frear

Για την ποίηση του Ντίνου Σιώτη – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Ντίνος Σιώτης, Ποιήματα 1969-1999, Κέδρος, Αθήνα 2018.

Η πλούσια τριακονταετής παραγωγή του Ντίνου Σιώτη, Ποιήματα 1969-1999, περιλαμβάνει εννέα συλλογές, οι οποίες δεν κυκλοφορούν στο εμπόριο. Ακολούθησαν κι άλλες, δυο φορές τόσες. Αναμενόμενο είναι μια συγκεντρωτική έκδοση να συνιστά, τρόπον τινά, ένα είδος βιογραφικού σημειώματος. Ένα ποιητικό curriculum vitae.

Στις εννέα συλλογές της έκδοσης –Απόπειρα, Εμείς και ο βροχοποιός, Δεκατρία ηλεκτρικά Ποιήματα, Καιρικές συνθήκες, Κλιματιζόμενοι διάδρομοι, Η μηχανή των μυστικών, Τήνος, ποιητική περίληψη, Μουσείο αέρος και Ιωνάς– ο αναγνώστης θα βρει την πορεία του ποιητή, το πρώτο ξεκίνημα και την εξέλιξή του.

Στην πρώτη φάση του δημιουργεί υπό την σκέπη των μεγαλύτερων ποιητών. Με αισιοδοξία και απαισιοδοξία διατυπώνει την αντινομία της ζωής, όπως γλαφυρά δείχνουν οι στίχοι «με την απόπειρα της αισιοδοξίας στο πρόσωπό του ζει απ’ ό,τι αφαιρεί της ζωής του» «Απ’ ό,τι ζώντας αφαιρούσε του θανάτου», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης που είναι ακριβώς το ίδιο με το «Κάθε μέρα η ζωής μας λιγοστεύει» του Γιώργου Σεφέρη, που σημαίνει πως κάθε μέρα η ζωή κονταροχτυπιέται με τον θάνατο και κάθε μέρα παίρνει «αναβολή» μέχρι να φτάσει στο σημείο μηδέν: «Και προχωρά/ κάθε μέρα η ζωή./ Πλην όμως εμείς/ οριστικά έκπτωτοι».

Κοιτάζει τα πάντα και αμφισβητεί τα πάντα: ποιος ήλιος, ποια άνοιξη, ποια θάλασσα, ποια ελπίδα; η μέρα «μετριέται στ’ αγωνιόμετρα γοερά/ … η σιωπηλή παράταση κινδύνου/ η νύχτα». Στη μνήμη του κυκλοφορούν θρυμματισμένοι καθρέφτες, χλωμές προσωπίδες, φαρμάκι κακοσμίας. Όλα δείγματα κακής διάθεσης ενός νεαρού ποιητή που συνειδητοποιεί πως η ζωή συντηρείται από τις απώλειες: «Υποθάλποντας /την ερώτηση του θανάτου», «Πόσο σύντομα βραδιάζει Θε μου», «Δεν ήρθες… Το φως παραμέριζε/ για να περάσει η σκιά της νύχτας/Δεν αντιστεκόσουν», «Κι είναι τα φτερά μας άσπρα/ όπως τα ερημοκλήσια στο νησί», «Ο δρόμος γέμισε βήματα/ Πού να ξέρεις το βήμα της θλίψης;».

Οι στίχοι μοιάζουν «δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγματος χάριν». Λόγια που βγαίνουν δύσκολα, ποτέ ολόκληρα, κομπιαστά και μισοτελειωμένα, σαν χρησμοί, σαν μέσα φωνή του ποιητή κρυμμένη πίσω από την καθημερινή.

Και φτάνουμε στο «Υστερόγραφο», πυκνό σαν επίγραμμα ή τηλεγράφημα, γεμάτο από τη θλίψη ενός θανάτου: «Η αγαπημένη μου πέθανε./ Ο ουρανός χύθηκε στα μάτια μου./ Μέσα σε μια στιγμή κλωστής / έγινα ένα μικρό ερωτηματικό/ μια αυτοψία θλίψης». Έτσι απλά, χαμηλόφωνα, χωρίς ηχηρές λέξεις και κραυγαλέες συμπεριφορές, μας δίνει το αίσθημα μιας μεγάλης απώλειας. Το ποίημα μας θυμίζει έντονα «Το κλίμα απουσίας», από το πρώτα ποιήματα των Προσανατολισμών του Ελύτη, την επίδραση του οποίου βλέπουμε και σε πολλά άλλα βεβαίως, όπως και στο «Ό,τι θυμάται το μεσημέρι μου» , όπου οι πέντε φορές επαναλαμβανόμενη φράση «Έμεινα ως εδώ» αναλογεί στο ποίημα «Επέτειος» στον επαναλαμβανόμενο ελυτικό στίχο «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ». Επίσης επισημαίνεται επίδραση και από τον Σεφέρη. Δείγμα μας δίνει το ποίημα «Άρνηση» του ενός και «Η Άρνηση» του άλλου: «Εξαντλούσαμε/ όλους τους συμβιβασμούς/ κάθε στιγμή,/ … Και έλειπε η θέση / για βέβαια σχήματα ελπίδας/ Και έλειπε η δύναμη/ για έναν ωραίο αγώνα / Ήταν όλα άρνηση… Και η άρνηση/ η μόνη θέση/για βέβαια σχήματα ελπίδας».

Όπως ήδη είπαμε όλη η σειρά της νεανικής παραγωγής έχει θέμα το φευγαλέο της Ζωής, δοσμένο γεμάτο φρέσκο αέρα και εκτυφλωτικό φως που έχουν τα ερημοκλήσια, με την εικόνα της μάνας-Παναγίας στο παράθυρο. Μια τρυφερή ματιά πάνω στο τοπίο και ό,τι η ομορφιά του υπαινίσσεται.

Το ίδιο θέμα συνεχίζεται και στην επόμενη συλλογή, Εμείς και ο Βροχοποιός, όπου η υπερρεαλιστική γραφή του παρέχει τη δυνατότητα να παίζει («Εμείς»), να λέει τα ίδια, αλλά αλλιώς ωραία, σε απόσταση από την τρέχουσα λογική, με τη μάσκα της υπαινικτικής ασάφειας, την αστραφτερή ατάκα και το απρόσμενο: «οι κάτοικοι βγήκαν στον ήλιο να περιποιηθούν τα μεταξωτά τους κουνουπίδια».

Στο «Περί μνήμης ΙΙ», βρίσκουμε συγκεντρωμένα όλα όσα είπαμε:

«Ώρες ώρες συλλογιέμαι πως τίποτα δεν θα ’ταν η ζωή μου δίχως τα καλοκαίρια. Και πάλι τα καλοκαίρια δίχως αγάπες θα ’ταν ένα άδειο βάζο ξεχασμένο στο σκρίνιο του παλιού σπιτιού. Τα συλλογιέμαι τώρα όλα τούτα μια κρύα νύχτα του Μάρτη που οι φίλοι μου έχουν ναυαγήσει και γίνομαι μια διάρκεια που πάει κατευθείαν στο αδιέξοδο της μνήμης… Η μνήμη εγείρεται. Γεγονός αμετάθετο… δεν μ’ αφήνει στιγμή να ησυχάσω… επιστρέφω στο καφενείο του Παντελή στο λιμάνι της Τήνου… Η μνήμη εγείρεται. Γεγονός αμετανόητο… κλέβω τον εαυτό μου μήπως ξεφύγω… Η μνήμη εγείρεται. Ανά πάσα στιγμή. Με παρακολουθεί. Με ανακαλεί. Με δυναστεύει… η μνήμη θαυματουργά εγείρεται».

Ο «Βροχοποιός» τρέχει «στους κάμπους του σουρεαλιστικού ποιήματος», να φέρει βροχή, με την ωραία βιτρίνα, την αστραφτερή εικόνα, την έξυπνη ατάκα, ενώ πίσω από όλα, βρίσκεται πάλι, το ίδιο, το γνωστό: η απάτη.

Με την πάροδο του χρόνου, τα θέματα αποκτούν χρώμα κοινωνικό- πολιτικό. Οι τοίχοι της πόλης, το βήμα των ανώνυμων και διαμαρτυρόμενων πολιτών, παρέχουν ερεθίσματα: «ένας άσπρος τοίχος από ακινησία, ήχους και συνθήματα/ φώναζε ο ένας/ φώναζε ο άλλος/ ο τρίτος δε μιλούσε… και όλοι ξέραμε πως ήτανε τρελός». Ένα άγαλμα ψιθυρίζει: «ils ne passeront pas»· σαν το «No pasaran», που εκείνον τον καιρό ήταν σε όλες τις γροθιές συμπυκνωμένο. Και ποιοι είναι αυτοί που δεν θα περάσουν: ο φασισμός, η αντίδραση, οι άλλοι…

Στα Δεκατρία ηλεκτρικά ποιήματα τα κοινωνικά φαινόμενα εξακολουθούν να κρατούν καλά τη θέση τους στο στίχο και να κάνουν λόγο για το δυσοίωνο μέλλον που γίνεται παρόν κι «έρχονται μαύρες μέρες». «Ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι νεκροί/ στην οδό Πανεπιστημίου», «το ραδιόφωνο του πλένει τη μνήμη/ κι η τηλεόραση του ξεπλένει τη σκέψη / κι η μπάντα του Δήμου Αθηναίων / σε σκοτώνει στην πλατεία Συντάγματος».

Αλλού: «η Μπουμπουλίνα πέθανε χθες γιατί δεν ήθελε να μιλήσει/ και τις φωνές της σκέπαζε /ο ήχος της ασώματης μοτοσυκλέτας». Η Μπουμπουλίνα, όχι η καπετάνισσα από τις Σπέτσες, αλλά η βασανιζόμενη στην οδό Μπουμπουλίνας που τα ουρλιαχτά της κάλυπτε η μοτοσικλέτα. Πιο κάτω «Τα γεγονότα σου σφυρίζουν στην πλάτη». Οι στίχοι αυτοί μοιάζουν με παραλλαγή των στίχων του τραγουδιού των Μίκη Θεοδωράκη-Μάνου Ελευθερίου: «πες μου αν έχει ο βασανιστής σου/ μάτια, στόμα και λαιμό» και «σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα».

«Στο ποίημα «ΓΙΑΤΙ ΘΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΥΣΕ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝ ΖΟΥΣΕ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ» ο μεγαλογράμματος και μακροσκελής τίτλος παραπέμπει στον Νίκο Εγγονόπουλο («ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ …», παραπέμπει κατευθείαν και στην «Πρέβεζα» όπου όλα όσα συμβαίνουν είναι θάνατος. Πέντε φορές η λέξη «θάνατος» στο ποίημα του Καρυωτάκη, είκοσι έξι φορές στο ποίημα του Σιώτη. Και σιγά σιγά αποδεικνύεται γιατί θα ξανά-αυτοκτονούσε ο Καρυωτάκης (Κωνσταντίνος και όχι Κώστας). Και από τους στίχους αναδύονται σαν σημαδούρες ο «Γρηγόρης» (Λαμπράκης), ο «Νικηφόρος» (Μανδηλαράς), ο «Στάθης» (Παναγούλης).

Στο ποίημα «Στιγμές»: «αμίλητο καπνίζεται το τσιγάρο». Στην «Αίγινα παραθερίζουν τα φιστίκια» (και φυλακίζονται οι αριστεροί αντιστασιακοί)· «Εγώ πάντως ξεπλένω τις εφημερίδες πριν τις διαβάσω», «Δεν πιστεύω τα μάτια μου», «Εκπληρώθηκαν οι σκοποί του αγώνα; Οι πόθοι αυτών που μου είπαν να περάσω… είπα τέλος πάντων κι έφυγα;».

Το ποίημα για την Τήνο είναι ένα έπος με 24 μέρη- ραψωδίες: «Η Τήνος είναι η πατρίδα μου: δισύλλαβο/που κολυμπάει μ’ άλλα δισύλλαβα στο Αιγαίο/ ανάμεσα Μύκονο και Άνδρο/ πιο νότια η Πάρος και η Νάξος/ απέναντι η Σύρα και η Δήλος/ δηλα δη μικρές κορφές βουνών / που αγναντεύουν η μία την άλλη / από τη μυθική Αιγηίδα/ εδώ και τετρακόσιες χιλιετίες». Και μετά ο ποιητής μας ξετυλίγει το καθημερινό τοπίο: φραγκοσυκιές, σαύρες, σαμαμίδια, ξωκλήσια, στάβλοι, αχυρώνες, παραλίες, σώματα που λιάζονται, καλοκαίρια… πέτρες. Η Τήνος σαν ένα Άξιον Εστί.

Μετά η ποίηση διασχίζει τον Ατλαντικό: η Αμερική, η χώρα της ευκαιρίας! το Μανχάταν του ονείρου. «Η Αμερική όπου κάθε στιγμή νιώθεις μόνος και χαμένος. Δεν υπάρχεις για τον διπλανό σου», λέει ο Ελύτης και προεκτείνει ο Σιώτης: «το όνειρο διαλύεται στο άγχος του πλήθους», «γέφυρες κάνουν χώρο για να βουτούν οι αυτόχειρες στα παγωμένα νερά του Hudson… πρεζάκηδες δε αναγνωρίζουν την τρύπα όπου πέφτουν»· και συναλλαγές: «κινείται η φλόγα του πυρσού στο Άγαλμα της Ελευθερίας» (και πόσο ωραία εδώ ταιριάζει το άλλο «Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» του Καρυωτάκη, που με το φως του «σκίζει» και «δαγκάνει». Εδώ, λοιπόν, στο Μανχάταν, «Τα πάντα κινούνται ενώ οι ώρες κοιμούνται» (η τεχνοκρατία), «οι καταφρονεμένοι κάνουν πρόβα στη διαλεκτική της υπομονής»· τα νερά στα ποτάμια έχουν χάσει τον προορισμό τους (η παρέμβαση στη φύση)· οι μέρες «γίνονται έρημες νύχτες» (η μοναξιά) και τελικά το όνειρο στη χώρα της ευτυχίας αποδεικνύεται «ανέφικτο».

Συγκλονιστικό το «Σούπερ Μάρκετ της Βοστόνης» με τους διαδρόμους της χαράς, όπου, μετά από μια περιήγηση στα ράφια με τις άπειρες παραλλαγές του ενός προϊόντος, ο ποιητής, μ’ ένα φλας μπακ, πάει πίσω στην Τήνο, όταν μικρό παιδί τον έστελνε η μάνα ν’ αγοράσει «μια δραχμή κεχρί για την καρδερίνα,/ να γεμίσει το μπουκάλι λάδι,/ τον τενεκέ πετρέλαιο», στίχοι που μας πάνε ακόμα πιο πίσω, στα αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, όταν ένα άλλο μικρό παιδί παρακαλεί τον μπακάλη: «Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι», στο τέλος του 19ου αι. με την πλήρη ανέχεια τότε και στο τέλος του εικοστού με την αηδιαστική πληθώρα σήμερα, στους διαδρόμους της χαράς, στη Βοστόνη.

Στη Βοστόνη γραμμένα και τα ποιήματα της συλλογής «Ιωνάς», με την ίδια διάθεση, καημό και νοσταλγία, όπως το ποίημα «κρύβομαι», το ποίημα «τελευταία φορά», «Το παρελθόν» που δεν έχει στην ξένη χώρα, το παρόν και το μέλλον που δεν έχει στη δική του. «Τα μέρη που δεν έχω πάει» από μια τη μεριά, «στη γη μου στο νησί μου με χαμηλοτάβανες εμπειρίες», από την άλλη. Και ο στόχος που είχαμε και τα «όχι» που είπαμε, όλα συμβιβασμένα, μετά τις αναγκαίες στοχαστικές προσαρμογές σε ένα «Ναι».

Και η συγκεντρωτική έκδοση, σαν ποιητική βιογραφία τελειώνει, κλείνοντας μέσα της αισθήματα, πόθους, ελπίδες, όνειρα, απογοητεύσεις, διαψεύσεις, ψέματα, αλήθειες, ξενιτιά, μοναξιά, πράγματα δικά μας λογικά, ρεαλιστικά, υπερρεαλιστικά, συναισθηματικά αλλά πάντα ποιητικά.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Luigi Ghirri.]

Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη