«Αν παρακαλέσεις πολύ τον Χριστούλη, εκείνος θα σε ακούσει». Ήταν η εποχή που ακόμα πίστευα, πως όλα θα μπορούσαν να συμβούν αν προσευχόμουν πολύ. Και είναι αλήθεια ότι ήταν μια ωραία εποχή, γιατί η προσευχή ήταν το μαγικό ραβδί που έκανε τις κολοκύθες άμαξες, τους βατράχους πρίγκηπες και έκρυβε καμινάδες σε σπίτια χωρίς τζάκι, μόνο και μόνο για να μπαίνει ο Άγιος Βασίλης και να αφήνει τα δώρα κάτω από τα στολισμένα δέντρα, τη στιγμή που έσβηναν για λίγο τα φώτα, και ο Παλιός Χρόνος έβγαινε από την πόρτα αφού δεν χωρούσαν και οι δύο στην καμινάδα. Ο Παλιός Χρόνος και ο Άγιος Βασίλης συναντιούνταν μία φορά τον χρόνο στο σπίτι μου, και ήταν αχώριστοι σαν αδέλφια.
Μέναμε τότε σε ένα σπίτι με δύο υπνοδωμάτια, σαλόνι, χωλ, μπάνιο και μια κουζίνα που ίσα ίσα χώραγε τον φούρνο, το ψυγείο και ένα τραπέζι σε σχήμα ημικυκλικό, το οποίο, όταν είχαμε καλεσμένους, μεταφερόταν στο χωλ και γινόταν διπλάσιο, με το δίδυμο εξάρτημα που του προσάρμοζε η μαμά. Οι καλεσμένοι ήταν συνήθως τα πέντε αδέλφια του μπαμπά, μαζί με τις γυναίκες, τους άντρες και τα παιδιά τους. Αν σκεφτεί κανείς, πως τα ξαδέλφια μου είχαν τουλάχιστον έναν αδελφό ή μία αδελφή, ήταν να απορεί με το μικρό μας σπίτι, που έμοιαζε να γεννάει τετραγωνικά· σε κάποιο συρτάρι θα είχε και η μαμά κρυμμένο το ραβδί της.
Αυτά τα τραπέζια μας γίνονταν λίγες φορές τον χρόνο. Τα συνηθισμένα μας βράδια, ο μπαμπάς καθόταν στο τραπέζι της μικρής μας κουζίνας με τα Άπαντα του Βαλαωρίτη -επίτομη έκδοση με μαύρο σκληρό εξώφυλλο και χρυσά γράμματα– απαγγέλλοντας με κλειστή πόρτα «πάρ’ ένα σβώλο Μήτρο και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά που μου χαλούν το φύτρο»· οι πρώτοι στίχοι είναι ό,τι θυμάμαι από τον Φωτεινό. Εγώ με τη μαμά καθόμασταν στον πράσινο κυπαρισσί καναπέ, κληρονομιά από την αδελφή τού παππού μου, που είχε πεθάνει λίγο πριν νοικιάσουμε το σπίτι μας. Ήταν εκείνη η εποχή που χωράγαμε και οι δύο μαζί ξαπλωμένες σαν σιαμαίες στον πράσινο κυπαρισσί καναπέ, εκεί που ένα βράδυ είχα ρωτήσει τη μαμά, γιατί ήθελε να κάνει κορίτσι· «γιατί πάντα ήθελα μια αδελφή», μου είχε απαντήσει και συνεχίσαμε να βλέπουμε το ασπρόμαυρο πρόγραμμα.
Στο σχολείο είχα πάντα καλούς φίλους. Από την αρχή. Την πρώτη μέρα της πρώτης δημοτικού η μαμά με είχε ρωτήσει «έκανες καμία φίλη στο σχολείο;» και θυμάμαι ότι της είχα δείξει το κοριτσάκι με τον πλεκτό γιακά στην ποδιά. Τέτοιους γιακάδες τής έπλεκε με το βελονάκι η συνονόματη γιαγιά της, που κάθε μεσημέρι ερχόταν να την πάρει από το σχολείο μαζί με τον μικρό της αδελφό. Αυτός ο μικρός αδελφός σήμερα είναι μπαμπάς ενός αγοριού, που σε λίγους μήνες θα έχει μια καινούργια μικρή αδελφή.
Εμένα ερχόταν να με πάρει ο Φώτης. Ο Φώτης κρατούσε το χέρι μου σε όλο τον δρόμο, και με πρόσεχε και στο σπίτι μέχρι να έρθει ο μπαμπάς και η μαμά από τη δουλειά. Ο Φώτης μού ετοίμαζε το φαγητό για να φάω στο τραπέζι που έτρωγε ο μπαμπάς με τα αδέλφια του, και που τα βράδια διάβαζε τα Άπαντα του Βαλαωρίτη, αλλά και κάτι άλλα δημοτικά. Αμυδρά θυμάμαι εκείνο με τα δύο αδέλφια, τον Κωνσταντή και την Αρετή, Του νεκρού αδελφού νομίζω λεγόταν.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]