Ζοζέ Εντουάρντο Αγκουαλούζα, Γενική θεωρία της λήθης, μτφρ. Μαρία Μπεζαντάκου, εκδ. «opera», Αθήνα 2018.
Η Λουντοβίκα Φερνάντες Μάνο, Πορτογαλίδα άποικος, δεν της αρέσει να έρχεται αντιμέτωπη με τον ουρανό. Μετά το ατύχημα, όπως εκείνη το αποκαλεί, μένει στο τεράστιο διαμέρισμα στο τελευταίο πάτωμα ενός από τα πολυτελέστερα κτίρια της Λουάντα, το επονομαζόμενο Κτίριο των Αξιοζήλευτων, με την αδελφή της Οντέτε και τον γαμπρό της, Ορλάντο Περέιρα ντος Σάντος, έναν στεγνό και αιχμηρό άνθρωπο που θύμιζε αγκάθι,. Το 1975, παραμονές της Ανεξαρτησίας της Ανγκόλα, μετά την εξαφάνιση της αδελφής και του γαμπρού της, μένει μόνη στο διαμέρισμα. Κατά την διάρκεια των ταραχών αναγκάζεται να σκοτώσει έναν νεαρό, που προσπαθεί να εισβάλει στο διαμέρισμά της, για να πάρει τα κοσμήματα και τα λεφτά της οικογένειας. Θάβει τον νεκρό στο παρτέρι της ταράτσας, χτίζει στο διάδρομο έναν τοίχο που χωρίζει το διαμέρισμα από το υπόλοιπο κτίριο, κι απομονώνεται στο διαμέρισμα για εικοσιοχτώ χρόνια. Έχει προμήθειες, αλεύρι για αρκετούς μήνες, ατελείωτα τσουβάλια με φασόλια, ρόδια, πακέτα με ζάχαρη, καφάσια με κρασί και αναψυκτικά, δεκάδες κονσέρβες με σαρδέλες, τόνο και λουκάνικα· σπέρνει καλαμπόκι και φασόλια, πατάτες, ακούει στο ραδιόφωνο BBC και Radio Difusao Portugesa, ακούει στο πικ-απ Jacques Brel, Charles Aznavour, Serge Reggiani, Georges Brassens, Leo Ferre· επινοεί ευρηματικούς τρόπους επιβίωσης και κατορθώνει να ζήσει. Μοιράζεται μαζί με το σκύλο της, το Φάντασμα, τόνο, σαρδέλες, αλλαντικά, λουκάνικα, τρώνε σούπες με φασόλια και ρύζι. Μόλις κόβεται το ηλεκτρικό ρεύμα ανάβει μικρές φωτιές στην κουζίνα, καίγοντας κιβώτια, άχρηστα χαρτιά, τα ξερά κλαδιά της βουκαμβίλιας• στη συνέχεια τα άχρηστα έπιπλα, καίει τα κρεβάτια και καρέκλες, ξηλώνει τις σανίδες από το παρκέ, και όταν έρχεται η πείνα φτιάχνει στην ταράτσα παγίδες για περιστέρια.
Αποκλεισμένη παρατηρεί τη ζωή από το παράθυρό της και την ταράτσα, ακούει τις συνομιλίες από το διπλανό διαμέρισμα της Ρίτα Κόστα Ρέις, με τον ομορφότερο κώλο και τα καλύτερα πόδια της Λουάντα. Κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο του σπιτιού, βλέπει μια γυναίκα να ουρεί στη βεράντα του 10Α, στη βεράντα του 10D πέντε κότες να παρακολουθούν την ανατολή του ήλιου. Από την πίσω πλευρά του κτιρίου βλέπει ψηλά οικοδομήματα, μια ξέφρενη βλάστηση να πλημμυρίζει όλη την έκταση, από κάποια άβυσσο στο κέντρο να αναβλύζει νερό, την ανάσταση της λίμνης και την επιστροφή των ιπποπόταμων(ας είμαστε αντικειμενικοί:ενός ιπποπόταμου)· βλέπει έναν άντρα να τρέχει, να τον κυνηγούν στρατιώτες και πολίτες, να δέχεται μια πετριά στο σβέρκο και να πέφτει κάτω και να τον πιάνουν αιχμάλωτο.
Από το σημείο αυτό ο συγγραφέας απομακρύνεται από το περιορισμένο περιβάλλον της Λούντα, που δεν έχει πια τίποτα να του προσφέρει αφηγηματικά. Αντιλαμβάνεται ότι η εξιστόρηση μιας έγκλειστης γυναίκας τον περιορίζει αφηγηματικά, αν συνεχίσει θα καταντήσει ανιαρός, δίχως ιδέες και ενδιαφέρον. Έχει στήσει τη θεατρική σκηνή, κι εκεί θα επιστρέψει, ακολουθώντας μια εύτακτη αφηγηματική στρατηγική, όταν αυτός αποφασίσει, για να δώσει λύση σ’αυτά που έχουν συμβεί όλα αυτά τα εικοσιοχτώ χρόνια. Ως ευφυής αφηγητής που είναι, στρέφει το βλέμμα του στο έξω κόσμο, αντλώντας λογοτεχνικό υλικό, και μ’ένα χρονικό αφηγηματικό διασκελισμό, μ’ένα διαρκές, ανατρεπτικό flash back, oικοδομεί ένα άρτιο αρχιτεκτονικά μυθιστόρημα. Η ιδέα του είναι αρκετά γόνιμη και απ’ ό,τι φαίνεται, από την εξέλιξη του μυθιστορήματος, αρκετά ελκυστική. Μέσα από τη διασταύρωση της ζωής των προσώπων του , πλέκοντας με ευρηματικό τρόπο μικρά κεφάλαια ιστοριών που συνδιάζουν, με μια γλώσσα αποδεσμευμένη από κάθε προστατευτισμό λογοτεχνικής σύμβασης, την πραγματικότητα με τη φαντασία, το κωμικό με την ειρωνία, συμπυκνώνει το παιγνίδι της έμπνευσης με τη μαστοριά της αφηγηματικής ικανότητας, φτάνοντας στη φωτισμένη επιφάνεια της διήγησης, επιστρέφοντας στην αφηγηματική μήτρα του μυθιστορήματος, που δεν είναι άλλη από το διαμέρισμα της Λούντο.
Δεν είναι λίγα τα πρόσωπα, που διακινούν την ιστορία του μυθιστορήματος. Βέβαια δεν είναι όλοι που θα διασταυρωθούν στο διαμέρισμα, αλλά ο ρόλος τους στην αφήγηση είναι απαραίτητος για τη την κατανόηση του μυθιστορηματικού σύμπαντος του Αγκουαλούζα.
Ποια είναι τα πρόσωπα και τα ζώα που δρουν και προσφέρουν στο στήσιμο της απολαυστικής ιστορίας; Είναι η Οντέτε, αδελφή της Λούντο, ο Ορλάντο Περέιρα ντος Σάντος, ο γαμπρός της, , ο λοχαγός Ζερεμίας Καράσκο, ο Μάνγκο Μόντε, ανακριτής φραξιονιστών και ακροαριστερών τα χρόνια μετά την Ανεξαρτησία, το περιστέρι με το όνομα Έρωτας, που πέφτει στην επινοητική παγίδα της Λούντο, κι έχει έναν κρίκο περασμένο στο δεξί του πόδι, μ’ένα χαρτάκι τυλιγμένο σαν λαχνό που γράφει: Αύριο στις έξη, στο γνωστό μέρος. Πρόσεχε. Σ’ αγαπώ. Είναι ο πίθηκος με το όνομα Τσε Γκεβάρα, η Μανταλένα, νοσοκόμα στο νοσοκομείο Μαρία Πία, ο μικρός Σομπά, ο Πάπι Μπολίνγκο, ο ιπποπόταμος Φόφο, που μιλάει, τραγουδάει ένα παλιό κομμάτι της ορχήστρας Μπαομπάπ και χορεύει ζαϊρινή ρούμπα, ο δημοσιογράφος , ειδικός σε υποθέσεις εξαφανίσεων, Ντανιέλ Μπενσιμόλ, ο Σιμόν –Πιερ Μουλαμπά, ένας ψιλός μιγάς, που έχει φτάσει στη Λουάντα για να δώσει διάλεξη για τη ζωή και το έργο του Λεοπόλντ Σεντάρ Σανγκόρ, και ο οποίος τη στιγμή που κατουρούσε στο πίσω μέρος ενός κτιρίου, δίπλα στη ντισκοτέκ Quizas Quizas, ξαφνικά άνοιξε η γη και τον κατάπιε, κι έμεινε μόνο το καπέλο του. Είναι ο Μπαγιακού, ο οικισμός Νόβα Εσπεράνσα που εξαφανίζεται, η Μαρία ντα Πιεντάτε Λοουρένσο Ντίας, κόρη της Λούντο, ένας νεαρός χειροτέχνης ο Εουστάκιο, ο οποίος ένα πρωί ξυπνώντας δεν μπορεί πια να μιλήσει, μόνο γαυγίζει. Ο Σαμπαλού, το παιδί που βρίσκει τη Λούντο, ο Ούλι Πόλακ, συλλέκτης φιδιών και φοινικόδενδρων, η Φιλομένα, η μητέρα του Σαμπαλού, ο Μπαγιακού, ο επιχειρηματίας του δρόμου, ο Ντιόγκο που είναι δύο σώματα, ο ποιητής Βιτορίνο Γκαβιάου, ξάδελφος του Ορλάντο, ο Νάσερ Εβανζελίστα, φυλακισμένος στη φυλακή του Σάο Πάολο της Λουάντα, ο οποίος βοηθά τον Μικρό Σομπά να δραπετεύσει και εκείνος τον ανταμοίβει με τη θέση θυρωρού στο κτίριο των Αξιοζήλευτων, ο υιοθετημένος από τον Μικρό Σομπά αρουραίος, με το όνομα Εσπλεντόρ(λαμπρός), η Μαρία Κλάρα, σύζυγος( επιτέλους!) του Μάνγκο Μορέιρα Μόντε, ο Οράσιο Καπιτάο, πατέρας της Μαρίας Κλάρα.
Η διασταύρωση των ιστοριών όλων αυτών των προσώπων, μας δίνεται μ’ένα εξαιρετικό τρόπο, ώστε το αφηγηματικό οικοδόμημα να είναι ένα απρόβλεπτο και αναγνωστικά απολαυστικό επίτευγμα.
Βέβαια η έκδοση διατηρεί τις αβλεψίες των εκδόσεων «opera», αλλά αυτό δεν αναιρεί την γοητεία της ανάγνωσης του μυθιστορήματος, αν και νομίζω ότι θα μπορούσε η απόδοση της μετάφρασης από την Μαρία Μπεζαντάκου στη γλώσσα υποδοχήςνα ήταν περισσότερο εμπνευσμένη.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]