Όταν ένα βράδυ χάθηκε από τον υπολογιστή του, την αναζήτησε με το όνομά της κι έμαθε για την πιθανή αυτοκτονία της και πού θα γινόταν η κηδεία.
Ένιωθε παράξενα, που εκτός από τη νεκρή δεν ήξερε κανέναν, μα στάθηκε στην εκκλησία σ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας και δίπλα στον ανοιχτό τάφο έπειτα, ώσπου να κατεβάσουν το φέρετρο και να πλησιάσει για να ρίξει μέσα το λουλούδι του. Ούτε τη νεκρή γνώριζε, και ταυτόχρονα ίσως αυτή ήταν ο μόνος άνθρωπος που ’χε γνωρίσει ο Κώστας τόσο καλά. Ήξερε το χέρι της –πώς βαστούσε το φλιτζάνι του καφέ, πώς κράταγε ένα βιβλίο, πώς ακουμπούσε στα πόδια της μέσα στο πρωινό βαγόνι του μετρό. Πώς ξεφλούδιζε ένα μήλο ή κρατούσε ένα μοναχικό ποτήρι κόκκινο κρασί. Ήξερε τις ζάρες της φούστας της, την καμπύλη που έκανε το γόνατό της μέσ’ από το καλσόν, τον τρόπο που ’βγαινε το πουλόβερ της μέσ’ από το μανίκι του παλτού της, και τι κουμπί είχε αυτό το μανίκι. Και ήξερε όλες τις λεπτομέρειες του προσώπου της εκτός από το πρόσωπό της το ίδιο. Τον τρόπο που η άκρη των χειλιών της έσβηνε σ’ ένα μάγουλο όπου μια τούφα καστανά μαλλιά αναπαυόταν. Το φράχτη των ματόκλαδών της με το βλέφαρο θολό από πίσω, το φρύδι μια μολυβένια γραμμή, λίγο κούτελο μ’ αχνές χαρακιές.
Πήγαιναν τρεις μήνες που του έκανε «αίτημα φιλίας» –μια άγνωστή του που ο Κώστας δεν ήξερε από πού τον βρήκε. Ήταν συνηθισμένος να βλέπει την παρέλαση από προσωπικές στιγμές «φίλων», σαν μπουγάδες ξένων απλωμένες ανάκατες στο ίδιο μπουγαδόσχοινο· μα τον ξάφνιασαν οι απανωτές φωτογραφίες που ανέβαζε, δεκάδες κάθε μέρα, απαθανατίζοντας ό,τι έκανε σχεδόν κάθε στιγμή, με ένα λιτό σχόλιο: «Καφές στο δείνα μαγαζί», «Στο δρόμο για τη δουλειά», «Μετά το μπάνιο», «Μεσημεριανό στο τάδε εστιατόριο»· εκατοντάδες δημόσιες προσωπικές στιγμές όπου εικονιζόταν πάντοτε μια λεπτομέρεια, ποτέ μια γενική εικόνα της ίδιας ή έστω του μέρους όπου βρισκόταν. Παρουσίαζε σ’ αυτόν, και σε μερικές χιλιάδες ακόμα, ό,τι δεν θα πρόσεχε καν ένας που θα τη συντρόφευε σ’ ό,τι έκανε. Φαίνονταν ως και οι πόροι κι οι τριχίτσες στο χέρι της. Φαίνονταν τα ψίχουλα από κρουασάν πλάι στο πιατάκι του καφέ της. Στην τούφα στο μάγουλό της, ξεχώριζε η καθεμία τρίχα. Ήταν όλες οι φωτογραφίες τόσο κοντινές, που η ίδια δεν υπήρχε πουθενά σ’ αυτές.
Και ωστόσο όλες μαζί, σαν παράγραφοι και σελίδες, συνέθεταν το βιβλίο του προσώπου της.
Μπορεί η όψη της να είχε κάτι τρομερό, κάποια παραμόρφωση, και να επέλεγε να προβάλει την ομορφιά που περιέβαλλε τούτη την ασχήμια, που την περιείχε. Ούτε υπήρχε άλλος ποτέ στις φωτογραφίες – αυτή μονάχα, μια λεπτομέρειά της διαφορετική κάθε φορά. Έτσι, ξαφνιάστηκε όταν είδε τόσο κόσμο στην κηδεία της, και πλησίασε στο ανοιχτό φέρετρο μ’ απροθυμία και περιέργεια, που αντιμάχονταν ισόποσες μέσα του. Στάθηκε πάνω από το τόσο γνωστό μα άγνωστο πρόσωπό της, έχοντας δει ως τότε κάθε του λεπτομέρεια μα ποτέ το ίδιο. Δεν ήταν ούτε τόσο άσχημο όσο φανταζόταν ούτε όμορφο όσο οι λεπτομέρειές του.
Ήταν απλώς ένα άψυχο πρόσωπο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Vincent Desiderio.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.