(για το Δραμάιλο του Κυριάκου Συφιλτζόγλου)
Στο Δραμάιλο του Κυριάκου Συφιλτζόγλου οι νεκροί μιλούν δύο γλώσσες που κατ’ ουσίαν είναι μία: χωρίς γλωσσάρι –γιατί τους νεκρούς πρέπει ισόποσα να τους καταλαβαίνουμε, και να τους νιώθουμε δίχως να τους κατανοούμε ολότελα– την παλιά λαϊκή γλώσσα του τόπου, που στα ρήματά της, στις λέξεις της για τα πράγματα, μα κυρίως στο ίδιο το κοφτό φτιάξιμο της πρότασης, όπου ό,τι δεν λέγεται αφήνεται στη φαντασία να συμπληρωθεί ή το παίρνουν στον τάφο μαζί τους οι νεκροί – σ’ όλα τούτα, υπάρχει μια χοϊκή ποίηση, που ’ναι ο θησαυρός μας. Όπως:
«Εδώ ό,τι κρεμάται δεν ξεκρεμάται. Καπνά, σεντόνια, πιπεριές. Μα πιο πολύ τα σκόρδα. Να ζίχουν το σκιαδί, όταν γυρνά το νυφικό να πάρει. Επτά μοιράστηκαν την παρθενιά στα δεκαεπτά της χρόνια. Ανάποδα την κρέμασαν το τζάκι ν’ αναπνέει. Δεν βλάστησε στην οροφή ούτε στ’ αγελασκέρι. Λαθέψανε στο όνομα κι αντί για τη Μερόπη, λερώσαν ξένη νυχτικιά, ξένη μοναχοκόρη».
Ή, όπως:
«Ιωάννης Μωύσογλου, κλάση ’21. Τον πήραν οι Βούλγαροι το ’43, ντουρντουβάκι, να σπάει πέτρες στο Τσέρο Τσάροβο. Γύρισε με πετροζουλήγματα στα πόδια. Ούτε οι ντομάτες με ζάχαρη ούτε τα κρεμμύδια ούτε η κοπριά. Τίποτα. Γίναν τα πόδια του σαν μαυρολάχανα. Βγάλαν σκουλήκια και πριν πεθάνει είχαν ήδη αρχίζει να τον κονταίνουν».
Και οι νεκροί, σε φωτογραφίες που εναλλάσσονται με τα κείμενα στο βιβλίο, μιλούν μια δεύτερη γλώσσα που στην πραγματικότητα είναι η πρώτη σ’ άλλον κώδικα: τη γλώσσα των έρημων κι ερειπωμένων σπιτιών. Ο Συφιλτζόγλου έχει αφτί που ξέρει ν’ αφουγκράζεται στα μνήματα τους ψιθύρους της πρώτης γλώσσας, της παλιάς του τόπου, κι έχει μάτι που ξέρει να διακρίνει ό,τι λεπτομέρεια, στα χαλάσματα, στέκει στη θέση μιας ανείπωτης λέξης κι αφηγείται μιαν ιστορία: φωτογραφικά πορτρέτα σε κάδρα με σπασμένο τζάμι, ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι, ένα σιδερένιο κρεβάτι με σχισμένα μαξιλάρια και βρόμικα στρωσίδια, μια διαλυμένη καρέκλα. Σε καρφιά στους ραγισμένους τοίχους, κρεμάστρες άδειες ή μ’ ένα ρούχο–
Είτε άδεια είτε μ’ ένα ρούχο κρεμασμένο, μια κρεμάστρα είναι έτσι κι αλλιώς σύμβολο απουσίας. Το Δραμάιλο είναι ένα έξοχο πάντρεμα των δύο όψεων αυτής της μίας γλώσσας των νεκρών.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι του Κυριάκου Συφιλτζόγλου.]