού ταξιδιού. Ωστόσο, στην ποίηση του Φαϊτά δεν φαίνεται κανένα απάγκιο στον ορίζοντα, ώστε να σταθεί το υποκείμενο των ποιημάτων του και να αναστοχαστεί «η Ιθάκες τι σημαίνουν». Κι αυτό γιατί ερχόμενος «αντιμέτωπος με το χάος», η συνέπεια, όπως θα έγραφε ο Ε. Τσοράν, είναι η «απόρριψη όσων μάθαμε, το να είμαστε ο εαυτός μας…» [3]. Κι αυτό, όπως θα δούμε, επηρεάζει τις αισθητικές επιλογές του Φαϊτά.

Σε ορισμένους στίχους του, παρατηρείται η σύμπλεξη μιας έντονης ποιητικότητας, με τη δυναμική που έχει το λογοτεχνικό είδος του αφορισμού. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους «πορφυρούς στίχους» [4] του Βασίλη Φαϊτά. Παραθέτουμε μια μικρή επιλογή στίχων από ποιήματα της συλλογής, οι οποίοι διαθέτουν αυτόν τον αξιόλογο συνδυασμό ποιητικού και νοηματικού αποθέματος, μέσω των οποίων ο ποιητής αποφαίνεται, πως είμαστε μια «ημιτελής παρτιτούρα ανάμεσα στη νιότη και τη νύχτα», πως είμαστε «γεννημένοι ίσως από μια πλεκτάνη της μοναξιάς», πως γερνάμε «μες στη νιότη από βλέμμα σε βλέμμα» και πως ο νους μας είναι μια «απρόσιτη μοναξιά».

Ωστόσο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον ιανικό χαρακτήρα του συγκεκριμένου ποιητικού φαινομένου. Από τη μία, οι «πορφυροί στίχοι» είναι τα σημεία του ποιήματος, που το καθιστούν αγαπητό. Από την άλλη, οι στίχοι, με τα συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ανεβάζουν τις προσδοκίες. Αρκετές φορές, έχουν απρόβλεπτες συνέπειες: κάνουν αυτό που προηγείται ή/και αυτό που έπεται, να ωχριά. Τότε, εγείρεται το πρόβλημα της λειτουργικότητας των στίχων στο σύνολό τους. Κατά πόσο εξυπηρετείται ο εικονογραφικός ρυθμός του ποιήματος. Πρόβλημα, στο οποίο ο Φαϊτάς απαντά, αξιοποιώντας τον υπερρεαλισμό. Οι «πορφυροί στίχοι» του, συμφύρονται με στίχους εικονιστικής ποιητικής έντασης, που είναι κενοί νοήματος. Όπως εύστοχα το έχει περιγράψει ο Δήμος Χλωπτσιούδης «το μήνυμα συμπλέκεται με τη ‘χαώδη’ εικαστική που δίνει μία αίσθηση κίνησης, εκμεταλλευόμενη τη συνειρμική σύνθεση των εικόνων» [5]. Από τη μία, λοιπόν, οι στίχοι, που δεν εξαρτώνται από τη ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά είναι αισθητός ο πνευματικός και συναισθηματικός δεσμός με μια πραγματικότητα. Από την άλλη, οι ‘υπερρεαλιστικές’ εικόνες, οι οποίες όμως, δεν παίρνουν μέρος στην ανάπτυξη αυτού του δεσμού. Αποκομμένες από τον θεματικό πυρήνα του ποιήματος και δημιουργώντας «ιριδίζουσες λεκτικές εντυπώσεις» [6], λειτουργούν ως διεγερτικό της ποιητικής διαδικασίας. Στόχος τους, είναι η ρήξη με τον αναλογικό τρόπο σκέψης του νου. Έχει να κάνει με την εκτύλιξη της ποιητικής ανάπτυξης, όπως πλέον την επιθυμεί ο Φαϊτάς.

Ωστόσο, απαλείφοντας αυτούς τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους, διαπιστώνουμε πως αναδύεται ο «πρώτος» Φαϊτάς των συλλογών Άποικοι της Νύχτας (1966) και Γράμματα στον Κόσμο (1980). Τι σημαίνει αυτό; Ενδεχομένως, σχετίζεται τόσο με την ανάγκη του ποιητή να εξελιχθεί προς ένα πρότυπο, που αλλάζει με τα χρόνια μέσα στο μυαλό του (εξαιτίας και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων) ή/και πρόκειται για μια αντίδραση στο προηγούμενο ποιητικό ύφος του και ότι αυτό αντιπροσώπευε ως ύφος μιας συγκεκριμένη ποιητικής σχολής (της Θεσσαλονίκης) και της γενιάς του (γενιά του ’70). Εμμένοντας στις πρώτες ποιητικές του εγγραφές, ο Φαϊτάς, ίσως συναντούσε τις λέξεις του «ήδη κατειλημμένες», όπως θα έλεγε ο Μπαχτίν [7]. Μέσα από μια συγκεκριμένη γλωσσική-ποιητική συνάφεια και χρήση, οι λέξεις που είχε στην εργαλειοθήκη του ο Φαϊτάς, είχαν ήδη σημαδευτεί από τη χρήση και τις ερμηνείες των άλλων. Ήταν όπως θα έλεγε και πάλι ο Μπαχτίν, «γεμάτες από τη φωνή» των άλλων [8]. Πιθανόν, ο Φαϊτάς επέλεξε τη φυγή προς τα μπρος, για να ξεφύγει απ’ την παγίδα των κοινών εκφραστικών τόπων. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας ο «πρώτος» Φαϊτάς; Παραθέτουμε, ενδεικτικά, δύο ποιήματα από τις δύο πρώτες συλλογές του:

Χρόνια περιμέναμε στο σταθμό ένα τραίνο πού ποτέ δεν πέρασε
με τις αποσκευές στα χέρια
το πρόσωπο προσηλωμένο στην τελευταία στροφή
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.
Κάπου θέλαμε να ταξιδέψουμε
και μείναμε εκεί στο σταθμό
περιμέναμε ένα τραίνο πού δεν πέρασε
μαρμαρωμένοι ταξιδιώτες
έτοιμοι πάντα για αναχώρηση.

(«Ταξιδιώτες», από τη συλλογή Άποικοι της Νύχτας,1966)

Το ποίημα που ακολουθεί είναι από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του:

Ο γιαλός, αυτές οι νύχτες, αυτό το πλήθος
θα ξανάρθει,
όμως εμείς δεν θα είμαστε πια.
Απ’ τις ρωγμές του καθρέφτη
φεύγουμε μακριά πολύ.
Αυτά τα κουρασμένα σώματα
θα ξαναγυρίσουν,
όμως άλλες αταίριαστες ψυχές θα μας καλούν μέσα τους.
Από τους ήχους, το σκοτάδι και το φως περνούμε
φωνές του καλοκαιριού και του χειμώνα,
φεύγουμε βαθιά πολύ,
ώσπου να γκρεμιστεί μέσα μας η απεραντοσύνη.

(«Αποικία», από τη συλλογή Γράμματα στον Κόσμο, 1980).

Διαπιστώνουμε πως υπάρχουν οι ‘σταθερές’, που συναντούμε και στις μετέπειτα ποιητικές εγγραφές του: η εναλλαγή ενεστωτικών και μελλοντικών ρημάτων, η μελαγχολία, τα μοτίβα του ταξιδιού και της αναχώρησης, ο ποιητικός-φιλοσοφικός στοχασμός, το «εμείς» αναφερόμενο σε μια κοινή ανθρώπινη μοίρα, το οποίο σε αρκετά ποιήματα μετατρέπεται σε πρώτο ενικό πρόσωπο διατηρώντας, όμως, τον ίδιο τόνο. Ωστόσο, απουσιάζει η «υπερρεαλιστικότητα» και τα θέματα απεικονίζονται σε ένα φόντο, όχι συμπαντικό, αλλά κοινωνικό. Στα συγκεκριμένα ποιήματα, που έχουν βιοθεωρητικό χαρακτήρα, μένουν δηλαδή περισσότερο «συνεπή» σε έναν βιωματικό πυρήνα, οι άνθρωποι δεν απεικονίζονται μπροστά σε κάτι ακαθόριστο ή σε κάτι που τους υπερβαίνει. Αποτυπώνεται ο κοινωνικός χώρος μέσα από ρεαλιστικά σκαριφήματα, είτε πρόκειται για τον σταθμό ενός τρένου είτε για έναν γιαλό. Τι εννοούμε, όμως, λέγοντας πως απαλείφοντας τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους αναδύεται ο «πρώτος» Φαϊτάς; Φέρνουμε ως παράδειγμα, το ποίημα «Ανεπίδοτος έρωτας» από Το δάκρυ του Ηράκλειτου:

Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
ανεπίδοτος έρωτας
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
γίνεται κύμα χιμαιρικό μονόγραμμα
τατουάζ ονείρου εισχωρεί βαθιά
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο
κι απομακρύνεται χτυπώντας τα φτερά του
στη φωνή που το καλεί
καθώς το σώμα πριν να φύγει
γράφει απόηχους δονήσεων στον αέρα
ουράνιες καμπύλες κατοπτρισμών.

Απαλείφοντας τους ‘υπερρεαλιστικούς’ στίχους, χωρίς να μπορούμε να πράξουμε το ίδιο με τους στίχους, όπου γίνεται μεταφορική χρήση των λέξεων –διαφορετικά θα έπαυε να υπάρχει ποίημα, η μεταφορά είναι εγγενές στοιχείο του ποιητικού λόγου καθώς ως προς την αναφορικότητα του ποιητικού κειμένου, η ποίηση έχει χαρακτηριστεί «συνεχής και γενικευμένη μεταφορά» [9]– προκύπτει, όπως θα δούμε, ένα ποίημα, το οποίο θα μπορούσε να είναι της πρώτης περιόδου του Βασίλη Φαϊτά:

Εκείνο το μοναχικό δέντρο στην κορυφογραμμή
γερνάει
λεηλατημένο απ’ τον άνεμο και την ερημιά
δεν γνώρισε ποτέ το θρόισμα του δάσους
τις νύχτες επιμένει ακόμα
στο τέλος του ορίζοντά του
μεταμορφώνεται σε μύθο.

Όσους ελκύει το «ονειρικό ύφος και η γοητεία των οραματικών παραστάσεων» [10] θα βρουν ενδιαφέρουσα την «υπερρεαλιστικότητα» του Φαϊτά. Κάποιοι αναγνώστες, ίσως αισθανθούν πως μέσω της συγκεκριμένης ποιητικής πρακτικής ορισμένα ποιήματα παρατείνονται άσκοπα ή, ενδεχομένως, προβληματιστούν για την αισθητική τούτης της αλχημείας των λέξεων. Όμως, στόχος του Φαϊτά, όπως επισημάναμε, είναι –κατά την εκτίμησή μας– να αποφύγει το ‘τετριμμένο’ άκουσμα των στίχων του, διαρρηγνύοντας ή καλύτερα εμβολίζοντας τις λογικές ή εμπειρικές συνεπείς νοηματικές ακολουθίες τους. Ποιο θα ήταν το ποιητικό αποτέλεσμα, αν επέλεγε να προσφέρει κάποιους από τους «πορφυρούς στίχους» του με τη μορφή μονόστιχων, δίστιχων ή τρίστιχων ως ελλειπτικές (όχι ελλειμματικές) καταγραφές της ποιητικής του νόησης, ως μία πρόταση, δηλαδή, λιτής ποίησης δίχως προσθήκες και παρεμβολές;

Ο Φαϊτάς, στα ποιήματα που δημοσιεύει μετά το 2011 –με την εκδοτική αποχή στα χρόνια μεταξύ 1980 και 2010 να σημαίνει κάτι– απλώνει ένα εννοιολογικό δικτύωμα, του οποίου κόμβοι συνιστούν έννοιες από τη θεωρία της σχετικότητας, τη κβαντική φυσική, τον προσωκρατικό διαφωτισμό. Αρνητικό ενδεχόμενο: η «αντιπαθητική χασμωδία», που δημιουργείται μεταξύ των φιλοσοφικών/επιστημονικών εννοιών και της ποιητικής έκφρασης μέσα στην οποία εντάσσονται, όπως την περιγράφει ο Τ.Κ. Παπατσώνης, σχολιάζοντας το φαινόμενο [11]. Ο Παπατσώνης, βέβαια, κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην ποίηση που επεξεργάζεται ήδη διαμορφωμένες φιλοσοφικές ιδέες και την ποίηση που φιλοσοφεί με βιωματικό και άμεσο τρόπο, μεταμφιέζοντας ποιητικά τις σύγχρονες εκδοχές και τα πλαίσια διαφόρων τρόπων σκέψης. Δεν θα σταθούμε, όμως, σε αυτό. Θα πούμε μόνο πως ο Φαϊτάς επιλέγει την δεύτερη οδό.

Ο Φαϊτάς, λοιπόν, δημιουργεί ποιήματα στα οποία είναι απωθημένες οι μικροαστικές-βιωματικές όψεις της ζωής. Αποφεύγει, με αυτόν τον τρόπο, την παρείσδυση της κοινοτοπίας του καθημερινού. Αναδεικνύει την αμφιθυμία μιας πραγματικότητας, πέρα από οποιαδήποτε ρεαλιστική της «ανάγνωση». Μια αμφιθυμία, που εμπεριέχει τη μετεώριση ανάμεσα στο μόνιμο και το προσωρινό, στο αιώνιο και το εφήμερο, «στο άγραφο και στο αντίο» [12], αφήνοντας μια αίσθηση επικείμενης αναχώρησης. Το ποιητικό σύμπαν του Φαϊτά διαστέλλεται διαρκώς με έναν λυγμό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]: Πασκάλ Μ., Σκέψεις, μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης, Καστανιώτης, 2008, σελ. 265.

[2]: Η ‘κοσμολογική-φιλοσοφική’ στροφή της ποίησης του Φαϊτά αρχίζει να αποτυπώνεται από την ποιητική συλλογή «Συνάντηση με το σύμπαν» (2011) και μετά. Έως τότε, όπως παρατηρεί ο Δήμος Χλωπτσιούδης, η ποίηση του Φαϊτά συνδέεται με τη λογοτεχνική παράδοση της Θεσσαλονίκης και «κινείται μεταξύ της υπερρεαλιστικής παράδοσης της γενιάς του γενιά του ’70 και της εσωτερικευμένης ποίησης της δεύτερης τριανδρίας της πόλης» (βλ. Χλωπτσιούδης Δ., «Ο Βασίλης Φαϊτάς αντιμέτωπος με το χάος», tvxs.gr, 9.3.2016. Τελευταία ανάκτηση 15/9/18).

[3]: Cioran E., Στοχασμοί, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας, Αθήνα 2010, σελ. 63.

[4]: Οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας αποκαλούν το συγκεκριμένο φαινόμενο, όσον αφορά τα λογοτεχνικά κείμενα, «πορφυρό χωρίο». Η διαφωνία τους έγκειται στο αν η επίκληση του «πορφυρού χωρίου» έχει θετική ή αρνητική σημασία. Ο όρος έχει προκύψει από τον Οράτιο, στο έργο του Ποιητική Τέχνη, όπου αναφέρεται στο πορφυρό κομμάτι υφάσματος, που μπαίνει ως προσθήκη σε ένα μεγαλύτερο κομμάτι: στη λογοτεχνία δηλώνει το στομφώδες απόσπασμα, το οποίο είναι αταίριαστο με το υπόλοιπο κείμενο. Ωστόσο, για κάποιους θεωρητικούς, ο όρος περιγράφει ένα ορισμένο κομμάτι, που μπορεί να αποσπασθεί από το κείμενο, γιατί χρήζει ιδιαίτερης μελέτης και μνείας. Με αυτή την δεύτερη σημασία, αξιοποιούμε τον συγκεκριμένο όρο στο κείμενο: αφορά τους στίχους, για χάρη των οποίων, διαβάζουμε ολόκληρα ποιήματα. Πρόκειται για «εκείνα τα ζωντανά σημεία», για τα οποία μιλά ο Φ. Κάφκα στα Ημερολόγιά του, αναφερόμενος σε κάποιο έργο του Γκαίτε.

[5]: Χλωπτσιούδης Δ., «Ο Βασίλης Φαϊτάς αντιμέτωπος με το χάος», tvxs.gr, 9.3.2016. Τελευταία ανάκτηση 15/9/18.

[6]: για τη λειτουργία των λέξεων στο υπερρεαλιστικό ποίημα απ’ όπου και το παράθεμα βλ. σχετικά Bigsby C. W. E., Νταντά και Σουρρεαλισμός, μτφρ. Ε. Μοσχονά, Η γλώσσα της Κριτικής, Ερμής, Αθήνα, 1974, σελ. 102.

[7]: για τη θεωρία της διακειμενικής πολυφωνίας όπως την ανέπτυξε ο Μιχαήλ Μπαχτίν βλ. Τοντόροφ Τ., Ποιητική, μτφρ. Αγγέλα Καστρινάκη, Γνώση, Αθήνα 1989, σελ. 38.

[8]: ό.π.

[9]: Cohen J., Structure du language poétique, Flammarion, Paris 1966, σ. 113. Αναφέρεται στο κείμενο κριτική της Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού για τη μελέτη του Παναγιώτη Ροϊλού, «Κ.Π. Καβάφης: Η οικονομία του ερωτισμού», oanagnostis.gr, 03/08/2018. Τελευταία ανάκτηση 5/10/18.

[10]: Καραντώνης Α., Εισαγωγή στη νεωτερική ποίηση, Παπαδήμας, Αθήνα, 1978, σελ. 185.

[11]: Τ. Κ. Παπατσώνης, Friedrich Hölderlin, 1770, 1843, 1970, Εγκώμιο, Τρεις Ύμνοι, Τρία σχόλια, Ίκαρος 1970, σελ. 48.

[11]: στίχος από το ποίημα «Η ιστορία ενός κρυπτογράμματος», σελ. 29.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Sergio Larrain. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη