Γιώτα Τεμπρίδου, Διαδοχικές Ασυνέχειες, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2018.
Η Γιώτα Τεμπρίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ορεστιάδα, έζησε στην Κέρκυρα και τη Θεσσαλονίκη, σπούδασε φιλοσοφία και μετάφραση, έγραψε μία διατριβή για τη φιλοσοφία στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, συν-έστησε και συν-διηύθυνε το ηλεκτρονικό περιοδικό ανθρώπινο για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο, συνεχίζει τη μεταδιδακτορική της έρευνα πάνω στην ποίηση του Νίκου Καρούζου και του Δ.Π. Παπαδίτσα, διδάσκει στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και, μέσα σε όλα αυτά, έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία, που μαρτυρούν όχι μόνο την πλατιά της μόρφωση αλλά και τη λογοτεχνική της πένα, τη διεισδυτική ματιά της στον κόσμο και την ικανότητά της να συνθέτει με γόνιμο τρόπο στοιχεία που συχνά είναι ετερόκλητα, φωτίζοντας τη διακειμενικότητα.
Οι Διαδοχικές Ασυνέχειες διαδέχτηκαν τον περασμένο Ιούλη την Ωδή που δεν έγραψ[ε] η συγγραφέας, εν μέρει ως συνέχειά της και εν μέρει ως ασυνέχεια. Οι τριάντα πέντε ιστορίες της συλλογής είναι αυτοτελείς, ο αναγνώστης όμως βρίσκει νήματα άλλοτε ορατά και άλλοτε αόρατα, που συνδέουν μία ιστορία με μιαν άλλη και δημιουργούν ένα πλέγμα, μέσα στο οποίο χωράνε μικρόκοσμοι που περιστρέφονται γύρω από μία ιδέα, μία έννοια, μία έγνοια, ένα κοινωνικό φαινόμενο, μία πολιτική φωνή. Το εξώφυλλο της καλαίσθητης έκδοσης των Ακυβέρνητων Πολιτειών οπτικοποιεί μινιμαλιστικά, σε αρμονία με το ύφος και το περιεχόμενο του βιβλίου, αυτή την ιδέα των νημάτων και των συναντήσεων. Τρεις ευθείες γραμμές, καθεμιά από τις οποίες ακολουθεί τη δική της πορεία, όμως κάπου τέμνεται με μιαν άλλη και μαζί δημιουργούν νέους χώρους πάνω στον κοινό τους άξονα. Ενωμένες και οι τρεις, σχηματίζουν ένα Δ και ένα Α, μέσα στα οποία διακρίνεται μία ανθρώπινη μορφή, πυκνώνοντας έτσι και οπτικά το βασικό θέμα της συλλογής. Κάποιες γραμμές εκτείνονται πέρα από το βιβλίο, και έτσι βλέπουμε, για παράδειγμα, την Άννα της Ωδής να εμφανίζεται και πάλι στις Διαδοχικές Ασυνέχειες. Στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος.
Θέματα γνώριμα από την Ωδή –η ταυτότητα και το φύλο, η τρίτη ηλικία, η μνήμη, η απώλεια και η αποξένωση– τώρα πλέον σχολιάζονται πιο πολιτικά και με πιο αιχμηρούς υπαινιγμούς. Πολυφωνικές και επίκαιρες, οι Διαδοχικές Ασυνέχειες μιλάνε για πρόσφυγες, ασθενείς, λησμονημένους, ηττημένους, θύτες και θύματα, παιδιά και μεγάλους, θεούς και ανθρώπους, εξιδανικεύσεις και απομυθοποιήσεις, κακή και βασική εκπαίδευση, πλύσεις εγκεφάλου που γεννούν τον ρατσισμό, εκκλησίες, σχολεία και συρματοπλέγματα. Το παιχνίδι της διακειμενικότητας είναι συχνό, κάποτε έκδηλο, κάποτε υπαινικτικό και κάποτε τολμηρό, μέσα από ολόκληρους στίχους που επανεγγράφονται σε νέα γλωσσικά περικείμενα και πολιτισμικά συγκείμενα.
Ο αφηγητής είναι σε κάθε ιστορία διαφορετικός. Σε πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο, δραματοποιημένος ή παντογνώστης, μιλώντας σε χρόνο παροντικό ή παρελθοντικό, με αναδρομές ή και προλήψεις, κοινωνεί στον αναγνώστη τις ιστορίες των Διαδοχικών Ασυνεχειών με τρόπο άμεσο, λόγο πυκνό, ύφος συχνά ειρωνικό και καταγγελτικό, πότε αποστασιοποιημένο και πότε σχεδόν ακούσια λυρικό, με εικόνες που καρφώνονται στο μυαλό και λόγια που αποτυπώνονται στη μνήμη αυτοστιγμεί σαν αποφθέγματα.
Η φόρμα είναι πάντα μικρή. Η μικρότερη ιστορία εκτείνεται σε τρεις σειρές και η μεγαλύτερη μόλις που φτάνει τις είκοσι μία. Εύστοχη λοιπόν η ειδολογική ταξινόμηση του βιβλίου στην κατηγορία των μικρο-διηγημάτων, που προτείνει ο υπότιτλος. Η συγγραφέας χειρίζεται με μεγάλη άνεση αυτό το σχετικά νέο είδος, που ακμάζει τις τελευταίες δεκαετίες και βαφτίζεται διαρκώς με νεολογισμούς: ιστορίες flash fiction, διηγήματα-μπονζάι ή ποιήματα σε πρόζα· όπως και να διαβαστούν, καταφέρνουν να μεταφέρουν τον αναγνώστη μέσα σε λίγες μόνο σειρές σε έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο. Το μοναδικό εκούσιο ποιητικό στίγμα δίνεται στην αρχή του βιβλίου ως αφιέρωση-προμετωπίδα και είναι ένα χαϊκού, η συντομότερη μορφή που απαντάται στην ποίηση και μία ταιριαστή επιλογή για μια συλλογή “μπονζάι”:
«Για τη ζωή μου
που όλο ρωτάει να
βρει πώς γίνεται».
Η διαδοχικότητα των ιστοριών υποβάλλεται εξαρχής, δεν θα σταθώ ωστόσο πεισματικά στις ενότητες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση της συλλογής· είναι σίγουρο πως κάθε αναγνώστης θα σχηματίσει τις δικές του μικρο-ομάδες διηγημάτων, τραβώντας το πλέγμα πότε από το ένα νήμα και πότε από το άλλο. Θα σταθώ όμως σε κάποια βασικά γνωρίσματα του βιβλίου –διακειμενικότητα, χιούμορ, ειρωνεία, ανθρωπιστικό πνεύμα– αγγίζοντας ακροθιγώς μερικά από τα “κομβικά” διηγήματα της συλλογής. Από το αφιερωματικό χαϊκού, ο αναγνώστης εισάγεται στο πρώτο και συντομότερο μικρο-διήγημα με τον τίτλο «Ανάθημα»:
«Παντρεύτηκες κι έγινες και συ: ο καλός· τώρα μάλιστα. Γύρω γύρω η ζωή η χαρισάμενη και το ανθοστολισμένο βιος και στη μέση, αυτονοήτως, ο Μανόλης.»
Η ιστορία συνομιλεί εμφανώς με το «Επιτύμβιον» του Αναγνωστάκη. Εκεί ο θάνατος («Πέθανες – κι έγινες και συ: ο καλός»), εδώ ο γάμος. Εκεί το ολοφάνερο ξεσκέπασμα του κάλπικου χαρακτήρα του θανόντα που εγκωμιάζεται («Ά, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν, Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα»), εδώ δυο μόνο λέξεις αποκαλυπτικής ειρωνείας: «τώρα μάλιστα». Εκεί οι λεπτομέρειες της κοινωνικής υποκρισίας που συνοδεύει τον νεκρό («Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων, Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες»), εδώ δύο λιτοί τρόποι για τη βιτρίνα του έγγαμου βίου: «η ζωή η χαρισάμενη και το ανθοστολισμένο βιος». Για όποιον δεν προσέξει τις αντιστοιχίες, η συγγραφέας αφήνει ένα όμικρον στη μέση του Μανόλη. Για όποιον δεν παρατηρήσει ούτε αυτό, αφήνει το σκοτεινό παιχνίδι με το παιδικό τραγούδι και αυτό δεν περνά απαρατήρητο.
Πέρα από τα παιδικά τραγούδια, η συγγραφέας καταπιάνεται με τα παιχνίδια, όμως και εδώ η ματιά της είναι κάθε άλλο παρά παιδική. Το μελαγχολικό κρυφτό των «Λησμονημένων», ενός διηγήματος γεμάτου μουσικότητα και εσωτερικό ρυθμό, παρότι το ίδιο πραγματεύεται κάτι τελείως διαφορετικό, ολοκληρώνοντας (πιθανόν) μία ενότητα για την απώλεια, κάνει την αρχή σε μία σειρά ιστοριών, που μιλούν για παιδιά, για τον εκφοβισμό των μεγάλων που χρησιμοποιείται ως μέθοδος συμμόρφωσης, και αυτόν των μικρών, που συναντάμε στα σχολεία. Οι ιστορίες αυτές θίγουν τις παθογένειες μιας κοινωνίας που θέλει αγόρια αρρενωπά και μαθητές συγκεντρωμένους. Καταγγέλλουν την ασθενή μνήμη των γονέων που κλείνουν τα παιδιά τους στη γυάλα. Καταφάσκουν στην ανάγκη να μάθουμε να ξεχωρίζουμε τη γυάλα του εγκλεισμού και του υψωμένου τείχους από την προστασία και την αγάπη που απελευθερώνει. Σ’ αυτήν την ενότητα ισορροπεί υποδειγματικά το λεπτό και “αθώο” χιούμορ με τη στοχευμένη καυστικότητα και τη σχεδόν πάντα παρούσα ειρωνεία. Εδώ βρίσκουμε, για παράδειγμα, το χιουμοριστικό λογοπαίγνιο με τη σουπανίκα, που, όπως μαθαίνουμε από το διήγημα με τον τίτλο «Μάθημα Δεύτερο», είναι ένα αντικείμενο που επικαλείσαι όταν θέλεις να δείρεις κάποιον και να νιώσεις πως σουπα-νίκησες.
Άλλες ιστορίες μιλούν για το περιθώριο, την ανθρώπινη εγκατάλειψη, τη φθίνουσα πίστη στον άνθρωπο· ιδέες που επανέρχονται και δημιουργούν μικρο-ενότητες γύρω από ζητήματα διαχρονικά και πανανθρώπινα. Κάτω από τον τίτλο «Οδυσσείς», εξιστορείται η προσπάθεια ενός ανθρώπου να περάσει τα βορειοανατολικά σύνορα της χώρας. Σε μία μόνο περίοδο λόγου, με μόνο μερικά κόμματα να διευκολύνουν την ανάγνωση, ο αναγνώστης ακολουθεί τον ασθματικό ρυθμό της κυνηγημένης ζωής ενός ανθρώπου, που χάνει τον ύπνο του, την οικογένειά του, τη γλώσσα του, και συνεχίζει τον δρόμο του, ήσυχα όπως ήρθε, ακολουθώντας πια τα πουλιά και τα μυρμήγκια, νιώθοντας πως οι άνθρωποι δεν πρόκειται να τον βγάλουν σε καλό ή ψάχνοντας να βρει άλλους χαμένους. Ο ίδιος άνθρωπος, ο αιώνιος ξένος, πρωταγωνιστεί στο επόμενο μικρο-διήγημα με τον τίτλο «Interpretation»:
«Στοιχηματίζω σ’ έναν θεό πατέρα παντοκράτορα. Έτσι είπε. Ήταν πίσω απ’ τα σύρματα, δεν μιλούσε ελληνικά, κανείς δεν γνώρισε τις λέξεις που βγήκαν απ’ το στόμα του. Μόνο το νόημά τους ήταν εκ προοιμίου γνωστό. Το φώναζε το πρόσωπο του ξένου. Ίδιο θεού.»
Αυτό το διήγημα ανοίγει μία ενότητα για την ερμηνεία της πίστης, για τους τύπους και την ουσία, για τον θεό που κάποτε βρίσκουμε στο πρόσωπο ενός ανθρώπου, τη στιγμή που κάποιος άλλος μας εγκαταλείπει ή μας σπρώχνει στο περιθώριο. Σχολιάζεται φευγαλέα η μάταιη προσμονή μιας δεύτερης ζωής όταν οι άνθρωποι χάνονται, και γίνεται το πέρασμα σε άλλες ενότητες, από ένα δάσος με αρκούδες σε ένα συμβολικό δάσος νοήματος που χάνουμε βλέποντας το δέντρο, από την προσδοκώμενη ανάσταση νεκρών σε εφιάλτες με σατανάδες που ξεχύνονται από ταράτσες, και άλλους με ορφανά αρκουδάκια που πνίγουν σκιουράκια με την αγάπη τους.
Τα διηγήματα της Γιώτας Τεμπρίδου είναι μικρά, αλλά αυτό αφορά μονάχα τη φόρμα. Με αξιοζήλευτη αφαιρετικότητα και εκφραστική πυκνότητα, κάθε διήγημα δημιουργεί έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος με τη σειρά του ανοίγεται σε νέους κόσμους, που διαφέρουν για κάθε αναγνώστη. Η ικανότητα αυτή να έλκει ετερόκλητες αναφορές και να ενθαρρύνει διαφορετικές αναγνώσεις είναι, αν μη τι άλλο, η καλύτερη απόδειξη πως η συγγραφέας έχει κατακτήσει την τέχνη του καλού διηγηματογράφου. Με τα λόγια του Χούλιο Κορτάσαρ, ο διηγηματογράφος είναι ένας αστρονόμος των λέξεων. Ο καλός διηγηματογράφος, λοιπόν, επιλέγει ένα θέμα που μπορεί να είναι απλό και καθημερινό, αλλά λειτουργεί σαν ήλιος, σαν ένα αστέρι γύρω από το οποίο περιστρέφεται ένα ολόκληρο πλανητικό σύστημα διασυνδέσεων, ιδεών και συναισθημάτων που μοιράζεται ο αναγνώστης μαζί του. Αυτή η ελκτική δύναμη ανοίγει για τον αναγνώστη ένα πέρασμα από το ατομικό στο πανανθρώπινο και τον ωθεί να εισέλθει σε ένα σύστημα σχέσεων όμορφο και περίπλοκο. Και αυτό ακριβώς πετυχαίνει η Γιώτα Τεμπρίδου με τα τριάντα πέντε μικρο-διηγήματα των Διαδοχικών Ασυνεχειών, που προσκαλούν τον αναγνώστη σε ένα κοινό σύστημα σχέσεων μαζί της – τόσο περίπλοκο και τόσο όμορφο, όσο και αυτή η συλλογή.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]