Jean Bloch-Michel, Φροσύνη, μτφ. Ευγενία Γραμματικοπούλου, Οκτάνα, Θεσσαλονίκη 2018.
Το να ιδρύεις σήμερα στην Ελλάδα εκδοτικό οίκο απαιτεί τόλμη ανάλογη με αυτήν που επιδεικνύει η ομώνυμη ηρωίδα της νουβέλας του Jean Bloch-Michel Φροσύνη (1966), βιβλίο με το οποίο ο άρτι συσταθείς οίκος της Θεσσαλονίκης Οκτάνα κάνει το ντεμπούτο του. Το να επιλέγεις δε ένα κείμενο χαμηλόφωνο, ρεαλιστικό, με μια πρώτη ματιά ηθογραφικό δείχνει επιπλέον και αρετή. Τίποτε κραυγαλέο, εντυπωσιακό, υποταγμένο στις απαιτήσεις του συρμού. «Χωριό –κόρη που θέλει να σπουδάσει– πατέρας που αντιτίθεται» είναι οι τρεις πυλώνες της ιστορίας. Πού βρίσκεται η λογοτεχνική αξία, η συνάφεια με το σήμερα; Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής στην εν λόγω νουβέλα εστιάζει εσωτερικά στον πατέρα, στον ξεπερασμένο από την εξέλιξη, στον φορέα του «άδικου». Ασυνήθιστο, αν αναλογιστούμε ότι το προνόμιο της «προσωπικής αφήγησης» συνήθως εκχωρείται στον εκφραστή της ιδεολογίας που το κείμενο θέλει να προκρίνει. Εδώ αυτή η συνθήκη αντιστρέφεται. Αφηγηματικά ο αναγνώστης καθοδηγείται στην ταύτιση με τον εκπρόσωπο της παράδοσης, της στασιμότητας,μ’ έναν άνθρωπο που πιστεύει «ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα και το μόνο που επιθυμεί είναι να συνεχίσουν ως έχουν» (σ. 34), ενώ ιδεολογικά – όπως μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε – είναι εναντίον του. Στρατηγική η οποία δημιουργεί μια υπόγεια ένταση και το αίσθημα του ανοίκειου. Έναυσμα για αναστοχαστικές διαδικασίες από τη μεριά του αναγνώστη. Ομοίως ανατρεπτική η επιλογή του «τρόπου» (Modus): μία κατ’ εξοχήν δραματική σύγκρουση παρουσιάζεται χωρίς καθόλου άμεσο διάλογο! Οι στιχομυθίες εκφέρονται σε πλάγιο λόγο, ενώ οι σκέψεις συχνά σε ελεύθερο πλάγιο λόγο. Το telling υπερτερεί συντριπτικά του showing. Έτσι, ενώ το κείμενο μας εντάσσει πλήρως στο μυθοπλαστικό σύμπαν, ευνοεί ταυτόχρονα τη διατήρηση μιας απόστασης ασφαλείας. Υπάρχει ο χώρος για κριτική αποτίμηση των τεκταινομένων –και το κυριότερο: ο τόνος που κρατιέται χαμηλά μας επιτρέπει ν’ «ακούσουμε» τη σκέψη μας. Όλα αυτά αποδίδονται με μια φυσική απλότητα, σε γλώσσα ανεπιτήδευτη, με φράσεις λιτές αλλά ευθύβολες. Η ίδια λιτότητα χαρακτηρίζει και την περιγραφή του σκηνικού: με αδρές πινελιές σκιαγραφείται ένα νησιωτικό χωριό με παραδοσιακού τύπου δομές βίου και νοοτροπίας. Ως εκεί όμως. Ο τόπος θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, η έμφασηδίνεται στη σχέση του πατέρα με την κόρη. Οι συντεταγμένες του χώρου δεν είναι δεσμευτικές, ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές του αναγωγές.
Ήδη έχουμε μεταβεί στο επίπεδο του περιεχομένου.Ο Bloch-Michel είναι τόσο «ηθογράφος» όσο κι ο Βιζυηνός (αν και στο ύφος δεν του μοιάζει καθόλου): κάτω από την επιφάνεια ενός επαρχιώτικου ρεαλισμού ανακινεί τα πιο ανησυχαστικά ζητήματα της σύγχρονης εποχής, του μοντερνισμού αν θέλετε – τα οποία μας στοιχειώνουν μέχρι και σήμερα. Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, το θέμα της εκπαίδευσης των κοριτσιών για τον (δυτικό) άνθρωπο (των αστικών κέντρων) δεν θεωρείται λυμένο, δεν έχει πια αποκλειστικά και μόνο ιστορικό ενδιαφέρον; Σαφώς, η αιχμή όμως του διηγήματος, κατά τη γνώμη μας, είναι αλλού, εγγίζει κάτι πολύ ευρύτερο: την αέναη πάλη μεταξύ παλιού και καινούριου, το διαχρονικό χάσμα των γενεών, την αναπόφευκτη διαγενεακή σύγκρουση. Ο συγγραφέας, βαθμιαία και συστηματικά, ξεφλουδίζει τα κοινωνικά επιφαινόμενα και εν τέλει φτάνει στην καρδιά της υποκειμενικότητας, αποκαλύπτοντας με αφοπλιστική ενάργεια την ψυχολογική διάσταση του γήρατος. Κι εδώ το tuaresagitur που (θα πρέπει να) διακρίνει κάθε πραγματικό έργο τέχνης επιτυγχάνεται. Αρκεί π.χ. να αναλογιστούμε την αμηχανία όλων όσοι ενηλικιώθηκαν χωρίς διαδίκτυο, ακόμη και χωρίς κινητό (!), απέναντι στην επί εικοσιτετραώρου βάσεως «δικτυωμένη» νέα γενιά. Αλλά και «περιφερειακά» στοιχεία του κειμένου, όπως π.χ. ότι η κόρη με την επιμονή της παραμένει πιστή στην – φεμινιστική, θα λέγαμε καταχρηστικά –αντί-μνήμη της μητέρας της, παραπέμπουν σε θεωρητικούς προβληματισμούς οι οποίοι ήρθαν στην επικαιρότητα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Περαιτέρω δεν μπορούμε να επεκταθούμε.
Η μετάφραση της κ. Γραμματικοπούλου είναι εξαιρετική, σε βαθμό που αν κανείς διάβαζε τη νουβέλα χωρίς να γνωρίζει το όνομα του συγγραφέα, κάλλιστα θα μπορούσε να πιστέψει ότι είναι γραμμένη πρωτοτύπως στα ελληνικά. Η έκδοση, δε, είναι αληθινό κομψοτέχνημα, από το εξώφυλλο και το σχήμα ως το χαρτί και την επιλογή της γραμματοσειράς. Είθε αυτή η δέσμευση στην ποιότητα να ακολουθεί και της επόμενες δουλειές του οίκου, που ευχόμαστε να είναι πολλές και με διάρκεια. Οκτάνα, καλοτάξιδη!
[Ο Γιάννης Πάγκαλος είναι επίκουρος καθηγητής του ΑΠΘ. Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.]