frear

J. S. Mill: Ο δημοκρατικός σοσιαλισμός ως ηθικό ιδεώδες – γράφει ο Θοδωρής Μπόνης

Βασική θέση του John Stuart Mill (1806-1873) ήταν η ανάγκη μετάβασης σε μία δημοκρατικά διαμορφωμένη σοσιαλιστική κοινωνία. Πίστευε πως όλα τα καθεστώτα πριν από την άνοδο της δημοκρατίας προάσπιζαν τα ταξικά συμφέροντα μικρών μειονοτήτων σε βάρος του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας. Όπως σε προηγούμενα πολιτεύματα, έτσι και στη δημοκρατία υπάρχει ο κίνδυνος της ταξικής νομοθεσίας που παρέχει πολιτική ισχύ στην κυρίαρχη τάξη, προκαλώντας διαρκή ζημία σε ολόκληρη την κοινωνία. Η δημοκρατία όμως δεν αποτελεί απλώς μία μορφή διακυβέρνησης αλλά μορφή κοινωνικής οργάνωσης με επιπτώσεις σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Αναπαριστά μία γενική «κοινωνική κατάσταση» που ενσαρκώνει συγκεκριμένες πεποιθήσεις, αρχές και οργανωτικές πρακτικές. Από την άλλη πλευρά, ο σοσιαλισμός αναπαριστά την οικονομική έκφραση ενός κοινωνικού ηθικού κώδικα συνεργασίας, ο οποίος καθιερώνεται μονάχα μέσα στις κοινωνικές σχέσεις στη δημοκρατία [1].

Το ιδεώδες πολίτευμα για τον Μιλ δεν είναι άλλο από το δημοκρατικό, γιατί μόνο σε μια δημοκρατία η υπέρτατη εξουσία θα ανήκε στο σύνολο της κοινότητας. Η ισότητα που θα απέρρεε από αυτή την εξουσία θα σήμαινε τη συμμετοχή ολόκληρης της κοινωνίας –μέσω της αντιπροσώπευσης– στη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Αν οι πολιτικές δεν εξαρτιόνταν από κάθε είδους ταξικά συμφέροντα, ο Μιλ θα αποδεχόταν τον κομμουνισμό ως τη μοναδική, άξια υπεράσπισης, μορφή κοινωνίας [2]. Γνωρίζει βέβαια πως η υλοποίηση μιας τέτοιας αλλαγής, εκείνη την εποχή, θα αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες: αφενός, την κατάργηση της δουλείας και την οικονομική εκμετάλλευση και αφετέρου την καθολική πνευματική καλλιέργεια, καθώς και την προάσπιση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Οι παράγοντες αυτοί θα καθιστούσαν τα μέλη της κοινωνίας ικανά για μία αλλαγή οντολογικής φύσεως και στάσης απέναντι στο ηθικό, πολιτικό και οικονομικό status quo.

Εντονότατη επίδραση στη διαμόρφωση δημοκρατικών θέσεων δέχθηκε από το έργο του Alexis de Tocqueville Η Δημοκρατία στην Αμερική, το οποίο τον έπεισε για την επιτυχία του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αμερική καθώς και για τη δυνατότητα επίτευξης ευρύτερης κοινωνικής ισότητας μέσω μιας διευρυμένης αναδιανομής του πλούτου. Στην ιστορική διαδρομή της οικονομικής σκέψης του Μιλ διαφαίνεται η μετάβαση από τον ιδιοκτησιακό φιλελευθερισμό και την υπεράσπιση πολιτικών υπέρ της ελεύθερης αγοράς σε ένα νέο είδος φιλελευθερισμού με προνόμια για όλους και στην κοινωνική ανασυγκρότηση, συνδεόμενη με βασικές ωφελιμιστικές αρχές [3]. Η μέριμνα για το συλλογικό συμφέρον φαίνεται να λαμβάνει αποστάσεις από την ωφελιμιστική αρχή του Bentham περί των συμφερόντων του μεγαλύτερου αριθμού όσων ανήκουν στη μεσαία τάξη.

Ο Μιλ καταπιάστηκε με δύο βασικά ζητήματα: το ένα ήταν ο επαναπροσδιορισμός των ανθρώπινων σχέσεων και το άλλο η αντιμετώπιση της φτώχειας. Το πρώτο εξ αυτών θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή μέσω της ηθικής αυτοβελτίωσης, της ελεύθερης αναζήτησης των μέσων για την επίτευξη της ευτυχίας και της δημοκρατικής συμμετοχής στη λήψη συλλογικών αποφάσεων. Όσον αφορά το ζήτημα της φτώχειας –που οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού και την έλλειψη φυσικών πόρων– αναφέρει πως υπάρχουν δύο προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες ούτε ο κομμουνισμός ούτε άλλοι νόμοι ή θεσπίσεις μπορούν να αποτρέψουν την υποβάθμιση της ζωής της μαζικής πλειοψηφίας των ανθρώπων: η πρώτη είναι η καθολική εκπαίδευση και η δεύτερη είναι η μείωση του πληθυσμού της κοινότητας. Αν υλοποιηθούν αυτοί οι δύο στόχοι, λέει ο Μιλ, η φτώχεια θα εξαλειφθεί ακόμα και υπό τις παρούσες κοινωνικές θεσπίσεις [4].

Αποδέχτηκε την άποψη του Thomas Malthus ότι ο υπερπληθυσμός θα οδηγήσει την εργατική τάξη στην πείνα. Οι μισθοί εξαρτώνται από τη ζήτηση και την προσφορά εργασίας ή αλλιώς από την αναλογία μεταξύ του πληθυσμού της εργατικής τάξης και ενός μέρους του κυκλοφοριακού κεφαλαίου που χρησιμοποιείται για την άμεση αγορά εργασίας [5]. Οι εργάτες θα φέρνουν στον κόσμο περισσότερα παιδιά, δηλαδή περισσότερους μελλοντικούς εργάτες με σκοπό την αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος. Η αύξηση όμως αυτή θα φέρει με τη σειρά της αύξηση στο κόστος επιβίωσης κάθε εργάτη και ενδεχομένως να οδηγήσει πολλούς στη βρεφοκτονία. Για την αποφυγή της περαιτέρω πληθυσμιακής αύξησης ο Μιλ κατέληξε στην άποψη περί ελέγχου του αριθμού των γεννήσεων όχι από το κράτος, αλλά από τους ίδιους τους εργάτες, με την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση και τη χρήση μέσων αντισύλληψης [6]. Η παραγωγή των απαραίτητων αγαθών για τα νέα μέλη της κοινωνίας συνήθως παίρνει τη θέση της παραγωγής πολυτελών αγαθών. Αν υποθέσουμε, σημειώνει ο Μιλ, ότι παύει η αύξηση του πληθυσμού, το μέρος εκείνο του πλεονάζοντος κεφαλαίου που θα προερχόταν από την παραγωγή ειδών πολυτελείας θα ήταν δυνατό να διανεμηθεί στους υπάρχοντες εργάτες με τη μορφή επιπρόσθετου εισοδήματος. Αυτό συνεπάγεται ότι το σύνολο της κοινότητας θα έχει πλέον τη δυνατότητα να καταναλώνει πολυτελή αγαθά αντί τα τελευταία να είναι προσβάσιμα μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό ανθρώπων [7].

Οι μεγαλύτερες αντιθέσεις που κάνουν την εμφάνισή τους σε μία κοινωνία και καθιστούν το γενικό συμφέρον ως ακαθόριστο στόχο είναι αυτές μεταξύ των εργαζόμενων και των καπιταλιστών. Από τη μια πλευρά, δεν κάνει λόγο για ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός είναι άδικο σύστημα και η ηθική που έχει επικρατήσει είναι «η ηθική του εμπορίου» μέσα από τη διαμόρφωση εγωιστικών τύπων χαρακτήρα που αποβλέπουν στο προσωπικό συμφέρον. Παρόλα αυτά, ο καπιταλισμός προσφέρει στους ανθρώπους τη δυνατότητα να καλλιεργήσουν την ατομικότητά τους και να αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Το ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο μπορούν τα άτομα να αναπτυχθούν ατομικά μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα χωρίς να γίνουν εγωιστές, αλλά να θέτουν ως προτεραιότητα το κοινωνικό συμφέρον; Ο Μιλ θα απαντούσε ότι ο παράγοντας που συμβάλλει στην απόκτηση ηθικής ταυτότητας είναι η εκπαίδευση. Ένα ποσοστό του αγγλικού πληθυσμού στην εποχή του Μιλ δεν γνώριζε ούτε ανάγνωση ούτε γραφή με αποτέλεσμα να μη διαθέτει δικαίωμα ψήφου. Το κράτος, επομένως, όφειλε να παρέχει καθολική εκπαίδευση, η οποία όμως δεν θα εξαρτιόταν από τις απαιτήσεις της αγοράς και θα οδηγούσε στην κοινωνική ανασυγκρότηση, την ηθική και πολιτιστική ανάπτυξη. Ως θιασώτης της κοινωνικής ανασυγκρότησης πίστευε πως εάν υπάρξει κοινωνική πρόοδος σε σημαντικό βαθμό, οι άνθρωποι θα δύνανται να επιτύχουν την κατάκτηση της ευτυχίας μέσω ελεύθερων επιλογών που δεν θα βλάπτουν τους άλλους. Εξαναγκαστικές κοινωνικές παρεμβάσεις είναι αποδεκτές μόνο εάν λειτουργούν αποτρεπτικά εναντίον αυτών των βλαβών. Η εκπαίδευση όμως δεν δύναται να γεφυρώσει από μόνη της το χάσμα της ταξικής διαίρεσης. Η κοινωνική ισότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη του Μιλ θα απέρριπτε την υποτίμηση της μισθωτής εργασίας και κατ’ επέκταση την εκμετάλλευση των εργαζόμενων από τους καπιταλιστές. Ο άδικος χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος συνίσταται, κατά τον Μιλ, στην άνιση κατανομή του πλούτου. Αποφαίνεται πως η ανταμοιβή των εργατών είναι αντιστρόφως ανάλογη του πλούτου που παράγουν και για αυτό όχι μόνο δεν ελέγχουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται, αλλά δεν έχουν ούτε προσωπικό ενδιαφέρον για την εργασία τους [8].

Ο καπιταλισμός, επομένως, δεν θα μπορούσε να ενσαρκώσει ένα ηθικό ιδεώδες. Η μισθωτή εργασία πρέπει να αντικατασταθεί, η διαίρεση των τάξεων να εξαλειφθεί και προς αυτή την κατεύθυνση προτείνεται η σταδιακή μετάβαση από τον καπιταλισμό της ανισότητας στον δημοκρατικό σοσιαλισμό μέσω της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής προς όφελος ολόκληρης της εργατικής τάξης. Η μελλοντική αυτή πολιτικοοικονομική κατάσταση θα επιφέρει την συνεργασία μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζόμενων, καθώς και την πραγματική ατομική ανάπτυξη. Αν τα ηθικά συναισθήματα αμοιβαίας συνεργασίας έβαζαν στο περιθώριο τα προσωπικά συμφέροντα, οι δημοκρατικές πλειοψηφίες θα αποδέχονταν συνταγματικές ρυθμίσεις που θα απέτρεπαν την κυριαρχία της πλειοψηφίας έναντι των συμφερόντων της μειοψηφίας. Ο συνεργατικός καπιταλισμός που θα αναδυόταν από αυτή την εξέλιξη θα μπορούσε να μετατραπεί σε έναν «ιδεώδη αποκεντρωμένο σοσιαλισμό», όπου τα επιμέρους συμφέροντα θα περιορίζονταν περισσότερο χάρη σε ανώτερες ηθικές αρχές και στην ίση κατανομή του πλούτου [9].

Το όραμα όμως του Μιλ για τον συνεργατικό σοσιαλισμό απέρριπτε την μαρξιστική εκδοχή της βίαιης ανατροπής του καπιταλισμού λόγω των αρνητικών επιπτώσεων που θα προξενούσε η τελευταία στις δημοκρατικές αρχές της κοινωνίας. Οι προτάσεις του Marx για εθνικοποίηση όλων των παραγωγικών στοιχείων (γη, πρώτες ύλες, εργαλεία) και κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στο πλαίσιο της ουσιαστικής αντιμετώπισης της ταξικής εκμετάλλευσης δεν έβρισκε σύμφωνο τον Μιλ. Ο τελευταίος ανάγει την κατάσταση αυτή σε μορφή δεσποτισμού, καθώς η κυβέρνηση θα καθορίζει ποια αγαθά θα παράγονται και το είδος της εργασίας που θα προορίζεται για κάθε άτομο. Αυτό συνεπάγεται τη μη δυνατότητα επιλογής εργασίας και την αντικατάσταση του ενός τυράννου (καπιταλιστή) από την τυραννία ενός μεγαλύτερου αριθμού που δεν είναι άλλοι από τους αξιωματούχους της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, λέει ο Μιλ, οι καπιταλιστές έχουν το μονοπώλιο των μέσων παραγωγής με αποτέλεσμα η εργατική τάξη να είναι εξαρτημένη από αυτούς και να βιώνει όλες τις μορφές δουλείας. Για να χειραφετηθεί η εργασία είναι απαραίτητη η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής στο σύνολο της κοινωνίας, ο κανονισμός της παραγωγής από τις εργατικές ενώσεις και η δίκαιη διανομή του προϊόντος της εργασίας προς όφελος όλων [10]. Επίσης, οι κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης αποκοτούν ολοένα και περισσότερα οικονομικά οφέλη λόγω της βιομηχανικής εξέλιξης και σε αυτή την κατεύθυνση προτείνει την αναδιανομή τους στα μέλη της εργατικής τάξης. Είναι προτιμότερο, ισχυρίζεται ο Μιλ, όταν η γη υποδιαιρείται σε πολλές μικρές εκτάσεις, καθώς θα αυξάνεται αντίστοιχα ο αριθμός των εργατών που θα μπορούν να τις εκμεταλλευτούν και παρά την αύξηση του πληθυσμού, οι ίδιοι θα έχουν –ως ιδιοκτήτες των κτημάτων– μερίδιο από την παραγωγή. Η ταξικού χαρακτήρα συνεργασία συνίσταται και στην πιθανότητα διαίρεσης των συνεχώς αυξανόμενων εισοδημάτων του διευθυντή μιας επιχείρησης ανάμεσα στους εργαζόμενους με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των τελευταίων [11]. Μία από τις ρηξικέλευθες απόψεις που εκφράζονται στο έργο του Αρχές Πολιτικής Οικονομίας είναι η βιομηχανική συνεργασία μεταξύ του γενικού διευθυντή και των εργατών. Ο πρώτος θα διατηρεί τον έλεγχο των λειτουργιών της επιχείρησης αλλά θα μοιράζεται τα οφέλη με τους εργάτες. Το κέρδος μέσω της αυξημένης αποδοτικότητας, η καλύτερη οικονομία και η ανώτερη εργασία αποζημιώνουν τον γενικό διευθυντή από την εθελούσια μείωση του μεριδίου του προσφέροντας ένα επιπλέον μερίδιο στους εργαζόμενους. Ο κάθε εργαζόμενος εκπαιδεύεται σε βιομηχανικές μεθόδους, αντιμετωπίζει τις δυσκολίες στη διαχείριση και αποκτά μεγαλύτερη τακτικότητα στην εργασία του [12].

Συνεπώς, η δημοκρατία και ο σοσιαλισμός είναι για τον Μιλ δύο ιδανικά άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Προϋποθέτουν τόσο τη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων όσο και την από κοινού κτήση του των παραγωγικών αγαθών. Η υλική πρόοδος είναι επιτρεπτή στο σημείο που δεν αποκόπτει τους ανθρώπους από την ηθική τους βελτίωση με αποτέλεσμα την προσκόλληση απόκτησης ολοένα και περισσότερων υλικών αγαθών. Όποια αρχή δεν στοχεύει στην προαγωγή της ελεύθερης άσκησης των ατομικών ικανοτήτων οδηγεί σε πνευματική και δημιουργική στασιμότητα και για αυτό αποτελεί μορφή δεσποτισμού [13]. Ο πολιτικός και οικονομικός εκδημοκρατισμός αναδεικνύει την αισιοδοξία του Μιλ για τη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών, μέσα στις οποίες τα συνεργατικά άτομα και όχι οι μάζες σκέφτονται και πράττουν ελεύθερα. Η τάση του ανθρώπου να εναρμονίζει τους στόχους του με αυτούς των συνανθρώπων του δεν αποτελεί μία αστική σύμβαση για τον Μιλ, αλλά μία φυσική ανάγκη. Η καλλιέργεια του κοινωνικού αισθήματος εμφυσά στους ανθρώπους την πεποίθηση ότι πρώτον, δεν είναι σκληροί ανταγωνιστές στον αγώνα για τα μέσα της ευτυχίας και ότι δεύτερον, η διαφορά απόψεων και νοοτροπίας δεν αποτελούν επαρκείς λόγους σύγκρουσης των στόχων τους [14].

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Eldon J. Eisenach, Mill and the moral character of liberalism, The Pennsylvania State University Press, 1998, σ. 175-177.

2. H. B. Acton, John Stuart Mill: Utilitarianism, On Liberty and Considerations on Representative Government, London, J. M. Dent & Sons Ltd, 1984, σ. 209.

3. John Cunningham Wood, John Stuart Mill: Critical Assessments, Vol. 1, London, Routledge, 1991, σ. 82.

4. John Stuart Mill, Principles of Political Economy, New York, D. Appleton And Company, 1885, σ. 187.

5. John Stuart Mill, Principles of Political Economy, ό.π., σ. 207.

6. Nicholas Capaldi, John Stuart Mill: A Biography, New York, Cambridge University Press, 2004, σ. 41.

7. John Stuart Mill, Principles of Political Economy, ό.π., σ. 88-89.

8. Eldon J. Eisenach, Mill and the moral character of liberalism, ό.π., σ. 180-182.

9. John Skorupski, The Cambridge Companion to Mill, New York, Cambridge University Press, 1998, σ. 294.

10. John Stuart Mill, Principles of Political Economy, ό.π., σ. 189-191.

11. Ό.π., σ. 604-605.

12. Ό.π., σ. 612-613.

13. Eldon J. Eisenach, Mill and the moral character of liberalism, ό.π., σ. 187.

14. John Stuart Mill, Ωφελιμισμός, Αθήνα, Πόλις, 2002, σ. 119.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη