frear

Ελένη Γιαννάτου: Ο κύριος Πηνελόπη – του Σπύρου Παύλου

Ελένη Γιαννάτου
Ο κύριος Πηνελόπη
Κίχλη 2018

Αν ξεκινήσουμε από την ανάγκη να εξηγήσουμε τον τίτλο ενός βιβλίου, όσο προκλητικός και παράξενος κι αν είναι, χάνουμε το ενδιαφέρον για την αφηγηματική πράξη, το αφηγηματικό συμβάν που είναι ο πυρήνας μιας ιστορίας. Αλλά για να συνεχίσουμε το κείμενο αυτό, εκτός κι αν θέλουμε να κλείσει από την πρώτη κιόλας πρότασή του ας απαντήσουμε, εννοώ να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε, στο ερώτημα που μας προκαλεί. Ποιος είναι ο κύριος Πηνελόπη; Είναι σύμφωνα με την υποστηρικτική ερμηνεία της αφηγήτριας ο «ίσκιος των γεγονότων», με τη μορφή που εν προκειμένω εμφανίζεται στο παρόν αφήγημα. Τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική, τη γλυπτική. Η μυστηριώδης αδυναμία της Τέχνης γεμάτη παραμορφώσεις και ακρωτηριασμούς, και τις προκρούστειες διορθώσεις.

Είναι η προσπάθεια του καλλιτέχνη από την παιδική ηλικία να κεντά και να ξηλώνει τη στάμπα του Μίκυ Μάους• να ξεκινά από τα πόδια και να φτάνει στο κεφάλι. Ξανά η ίδια πορεία, κέντα ξήλωνε από διαφορετικό σημείο, απ’την ανάποδη ή από την αλλαγή χρωμάτων. Ο κύριος Πηνελόπη ανήκει στο είδος εκείνο των Μεξικανών ποιητών που περιγράφει ο Μπολάνιο, οι οποίοι αντί για κρεμαστούς κήπους έβλεπαν χρωματιστά μολύβια. Είναι ο ζωγράφος που σβήνει και ξαναζωγραφίζει πάνω στα ίχνη της παλιάς ζωγραφιάς μέχρι να σκιστεί το χαρτί.

Αφού ξεμπερδέψαμε συνοπτικά με το ερώτημα ή νομίζουμε ότι ξεμπερδέψαμε, ας βαδίσουμε στην ουσία του αφηγήματος. Οι ιστορίες συνδέονται μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα σπονδυλωτό αφήγημα, που σε κόντρα της ερμηνευτικής εκδοχής που περιέχεται στο «αυτί» του βιβλίου είναι ο ματαιωμένος έρωτας ή καλύτερα η νοσταλγία ενός ματαιωμένου έρωτα. Όλη η μεταμφίεση που ασκείται για να παραμείνει κρυφός ή να αποκαλυφθεί από άλλους δρόμους, η αιώνια ανάγκη για αφηγηματικής καταγραφής της ερωτικής απώλειας, χρησιμοποιώντας τη λυτρωτική δυναμική της λογοτεχνικής, μουσικής, κινηματογραφικής, ζωγραφικής εκδοχής, είναι η προσπάθεια να ξαναδημιουργήσουμε, καλύτερα να κεντήσουμε γλωσσικά, μέσω της γραφής, το παλίμψηστο του κόσμου.

Η συγγραφέας αποφεύγοντας τους κατεστημένους, πληκτικούς τρόπους αφηγηματικής γραφής, επιλέγει την να τακτοποιήσει το νοητικό της σύμπαν χρησιμοποιώντας αναγνωρίσιμα είδη του λογοτεχνικού λόγου. Από τον μονόλογο μέχρι το αστυνομικό είδος, για να φτάσει στο αποτέλεσμα της αφηγηματικής πολυτροπίας.

Αλλά και πάλι αυτή η επιλογή δεν φαίνεται να την ικανοποιεί αρκετά. Βγάζει άλλα κρυμμένα χαρτιά από το μανίκι της. Αν και φαίνεται ότι η επιλογή αυτή είναι εγκεφαλική, η αφηγηματική της τακτική ανατρέπει την ιστορικότητα της λογοτεχνικής γραφής, που σε άλλα χέρια θα φαίνονταν ένα επιδεικτικό corpus ενός επηρμένου, αλαζονικού γνώστη της ταραγμένης δίνης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Είναι όμως τόσο ευρηματικά τοποθετημένα και υποστηρικτικά της ιστορίας της τα αφηγηματικά της μέτρα, που η αναφορά των κατακτήσεων της καλλιτεχνικής δημιουργίας να μην στραγγίζει τη συναισθηματική και κοινωνική σχέση με την πραγματικότητα, αλλά να την εμβολίζει και να την απογυμνώνει από τις καθημερινές συμβάσεις, όσο δυσάρεστο κι αν είναι σε αυτούς που νοιώθουν την ανάγκη να καθρεφτίζονται στους μεγενθυτικούς καθρέφτες της, και δεν πιστεύουν στην «καλλυντική επίδραση των σάλιων» της, δημιουργώντας έναν λογοτεχνικό κόσμο που ξηλώνει και ξανακεντά την πραγματικότητα από την ανάποδη.

Εδώ λοιπόν βρίσκεται η ομορφιά και η πρωτοτυπία της γραφής της Ελένης Γιαννάτου. Γράφει πχ. ως Μαρία, γλείφοντας το γλειφιτζούρι της φυγής των άλλων, έναν κόκκινο καραμελένιο κόκκορα, που δεν λειώνει ποτέ. Είναι μια Πηνελόπη που κεντάει, μια μαϊμού μπροστά στην γραφομηχανή της, που γράφει ξανά και ξανά την ίδια ιστορία.Φτιάχνοντας έναν κόσμο όπου υπάρχουν ποιητές που πεθαίνουν από υπερβολική κατανάλωση κολοκυθόσπορου, που μπορούν να γράψουν ένα ωραίο ποίημα ή μια ωραία διατριβή για την αποκολοκύνθωση, για χνώτα που μυρίζουν κακοχωνεμένο αλκοόλ, για ανθρώπους που το βλέμμα τους μοιάζει χάρτινο, πάσχουν από ασυμπτωματική ρινοψία λόγω χρόνιου αλκοολισμού, αιτιώντας να μπορείς να δεις την πραγματικότητα απ’ τα αυτιά.

Γράφοντας για πρόσωπα που πιστεύουν πως η Πηνελόπη υφαίνοντας και ξηλώνοντας μας παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής, συλλέγουν κούκλες μαϊμούδες, χαρίζουν μολύβια με τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη, φτιάχνουν συνταγές του Μονταλμπάν, πηδούν στη θάλασσα για να ακολουθήσουν μπακαλιάρους, Πρόσωπα που ηρεμούν αν πότιζαν πλαστικούς φίκους, πάσχουν από ρινοκερίτιδα, Γράφει για, γυναίκες που πεθαίνουν σαν τον μπαρμπα-Γιαννιό του Παπαδιαμάντη, διηγήματα που κερδίζουν διαγωνισμό με τις επτά τυχαίες λέξεις – αναφορά στο ευφυές αφήγημα “Αστερίσκοι”,- για ποιητές, μουσικούς, ζωγράφους γλύπτες, για το Vat 69, για κινήματα ντοντοϊσμού, ντετέκτιβ που έχουν δυο αδυναμίες: την ποίηση και τις σόμπες, για βασανισμούς συγγραφέων, μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, ποιητές που γράφουν ωδές για σόμπες, με δυσλειτουργικό το αριστερό τους χέρι.

Ξηλώνει και ξανακεντά το αφηγηματικό της υφαντό, μ’ έναν διαρκή και εποικοδομητικό διάλογο με ψιμμύθια της Τέχνης , από όλο το φάσμα της της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Επιλέγοντας να μεταφέρει στο μυθοπλαστικό της κέντημα αναφορές από τις κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, γλωσσοκοπεί τις επιμελημένες γλωσσικές συμβάσεις, και τις προσδόκιμες αφηγηματικές εκδοχές, που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα στο σώμα της ελληνικής λογοτεχνικής ευταξίας.

Η αφηγηματική ιδιοπροσωπία της Ελένης Γιαννάτου ξηλώνει από το γενεσιουργό σώμα του καλλιτεχνικού αποτυπώματος τον ζωγράφο από την ταινία «Το λιμάνι των απόκληρων», τον Γεράσιμο Σκλάβο και τον Γεράσιμο Στέρη, την «Penelope” του Ουέυν Σόρτερ, τη φωτογραφία «Κοκό» του Ρομπέρ Ντουανώ, τον Άλβαρο ντε Κάμπος, τον Ταμπούκι, τον Κώστα Χατζή, τον Κικέρωνα, τον Ντέηβ Χόλλαντ, τον Ζακ Μπρελ, τον Καραβάτζο, τον Μπονιουέλ, τον Μωρίς Μπλανσό, τις σάτιρες του Γιουβενάλη, τη διακοσιοστή τέταρτη ή διακοσιοστή Πέμπτη μέρα του χρόνου, την «Μπιροπότισσα γυναίκα» του Μέμφις Σλιμ, τις «Τρεις πρότυπες πεδήσεις» του Ντυσάν, τα «Ημερολόγια» του Σεφέρη, να επικαλούνται αποσπάσματα από τις «Φωνές» του Πόρτσια για να υπερασπιστούν τη δύσκολη στιγμές ενός χωρισμού, την Μπία Ντάβου, τον Σέρχιο Πιτόλ, τους μύθους του Αουγούστο Μοντερρόσο, τις συνεντεύξεις του Μπολάνιο, αποσπάσματα από μυθιστορήματα του Χαβιέρ Μαρίας, το πορτραίτο της Σεσαρέα Τιναχέρο, τη ζωγράφο Πάουλα Ρέγκου, τα ποιήματα του ¨Άλβαρο Ντε Κάμπος, τον «Γυάλινο κώδωνα», την ταινία «Τρεις κορόνες του ναύτη», το «Amsterdam” του Μπρελ, τα ρούχα της Τζούντυ Γκάρλαντ στο «Μάγο του Οζ», τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο, η φωτογραφία του Φίλιπ Χάλασμαν με τον Νταλί, τη «Φαλακρή τραγουδίστρια» του Ιονέσκο, τον Μαντάκ Απί, τον Αμεδαίο Μπουτσινιόνι, τη Λένα Πλάτωνος, το “Zabriskie Point” του Αντονιόνι, το ρολόι που λειώνει του Νταλί, τον «Αμεδαίο» του Ιονέσκο, το «Come to number 51, Your time is up”, ο Ράσσελ με τον Βιτγκενστάιν, το σάουντρακ του Zabriskie Point, οι δίσκοι του Καζούκι Τομοκάουα, το «Roses in the snow” της Νίκο, το ποίημα του Σαχτούρη, τα «Χιόνια του Κιλιμάντζαρο», ο «Παγετώνας» του Καλβίνο, μια ατάκα του Μπιλ Μάρρεϋ από το «Χαμένοι στη μετάφραση», για να σταματήσω εδώ, και ξανακεντά με αφηγηματική επιδεξιότητα στον «μαύρο κρόκο» μιας ρητορικής ερώτησης: Η συγγραφέας έκανε το βιβλίο ή τα βιβλία τη συγγραφέα;

Προς τι λοιπόν όλες αυτές οι αναφορές, οι παραπομπές και οι καταθέσεις αποσπασμάτων από όλο τα φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Δίνοντας την δική μας εκδοχή προηγουμένως, θέτουμε ξανά το ερώτημα που νομίζω είναι κυρίαρχο στην αναγνωστική διαδρομή του βιβλίου.Είναι ένα τέχνασμα ή αδυναμία της συγγραφέως ο διακειμενικός διάλογος προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει την ανθρώπινη κατάσταση, να δώσει διέξοδο στο αφηγηματικό αδιέξοδο ή να προκαλέσει ένα λογοτεχνικό πανικό που ίσως αποδειχθεί ατελέσφορος; Μπορεί αρκετοί να οδηγηθούν σ’αυτή την λύση. Δεν μπορείς να επικαλεστείς  την τέχνη για την ερμηνεύσεις την ανθρώπινη ύπαρξη, τα πάθη και τις αδυναμίες της, τον έρωτα, την εγκατάλειψη, τη μοναξιά, Κανείς δεν το έκανε, αλλά όταν αυτό έγινε, το καλλιτεχνικό συμβάν, όποια μορφή κι αν έλαβε, ήταν ένας εσωτερικός διάλογος με τα έργα τέχνης, και όχι η η λεκτική, εικονογραφική ή μουσική επαναφορά με καλλιτεχνικούς όρους της ανθρώπινης καθημερινότητας. Η Τέχνη δεν δίνει λύσεις στα αδιέξοδα των ανθρώπινων σχέσεων. Αν ήταν έτσι, αυτοί που είναι γνώστες της θα κατείχαν την λύση των ανθρώπινων αδιεξόδων, και όλα θα πήγαιναν όλα καλά. Τα πρόσωπα του αφηγήματος παίρνουν λογοτεχνικά, μουσικά, ζωγραφικά αντιβιοτικά για να αντιμετωπίσουν τα πάθη τους, τα ερωτικά τους αδιέξοδα, τη μνήμη που τους βασανίζει, ακόμα κι όταν πεθαίνουν σ’ ένα αναποδογυρισμένο αμάξι πεταμένο μέσα σε μια χιονισμένη χαράδρα. Η Σοφία πχ πεθαίνει και σκέφτεται το «Ικίρου» την αγαπημένη ταινία του Κουροσάουα, δίσκους του Καζούκι Τομοκάουα, σκέφτεται τα «Χιόνια του Καλιμάντζαρο».

Καταληκτικά: το βλέμμα του Τακάσι Σιμούρα μπορεί να εξουδετερώσει όλες τις λέξεις ενός συγγραφέα; Το χαμένο νόημα της ζωής σε μια κινηματογραφική ταινία, μπορεί να δώσει διέξοδο στην απώλεια και την απελπισία; Όχι φυσικά, εκ του αφηγηματικού αποτελέσματος. Η αναφορά στην πλασματικότητα της κινηματογραφικής αποτύπωσης της ζωής είναι μια διέξοδος, μια κατασκευασμένη διαφυγή , όταν έχουμε παραδοθεί στο ατελέσφορο της υπαρκτούς επικοινωνίας.

Τότε μπορούμε να καβγαδίζουμε για τη λογοτεχνία, να αισθανόμαστε σαν την μύγα πάνω στα σκατά της παραίτησης μας. Κι ας τα γράφει ωραία ο Λορεντζάτος, ας βλέπουμε το δίλεπτο «Μαύρο πάγο» του Σταν Μπράκατζ, να ταξιδεύουμε με τα ποιήματα του Νικίτα Στανέσκου στη θέση του συνοδηγού. Η νοσταλγία για την εγκατάλειψη του έρωτα δεν μπορεί να αντικατασταθεί μ’ένα βιβλίο του Σοριάν, ακόμη κι αν του λείπει η πρώτη σελίδα ή όταν κοιτάμε το «Μαύρο τετράγωνο» του Μάλεβιτς ή την «Καταγωγή της τέχνης» του Κουρμπέ. Είμαστε ανήμποροι ως αυτό που είμαστε κατασκευασμένοι, κοινωνικοποιημένοι από την μετάβασή μας στην καθημερινή μας κατανομή, από το αγχώδες ερώτημα της ύπαρξής μας, και όχι σαν ήρωες του Κρασναχορκάι ή του Γκαντέν.

Η αντίθεση λοιπόν της πραγματικής ζωής με τη επινοημένη ζωή της Τέχνης, αυτή η διαμάχη, η αντιπαλότητα στην ουσία διαφορετικών αφετηριακών καταβολών, όσο κι αν προσπαθούν απέλπιδα να αλληλοευεγερτηθούν οι ήρωες του βιβλίου, καταλήγουν στο αναπόφευκτο της καταστατικής υπεραξίας της ανθρώπινης φύσης. Αυτός είναι ο λόγος που τα πρόσωπα του βιβλίου βρίσκονται εγκαταλελειμμένα, παραδομένα στην ανεπάρκεια του διαρκούς ανθρώπινου αυτοσχόλιου της ζωής, και τελικά στην απουσία και τη διαφυγή.

Απ΄ ότι φαίνεται η συγγραφέας απαντά αρνητικά σ’αυτό το ενδεχόμενο υπαινιχτικά . Η Τέχνη δείχνει αλλά δεν εξηγεί, και προπαντός δεν είναι αναλγητικό για την ανθρώπινη αδυναμία να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις της ανθρώπινης φύσης.

Ευρηματικά η συγγραφέας σε όλη τη διάρκεια της αφηγηματικής της προσπάθειας ,παιγνιώντας προβάλλει εξπρεσιονιστικά τη μέθοδο της Τεχνη-κής διέξοδου, που όμως εκ του λογοτεχνικού αποτελέσματος διαψεύδεται και παρωδείται.

Αν λοιπόν «είμαστε καταδικασμένοι να τελειώσουμε μέσα στις μασέλες μας» πρέπει να οσφριζόμαστε τις όμορφες διηγήσεις σαν αυτές της Ελένης Γιαννάτου, για να περνάμε υπέροχα μέχρι τότε.

Συμπερασματικά, ένα βιβλίο ύμνος στη περίτεχνο βουβώνα της λογοτεχνικής δημιουργίας ‘Ενα ζιζανιοκτόνο για λογοτεχνικά παράσιτα στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη