Σπύρος Κιοσσές, Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου. Η συμβολή της αφηγηματολογίας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2018, σελ. 488.
Μιλώντας για λογοτεχνία μιλάμε κυρίως για γλώσσα και εννοούμε εκείνο το σύστημα σημείων που παράγει ένα διαφορετικό αποτέλεσμα από τον γλωσσικό κώδικα της καθημερινής επικοινωνίας. Ως εκ τούτου αυτού του είδους το γλωσσικό σύστημα απαιτεί μία ιδιαίτερη μεταχείριση και αξίζει μιας ιδιαίτερης προσοχής. Ταυτόχρονα όμως, μιλάμε για τον συγγραφέα που στη περίπτωση των πεζογραφημάτων συνθέτει το κείμενο με τη διαδικασία της αφήγησης αλλά και για τον αναγνώστη, τον δέκτη της αφηγηματικής δραστηριότητας. Ακόμη όμως μιλάμε, και κυρίως γι’ αυτό, για το νόημα που δύναται να αποκαλυφθεί από τη σύνθεση του γλωσσικού πλέγματος, που αποκαλούμε λογοτεχνικό.
Η σύγχρονη δυτική έννοια της λογοτεχνίας ως επινοητικής γραφής μπορεί να αναχθεί στους Γερμανούς ρομαντικούς θεωρητικούς του 18ου αιώνα, όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο της Γαλλίδας Βαρώνης Madame de Stael, που δημοσιεύθηκε το 1800 με τίτλο Για τη λογοτεχνία και τις σχέσεις της με τους κοινωνικούς θεσμούς [1]. Από τότε έως σήμερα, όμως, οι θεωρίες περί λογοτεχνίας υπήρξαν πολλές και από ότι φαίνεται καταλήγουν στην εξής επιφύλαξη· λογοτεχνία δεν είναι απλώς μία ποσότητα γλώσσας που αραδιάζεται πάνω σε μία σελίδα χαρτί ή στην οθόνη ενός υπολογιστή, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει εντός ενός πλαισίου συμφραζομένων που αποκαλείται λογοτεχνικό. Είναι όμως η μυθοπλασιακή φύση της λογοτεχνίας που διαχωρίζει τη γλώσσα από άλλα συμφραζόμενα στα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και αφήνει τη σχέση του έργου με τον κόσμο ανοιχτή στην ερμηνεία [2].
Το βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κριτική του Σπύρου Κιοσσέ, φέρει τον τίτλο Εισαγωγή στη δημιουργική ανάγνωση και γραφή του πεζού λόγου και τον υπότιτλο Η συμβολή της αφηγηματολογίας. Το προλογίζει η καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Κοσμητόρισσα της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ Ζωή Γαβριηλίδου. Πρόκειται για μία μελέτη υψηλού επιπέδου που προορίζεται να υπηρετήσει τους διδάσκοντες και διδασκόμενους την τέχνη της γραφής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να καταστεί αυτή «δημιουργική». Η γραφή γίνεται δημιουργική όταν διδάσκεται δημιουργικά. Δεν αποκλείεται αυτή η μελέτη να προσελκύσει το ενδιαφέρον και αναγνωστών εκτός εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Είναι δεδομένο ότι ένας κριτικός ή θεωρητικός λογοτεχνίας, ένας συγγραφέας όσο αξιωμένος και να είναι, αλλά και ένας απλός αναγνώστης λογοτεχνικών έργων, θα βρει στη μελέτη αυτή χρήσιμα κλειδιά που θα τον βοηθήσουν να κατανοήσει το βάθος που μπορεί να περικλείει το σώμα ενός γλωσσικού κειμένου που ενδιαφέρει τη λογοτεχνία.
Αυτό λοιπόν που αναφέρθηκε πιο πάνω για τη σχέση του έργου με τον κόσμο που είναι ανοιχτή στην ερμηνεία προκαλεί την ιδέα της δημιουργικής ανάγνωσης, γιατί πώς αλλιώς θα μιλούσαμε για ερμηνεία αν δεν μιλήσουμε πρώτα για ανάγνωση. Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας ότι «αυτό που πρέπει να επιδιώκεται κατά βάση είναι η άσκηση των μαθητών στη δημιουργική γραφή να αποτελεί ταυτόχρονα μια θητεία στην ανάγνωση, με στόχο την σταδιακή δημιουργία αναγνωστών αρχικά, απαιτητικών αναγνωστών, στον βαθμό του δυνατού στο τέλος… Η δημιουργική γραφή, με την έννοια αυτή συνδέεται άρρηκτα με τη “δημιουργική ανάγνωση”, συνιστώντας έτσι δύο όρους που συσχετίζονται μεταξύ τους ήδη στην πρώτη εμφάνισή τους».
Είναι δυνατό να υπάγεται η ανάγνωση και συνακόλουθα η ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων σε μία αντικειμενικότητα, όταν ο άγνωστος αριθμός χ αναγνωστών φέρει και τη δική του ερμηνεία; Υπάρχει ή είναι δυνατό να θεσπιστεί ένα κανονιστικό πλαίσιο, η τήρηση του οποίου θα αποκάλυπτε σε όλους το ίδιο, τους κρυμμένους θησαυρούς του έργου; Είναι αυτό το ζητούμενο στη λογοτεχνία, δεδομένου του γεγονότος ότι ως θεσμός πολιτιστικός, ενέχει την δυνατότητα υπέρβασης των κανόνων και νοημάτων που η ίδια θέτει;
Ο αιρετικός θεωρητικός της λογοτεχνίας Maurice Blanchot, απενεχοποιεί τον αναγνώστη από το «άγχος του διαβάσματος». Θεωρεί ότι η πράξη της ανάγνωσης και μόνο αυτή, γίνεται έτσι ώστε το βιβλίο να γράφεται ή να έχει γραφεί, χωρίς τη διαμεσολάβηση του συγγραφέα, χωρίς κανέναν που να το γράφει. Λέει πως η ανάγνωση είναι ελευθερία· ελευθερία που υποδέχεται, συγκατανεύει, λέει ναι, δεν μπορεί παρά να λέει ναι, και στον χώρο που διάνοιξε αυτό το ναι, αφήνει να επιβεβαιωθεί η συνταρακτική απόφαση του έργου, η επιβεβαίωση που είναι το έργο- και τίποτα περισσότερο. Και συνεχίζει «η ανάγνωση τοποθετείται εντεύθεν ή εκείθεν της κατανόησης. Αναγιγνώσκω δεν σημαίνει ούτε ακριβώς κάνω έκκληση για ν’ ανακαλυφθεί, πίσω απ’ την επίφαση του κοινού λόγου, πίσω απ’ το βιβλίο όλων, το μοναδικό έργο που πρέπει ν’ αποκαλυφθεί με την ανάγνωση. (…) Η γοητεία του παρόντος, γοητευμένου και διάφανου Ναι, είναι η ουσία της ανάγνωσης. (…) Υπ’ αυτήν την έννοια η ανάγνωση είναι πιο θετική απ’ τη δημιουργία, πιο δημιουργική, αν και δεν παράγει τίποτα. Συμμετέχει στην απόφαση, έχει την ελαφρότητα, την ανευθυνότητα και την αθωότητα της απόφασης. Δεν κάνει τίποτα και όλα έχουν επιτελεστεί…» [3].
Η μελέτη του Σπύρου Κιοσσέ αναφέρεται σ’ εκείνον τον αναγνώστη που προκαλείται από το γλωσσικό γεγονός του γραπτού κειμένου και δη του λογοτεχνικού. Αντιμετωπίζει την ανάγνωση, όχι απλώς ως μία κατάφαση ενός έργου που την αναμένει για να ολοκληρωθεί, όπως ο Blanchot, αλλά ως μία ιεροτελεστία, η οποία χρησιμοποιεί το δικό της τελετουργικό. Για τη συμμετοχή σ’ αυτή την ιεροτελεστία προτείνει την ανάλυση όλων εκείνων των στοιχείων που θα καταστήσουν τον αναγνώστη από απλό διεκπεραιωτή σε συνεργό της λογοτεχνικής εκφώνησης. Η μελέτη εξετάζει όλα τα στάδια της γραφής από το εξώφυλλο και το σχεδιασμό ενός βιβλίου, το κείμενο και το παρακείμενο, τον συγγραφέα, τον τίτλο του έργου και τον πρόλογο έως την αφήγηση, αυτό το ιδιαίτερο και μαγικό γεγονός, στο οποίο αφιερώνεται και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Ο επίμονος και απαιτητικός αναγνώστης θα συναντηθεί με μία σειρά από θεωρίες για τη λογοτεχνία και για τη γλώσσα που ανέπτυξαν ο Αριστοτέλης, ο Barthes, ο Genette, ο Tomashevsky και με ενδιάμεσες αναφορές στον Todorov ακόμη και στον Συκουτρή. Του δίνεται το δικαίωμα της πληροφόρησης αλλά και η δυνατότητα ελέγχου και κρίσης κάποιων απ’ αυτών, καθώς ο συγγραφέας δεν μεροληπτεί αλλά παραθέτει. Συντελείται έτσι μία δημιουργική ξενάγηση στα καθ’ έκαστα και επί μέρους στοιχεία της συντέλεσης της λογοτεχνικής γραφής. Πρέπει να σημειώσω ότι αν και η μελέτη επικεντρώνεται στον χώρο της λογοτεχνίας και ότι η δημιουργική γραφή κυρίως συνδέεται με τον χώρο αυτό, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα χρήσιμο βοήθημα γενικά για όσους ασχολούνται με την παραγωγή κειμένων δοκιμιακών, ερευνητικών, ιστορικών κλπ. «Η δημιουργικότητα», όπως γράφει ο συγγραφέας, «δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της λογοτεχνικής παραγωγής αλλά χαρακτηρίζει δυνάμει όλα τα είδη του λόγου…».
Αυτή η εξαιρετική μορφοποίηση του θεωρητικού υλικού, στο τέταρτο μέρος του βιβλίου αποκτά και την πρακτική της εμπέδωση. Με μία σειρά από περισσότερο ή λιγότερο γνωστά λογοτεχνικά κείμενα, ο αναγνώστης μπορεί να υποβληθεί στη βάσανο της κριτικής πλέον θεώρησης. Οι συνοδευτικές ερωτήσεις και ασκήσεις είναι αυτές που δημιουργούν τη σχέση του αναγνώστη με το κείμενο και κυρίως θα έλεγα τη σχέση του αναγνώστη με τον συγγραφέα. Αυτή την πολύπαθη σχέση που στα πλαίσια της Νέας Κριτικής προσέδωσε τα πρωτεία στην ίδια τη γλώσσα (που μιλά ή δρα) και υπονόμευσε τον ρόλο του συγγραφέα.
Δεν επιδοκιμάζω τη θεωρία του Barthes που ανέπτυξε στο περίφημο δοκίμιό του Ο θάνατος του συγγραφέα και η οποία παρουσιάζεται στην μελέτη αυτή, για λόγους που δεν μπορώ να αναπτύξω στο παρόν κείμενο. Συνοπτικά μόνο θα έλεγα ότι εκτός από τον θάνατο του συγγραφέα, ο Barthes αποδομεί και τον αναγνώστη, αφού τον θεωρεί «χωρίς ιστορία, χωρίς βιογραφία, χωρίς ψυχολογία» [4].
Αν ο αναγνώστης στις θεωρίες του Blancot και του Barthes λειτουργεί ως φέρων οργανισμός ενός έργου γραφής και μόνο, τότε η μελέτη του Σπύρου Κιοσσέ φροντίζει ώστε να του προσδώσει τη λεγόμενη λογοτεχνική επάρκεια. Τον εφοδιάζει με τις γνώσεις εκείνες που αποκαθιστούν την σχέση της ανάγνωσης με τη γλώσσα. Και η σχέση αυτή δεν είναι μόνο η αναζήτηση του νοήματος αλλά ίσως και πριν από αυτή να είναι η αναζήτηση του τρόπου που παρουσιάζεται το παραχθέν νόημα. Η κριτική σήμερα οδηγεί συνήθως σε έναν τρόπο ανάγνωσης που αναζητά ερμηνείες, ανακατασκευάζει παλαιότερες και υποβάλλει το νόημα σε μία συνεχή αναθεώρηση υπό το πρίσμα άλλωστε και του χρόνου της απόστασης της συγγραφής του έργου από τον αναγνώστη. Ωστόσο με την ανάγνωση πολλές φορές αναζητούμε και τα σχήματα της αφήγησης μέσα στο έργο, τη χρονική αλληλουχία των γεγονότων (γραμμική ή καλειδοσκοπική αφήγηση), τον χρόνο της ιστορίας (ψυχολογικό, ιστορικό κλπ), τις σχέσεις αιτίου και αιτιατού στα γεγονότα ή ακόμη και τους εγκιβωτισμούς της διήγησης. Αναζητούμε το πρόσωπο ή τα πρόσωπα των αφηγητών, αν είναι εξωδιηγητικοί ή ενδοδιηγητικοί, και τη λειτουργία της αφήγησης ως προς την ταξινόμηση των γεγονότων. Βρισκόμαστε σε έναν άλλο χώρο που το οικείο και ανοίκειο συναιρούνται σε μία βαθμίδα χρόνου που καθορίζεται από τον χρόνο της αλλαγής των σελίδων. Ένα ιδιόμορφο και ενιαίο παρόν που ανανεώνεται με την κάθε καινούρια ανάγνωση.
Δεν διαβάζουμε απλώς αλλά ταυτόχρονα νιώθουμε, ερευνούμε και ερμηνεύουμε. Η εμπειρία της ανάγνωσης είναι αυτή η σύνθετη διαδικασία, από την οποία μπορεί να γεννηθεί μία νέα γραφή , μία νέα πραγματικότητα.
Η μελέτη του Σπύρου Κιοσσέ, με την πλούσια βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου, συμβάλλει στη αναγνώριση αυτής της σύνθεσης. Συμβάλλει στην κατανόηση ότι η δημιουργία λόγου και δη γραπτού δεν είναι μία απλή υπόθεση. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο γραπτός λόγος πρέπει να ενδιαφέρει τη λογοτεχνία. Όσο περισσότερο το υποψιαζόμαστε τόσο πιο πολύ χώρο δίνουμε στην ανάγνωση. Και τότε ίσως δεν δικαιώσουμε τους συγγραφείς εκείνους που, όπως ο Μοντεσκιέ και ο Βαλερύ ανησυχούσαν μήπως κακοπέσουν τα έργα τους στην επιπολαιότητα και την κριτική ευκολία ενός ακαλλιέργητου αναγνώστη [5].
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Jonathan Culler, Λογοτεχνική Θεωρία, Μια συνοπτική εισαγωγή, Μετ. Καίτη Διαμαντάκου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 27.
2. Ό.π. σελ. 42.
3. Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας, μετ. Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδ. Πλέθρον, σελ. 294, 298.
4. Σε Νάσος Βαγενάς, Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 74.
5. Σε Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας, ό.π., σελ. 299.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]