Δεν έχω γράψει ως τώρα κριτικό κείμενο για θεατρικό έργο, μα αποφάσισα να το επιχειρήσω με το θεατρικό μονόπρακτο Γρύπες του συγγραφέα Πέτρου Φούρναρη που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Βακχικόν», γιατί με συγκίνησε η επιλογή του να εκφραστεί μ’ ένα θεατρικό κείμενο, ενώ τον γνωρίζαμε σαν διηγηματογράφο.
Με λόγο που συμπυκνώνεται στους διαλόγους μεταξύ των ηρώων, μα απλώνεται και στις σιωπές τους, ο Πέτρος Φούρναρης αγγίζει με ευαισθησία το θέμα του εγκλεισμού, τις αναπόφευκτες σχέσεις εξουσίας που αναπτύσσονται στα ιδρύματα, μεταφέροντας στον αναγνώστη τη γνώση και την οικειότητα του χώρου, καθώς ο ίδιος εργάζεται στο ψυχιατρείο της Λέρου εδώ και είκοσι χρόνια, ως γεωπόνος ενώ παράλληλα ασχολείται με την λογοτεχνία.
Η ένταση του κειμένου, δεν αναιρείται ούτε μια στιγμή από την επιλογή του λιτού σκηνικού και της χαμηλόφωνης αφήγησης.
Το μονόπρακτο αυτό διαθέτει παλμό και ζωντάνια καθώς ο συγγραφέας επιχειρεί και πετυχαίνει να συνδυάσει άριστα την εμπειρία με το λογοτεχνικό του αισθητήριο. Έτσι, αβίαστα χτίζονται οι ήρωες και οι εμμονές τους, καθορίζονται οι σχέσεις τους, ενώ οι γρύπες τα μυθικά πουλιά, ενσαρκώνουν τις ερινύες τους.
Η επιλογή του συγγραφέα να μην προσδιορίζει ακριβώς τον χρόνο που διαδραματίζονται όλα αυτά, εντείνει την πεποίθηση του αναγνώστη-θεατή πως είναι ένα έργο επίκαιρο και διαχρονικό. Και θα είναι πάντα επίκαιρο, όσο θα υπάρχουν έγκλειστοι.
Το σκηνικό είναι το ξυλουργείο, ενός ψυχιατρείου. Η περιγραφή του χώρου αυτού με εντυπωσίασε για τη δυναμική και τη διαύγειά της. Από το σκηνικό κιόλας ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη στη συνθήκη των ηρώων που δεν είναι άλλη από τη διαβρωτική μοναξιά.
«Στο βάθος σωρευμένα ξύλα. Πίσω απ΄ τα ξύλα μια πλάνη που δε φαίνεται ολόκληρη. Μπροστά απ΄ τα ξύλα μια ξυλόσομπα και γύρω της τρεις καρέκλες. Στη μια κοιμάται ο γέρος. Φοράει φόρμα εργασίας. Δεξιά από τη σόμπα ένα ξύλινο τραπεζάκι, ένα μπουκάλι κρασί, ποτήρια, καφές, μπρίκι κλπ. Πιο δεξιά ο χοντρός κοιμάται με τη φόρμα εργασίας μέσα σε ένα φτωχικό ξύλινο φέρετρο. Το καπάκι του φέρετρου είναι όρθιο κι ακουμπά στο φέρετρο. Γύρω στο χώρο του ξυλουργείου αποκόμματα ξύλου, ροκανίδια. Αριστερά, μπροστά στην πλατεία μια διπλή πόρτα με τζαμιλίκια. Δίπλα της, κρεμασμένη στον τοίχο από ένα καρφί, μια τσάντα με εργαλεία. Αριστερά στον τοίχο ένα παράθυρο απ΄ όπου φαίνεται, όταν ξημερώνει, ένα παροπλισμένο φορτηγό καράβι. Είναι χειμώνας, περίπου μισή ώρα πριν από το ξημέρωμα. Μια αναμμένη λάμπα κρέμεται από τις λαμαρίνες του ξυλουργείου.
(Ακούγονται κρωξίματα πουλιών και δυνατός αέρας.)»
Οι εργαζόμενοι του ξυλουργείου αντιπροσωπεύουν την αποστασιοποιημένη κοινωνία που είναι κλεισμένη στο δικό της καβούκι έχοντας εξασφαλίσει την ταμπέλα της ψυχικής υγείας.
Σύντομα όμως ο αναγνώστης διαπιστώνει πως η νύχτα δεν κάνει διακρίσεις όπως η κοινωνία. Στη σκούρα σιωπή της, που τη διαπερνούν μόνο τα κρωξίματα των πουλιών, ο Γιώργος και ο γέρος ελάχιστα διαφέρουν από τους τρόφιμους, αφού κι εκείνοι κοιμούνται στον χώρο εργασίας τους, δηλαδή στις εγκαταστάσεις του ψυχιατρείου. Ανέστιοι απόκληροι; Ή απλά εξοστρακισμένοι από το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον; Θα διαφανεί αργότερα πως εκούσια κοιμούνται στο ξυλουργείο γιατί κανείς δεν τους περιμένει στο σπίτι.
Μα το πιο δυνατό στοιχείο του σκηνικού είναι τα κρωξίματα των πουλιών. Αυτά προιοκονομούν στον αναγνώστη-θεατή, όπως άλλωστε κι ο τίτλος, για την συμβολή τους σε όσα θα διαδραματιστούν.
Οι διάλογοι άλλοτε διαθέτουν τη σφοδρότητα της έξαψης κι άλλοτε την μελαγχολία της αποδοχής του κυρίαρχου στοιχείου της ζωής τους που είναι η μοναξιά και η ματαίωση. Αυτοί οι ήρωες που δεν είναι έγκλειστοι αλλά ζουν στον περιφραγμένο χώρο της υπαρξιακής τους πληγής, παραδέρνουν ανάμεσα στο παρελθόν και στο μέλλον γιατί το παρόν είναι η μεταξύ τους σχέση. Ο Γιώργος και ο γέρος ξεκάθαρα δείγματα της ταξικής κοινωνίας που εκπέφτει και επανασυντίθεται από τις στάχτες της, αφού πάντα βρίσκει κάποιον να ασκήσει εξουσία.
Η γραφή του Πέτρου Φούρναρη χαρακτηρίζεται από γνησιότητα κι αξιοσημείωτη λιτότητα που χαρίζει στο κείμενο ροή και συνεκτικότητα, αναδεικνύει το βαρύ συναισθηματικό φορτίο, περιγράφει τις αγωνίες και την ψυχική σύγχυση των ηρώων, την καταλυτική δράση του ιδρυματισμού στην ψυχοσύνθεση και το θυμικό τους, χωρίς να διολισθαίνει ούτε μια στιγμή στον μελοδραματισμό.
Και καθώς οι ήρωες παζαρεύουν κατά κάποιο τρόπο την καθημερινότητά τους, η σπαραχτική κραυγή «Πατέρα», το αρχέγονο κάλεσμα προς τον γονιό, ακούγεται από το βάθος της σκηνής σα να είναι ο άλλος εαυτός του Γιώργου, το είδωλό του που αναζητά την αποδοχή του πατέρα.
Με τολμηρή εικονοποιϊα που έχει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού ο συγγραφέας περιγράφει την διαταραχή του ήρωα που είναι η εξάρτησή του από τον τζόγο.
ΓΙΩΡΓΟΣ. Αστειεύεσαι γιατί δεν ξέρεις. Χριστέ μου! Ακόμα βλέπω στον ύπνο μου τον ίδιο εφιάλτη. Ο κερατάς! Κάθεται πάντα απέναντι μου στο τραπέζι της τσόχας και κατεβάζει ένα-ένα τα χαρτιά του. Έχω τέσσερις ρηγάδες και περιμένω να δω το πέμπτο φύλλο του κι αντί να κατεβάσει τον τέταρτο άσσο παρουσιάζει πάνω στο τραπέζι ένα λευκό χαρτί χωρίς φιγούρα. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να καταλάβω τι χαρτί είναι κι όταν αρχίζει να σχηματίζεται ο άσσος στις γωνίες του παίζω με αυτό το φύλλο, προσπαθώ να το αλλάξω με τη φαντασία μου. Τότε αρχίζει να τσαλακώνεται μπροστά στα μάτια μου κι από επίπεδο παίρνει όγκο. Σχηματίζεται ένα μικρό σπιτάκι που μεγαλώνει σιγά-σιγά, γεμίζει το τραπέζι κι όλο μεγαλώνει. Και γίνεται μπρος στα μάτια μου το πατρικό μου σπίτι με τα φαρδιά παράθυρα που κοιτάνε τη θάλασσα και τη βαριά πόρτα με τα στολίδια και το φεγγίτη της. Ύστερα η κεραμοσκεπή του κι εκείνα τα πουλιά στις άκρες της. Γρύπες τα ΄λεγε ο πατέρας μου. Κάτι παράξενα πουλιά με αλλόκοτα ράμφη που τα ΄χε βάλλει για γούρι και περηφανευόταν για αυτά. Τα πουλιά αυτά ανοίγουν τότε τα ράμφη τους και κρώζουν με κάτι φωνές που μ΄ αναστατώνουν. Απελπισία, γέρο, να ακούς αυτές τις φωνές που πάνε να με ξεκουφάνουν. Γιατί δεν είναι τόσο η αλλόκοτη μορφή τους αλλά η τσιριχτή φωνή τους που με κάνει να ξυπνώ μέσα στη νύχτα. Και τότε σκέφτομαι πως υπάρχουν καλοί άνθρωποι. Σκέφτομαι εσένα, γέρο, και ξέρω πως δε θα μου το πάρει η τράπεζα το πατρικό μου.
ΓΕΡΟΣ. Κι ύστερα απ΄ όλα αυτά το βραδάκι πας και στρώνεσαι στη λέσχη κι απέναντι σου έχεις πάλι τον ίδιο άνθρωπο. Τον βλέπεις στην πραγματικότητα δηλαδή, όχι στον ύπνο σου!
ΓΙΩΡΓΟΣ. (Σηκώνεται)
Πραγματικότητα; Δεν ξέρω, αλήθεια. Έχω μπερδευτεί τόσο που νομίζω πως ό,τι ζω είναι ένας εφιάλτης του ύπνου μου. Καμιά φορά έχω τόση ανάγκη να πειστώ ότι κοιμάμαι που ονειρεύομαι στον ξύπνιο μου πως είμαι ακόμη κοιμισμένος.
Και παρακάτω: Τι παράξενο! Άκουσες; Τα πουλιά! Οι γρύπες! Ο δικός μου εφιάλτης είναι το δικό του όνειρο!
Η αναφορά ονείρου-πραγματικότητας και η αντιστροφή της, λειτουργεί ως εύρημα για να τονιστεί η τραγικότητα της ζωής των ηρώων, που υποτίθεται πως είναι ελεύθεροι, μα κυρίως για να υπογραμμιστεί και να στερεωθεί η αντίθεση του χαρακτήρα του νεαρού γεωπόνου που είναι ο μόνος ψυχικά υγιής, άφθαρτος και αδιάφθορος όπως ένα εφηβικό όνειρο.
Απ’ έξω συνεχίζεται η σπαραχτική κραυγή ενός ορφανού παιδιού που ζητάει τον «Πατέρα» του και είναι σα να ακούγεται ο συλλογικός θρήνος όλων των παιδιών που μείνανε μόνα τους, σ’ έναν άσπλαχνο κόσμο.
Το έργο κλείνει με την ένταση της τραγωδίας. Η μοναξιά, άγρια αδυσώπητη και καταλυτική, οδηγεί τον Βασίλη (τον μοναδικό έγκλειστο που εμφανίζεται στο έργο) στην βαρβαρότητα.
Οι γρύπες είναι ένα μονόπρακτο που θα μπορούσε να σταθεί σαν εκτενές διήγημα ή μικρή νουβέλα, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία ο χαρακτηρισμός, αφού το περιεχόμενό του είναι τόσο ουσιαστικό.
Ένα κείμενο που μιλά για τη συλλογική μοναξιά που τρέφεται στις οικογένειες, ριζώνει στα ζευγάρια, τρυπώνει στις φιλίες και υποδαυλίζει κάθε συναίσθημα πηγαίου ενθουσιασμού και χαράς στις σύγχρονες δήθεν πολιτισμένες κοινωνίες, χαρακτηρίζει τις κοινωνικές δομές και κατά μια έννοια κληρονομείται από γενιά σε γενιά.
Εκείνοι που δεν την αντέχουν αρρωσταίνουν και φορούν το ρούχο της διαταραχής. Πού αρχίζει η διαταραχή; Πού τελειώνει η ψυχική υγεία; Πως λειτουργεί η ιδρυματοποίηση στους εργαζόμενους και ποιος ορίζει το «φυσιολογικό»; Ερωτήματα που φυσικά δεν περιμένουμε να απαντηθούν σε ένα μονόπρακτο, μα το σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας τα θέτει με ευαισθησία, αγάπη, διεισδυτικότητα και τα παρουσιάζει με γοητευτικό για τον αναγνώστη ύφος.
Ακόμη κι αν δεν διαβάζει κάποιος θέατρο, αυτό το αξιανάγνωστο μονόπρακτο μπορεί να τον παρακινήσει.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ο “Ρινόκερος” είναι του Νίκου Κεσσανλή.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.