frear

Η φοιτήτρια – της Δήμητρας Σταύρου

Περπατούσε στα σοκάκια της μικρής πόλης, αναπολώντας ήδη όσα ζούσε, αποχαιρετώντας όσα έβλεπε, αναλογιζόμενη πώς θα ζήσει με την απουσία τους. Ο αποχαιρετισμός αυτός κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Συνήθιζε μάλιστα να περπατά σε ένα συγκεκριμένο στενό, το μόνο στο οποίο είχε διατηρηθεί για κάποιον λόγο το παλαιό πλακόστρωτο. Εκεί, ανάμεσα σε διάφορα αλλόκοτα πράγματα, που κρέμονταν σαν σφαχτάρια σε γάντζους, τσάντες, καπέλα, μαντήλια, βότανα, περιοδικά ταπεινού τιμήματος όσο και περιεχομένου, πρόχειρα κεραμικά, που με μιαν άθλια εφυάλωση ψευτο-φαγιένσας φάνταζαν προς στιγμήν πολυτελή, υπήρχε και μία πόρτα. Ήταν η ξύλινη εξώπορτα ενός σπιτιού μικρού, στενού και δίπατου, όπως συνηθιζόταν την παλαιά εποχή στην μικρή, παράλια πόλη.

Στο σπίτι αυτό κατοικούσε ένας άντρας ψηλός, μεγαλόσωμος, με μαύρο, παχύ μουστάκι. Φαινόταν πάντα με κάτι να καταγίνεται μέσα από το μικρό παράθυρο του ισογείου, όπου βρίσκονταν σε έναν ενιαίο χώρο η σάλα κι η κουζίνα. Το θαμπό φως πάνω από το τραπέζι, πίσω ο νεροχύτης, το ψυγείο και πάνω στο τραπέζι ένα κεραμικό, βαθύ πιάτο με διάφορα μικροπράγματα, αυτά που συνήθως δεν ξέρει κανείς πού να τα βάλει και τα αφήνει εκεί ως την επόμενη αιωνιότητα ή μέχρι να αποφασίσει να απαλλαγεί από αυτά χωρίς τύψεις. Το εσωτερικό του σπιτιού έμοιαζε ακόμη πιο μυστηριώδες, καθώς, εκτός από το θαμπό φως, το έφραζε ακόμη περισσότερο ένα σφιχτοπλεγμένο, βαμβακερό κουρτινάκι παλαιού τύπου.

Όταν έβρεχε στη μικρή πόλη με το μοναδικό πλακόστρωτο –τώρα έχουν επίτηδες στρώσει και άλλα σοκάκια με πλάκες, να θυμίζουν κάτι παλιό κι ας μην είναι- τότε κοκκίνιζε ο ουρανός με ένα σταχτοκόκκινο χρώμα. Συχνά μ΄ αέρα, κάποτε πάλι όχι, λέγανε πως αυτή η βροχή ερχόταν από την Αίγυπτο. Πάντως άφηνε παντού σημάδια, σε μπεντένια και πεζούλες και σε πιο αστικές εικόνες, μακριά από το διατηρητέο κέντρο, σ΄ αυτοκίνητα και τοίχους πολυκατοικιών. Κι αυτός ο μελαμψός κι αλαφιασμένος ουρανός σκέπαζε τα φοινικόδεντρα και τ΄ άλλα δέντρα του Δημοτικού Κήπου, φτιαγμένου πάνω στο αλλοτινό νεκροταφείο των Τούρκων, που σαν μουσουλμάνοι δεν ξεθάβαν τους νεκρούς τους. Κι η βροχή άφηνε κι αυτή τα σημάδια της πάνω στα πλατιά φύλλα των δέντρων.

Στο μικρό μπαλκόνι του σπιτιού στον πλακόστρωτο δρόμο ο άντρας ξεάπλωνε γρήγορα τη μπουγάδα της οικογένειας μη βραχεί. Αυτό ήταν και το μοναδικό σημάδι που έδειχνε πως δεν έμενε μόνος σε αυτό το στενό, δίπατο σπίτι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε φανερωθεί γυναίκα, γρια μάνα ή κάποιο παιδί. Όποτε έβρεχε, ο σιωπηλός άντρας μάζευε βιαστικός τα ρούχα, έκλεινε τη μπαλκονόπορτα και παρατηρούσε τη βροχή με αγκαλιά τον μπόγο, ασφαλή πια μες στο σπίτι.

Ως να τελειώσει τις σπουδές και να φύγει απ΄ την πόλη, το πλακόστρωτο σοκάκι αποτελούσε σημείο αναφοράς. Σε όποιον έλεγε πως τόσα χρόνια αποχαιρετά ό,τι θα αποχωριστεί στο σύντομο μέλλον, εκείνος κοιτούσε από απορημένα έως σχετλιαστικά: καλά, αντί να χαίρεσαι με το παρόν, νοσταλγείς προκαταβολικά ό,τι στο μέλλον θα γίνει παρελθόν;

Προς το τέλος, κάποια μέρα, στην ξύλινη πόρτα του πλακόστρωτου στενού βρισκόταν ένα κάλυμμα φερέτρου. Ο ίδιος θαμπός φωτισμός, το ίδιο τραβηγμένο, βαμβακερό κουρτινάκι. Κοίταξε, όπως πάντα, προς τα μέσα. Ο άντρας έλειπε και δεν φαινόταν άλλη ανθρώπινη μορφή. Το μικρό μπαλκόνι κενό, χωρίς απλωμένα ρούχα. Άλλωστε δεν έβρεχε εκείνη την ημέρα.

Σύγχρονες εφυαλώσεις ψευτο-κεραμικών, τωρινές πλακοστρώσεις, πλαστικά κουρτινάκια, τα στενά, δίπατα σπίτια να καταρρέουν το ένα μετά από το άλλο. Καλά έκανε, λοιπόν, τότε και τα αποχαιρέτησε όλα τόσο επίμονα.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη