Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή την ανθολόγηση αποσπασμάτων από το έργο του Γιώργου Χειμωνά. Ο τίτλος Αγάπη σαν ακολασία δόθηκε από τον ποιητή και ανθολόγο του έργου Αργύρη Παλούκα, ο οποίος τον επεξηγεί λεπτομερώς στην εισαγωγή του βιβλίου. Ο ποιητής Παλούκας γνώρισε τον Χειμωνά μέσα από έναν άλλο ποιητή τον Γιάννη Κοντό που του δώρισε το Μυθιστόρημα. Ο ποιητής Παλούκας στράγγισε την αγάπη του για τον ποιητή Χειμωνά, με την έννοια του ρήματος ποιώ δηλαδή δημιουργώ, σ’ ένα δοχείο αγάπης, το βιβλίο πάνω στο οποίο τυπώθηκαν οι λυρικές ενότητες-θραύσματα του έργου του Χειμωνά.
Κάθε απόσπασμα μια αφήγηση εικόνας, μια εικόνα-συναίσθημα που εισχωρεί μέσα στον βαθύτερο εαυτό μας. Αυτόν τον εαυτό που ο ήρωας του Χειμωνά, Πεισίστρατος «είπε αλλαλάζοντας την φωνή του: Ε δ ι ζ η σ ά μ η ν ε μ ε ω υ τ ό ν» δηλαδή το ηρακλείτειο «Αναζήτησα τον εαυτό μου». Σε όλο το βιβλίο παρακολουθούμε αυτή την εναγώνια αναζήτηση όχι όμως ως αναγνώστες μιας αναζήτησης έξω από εμάς αλλά σαν εμείς και ο λόγος του Χειμωνά να είμαστε ένα. Ο Χειμωνάς μιλάει με όλα τα στόματα των ανθρώπων, όπως οι προφήτες.
Ο λόγος του Χειμωνά είναι ένας λόγος προφητικός. Αναγγέλλει την καταστροφή του κόσμου αλλά συμβάλλει ταυτόχρονα στην αναδημιουργία του. Ο λόγος του δίνει πνοή γιατί δεν καταγράφεται ως γλώσσα νεκρή πάνω στο χαρτί αλλά ως λόγος που ρέει από τα χείλη τη στιγμή της δημιουργίας. Ο Χειμωνάς με την ιδιότητα του νευροψυχιάτρου είχε πει ότι στον εγκέφαλο δεν υπάρχει κέντρο γραφής. Η γλώσσα του είναι δηλαδή η γλώσσα ένα βήμα πριν να γραφτεί στο χαρτί και να παγιωθεί το νόημά της. Ένα νόημα ρευστό όπως και η ίδια η ύπαρξη, ένα μεταίχμιο ζωής και θανάτου.
Ο ίδιος έγραψε στο Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ «Προσπαθώ να πιάσω το νόημα την στιγμή που κλίνει, σ’ αυτή την κίνησή του, που γέρνει για να στερεωθεί σ’ ένα κείμενο».
Ο Χειμωνάς σώζει το νόημα κάθε φορά που αυτό γίνεται λέξεις και οι λέξεις αποκτούν «μαγικές» ιδιότητες, ιδιότητες ενοίκων του νέου κόσμου. Όπως γράφει ο Αργύρης Παλούκας η λέξη αγάπη «αποσυνδέεται από τη συναισθηματική φόρτιση για να περιγράψει τη φανατική αφοσίωση ή την απλή καθημερινή εγγύτητα […] Η αγάπη είναι ένοικος του κόσμου που οραματίζεται ο συγγραφέας (ο άνθρωπος)· του νέου κόσμου που θα αντικαταστήσει αυτόν που έχει πεθάνει.»
Τόσο στον Γιατρό Ινεότη όσο και στους Χτίστες ο Χειμωνάς «προφητεύει», όπως κάνει πάντοτε η ποίηση που αγγίζει το Είναι μας, την καταστροφή του κόσμου και τη δημιουργία νέων ανθρώπων.
Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παληοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός πρέπει να εξαφανιστούν», Γιατρός Ινεότης.
Αρχίζει μια Αναγέννηση. Μια απροσδόκητη Αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών […] Προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Χτίστες
Ο Παλούκας σημειώνει πως «με αυτή τη λογοτεχνία μας παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθούμε πόσο φυλακισμένοι είμαστε μέσα στην ίδια μας τη γλώσσα».
Ο Χειμωνάς στα κείμενά του κάνει πράξη τις μεταδομιστικές θεωρίες της λογοτεχνίας. Εκθέτει δηλαδή αυτό που μπορεί να θεωρηθεί «κειμενικό ασυνείδητο» όπου τα νοήματα έρχονται σε αντίθεση με το επιφανειακό νόημα. Οι λέξεις ανασύρουν «νεκρά» νοήματά τους και τα φέρνουν στο προσκήνιο. Το νόημα των αποσπασμάτων αναλύεται εντατικά μέσα από «πολλαπλότητες νοήματος» καθώς η γλώσσα εκρήγνυται. Η ανάγνωση δεν μπορεί να είναι «ομόφωνη» και μέσα στο κείμενο συμβαίνουν ρήξεις και κατολισθήσεις αλλά και αναδύσεις νέων νησίδων νοήματος.
Θραύσματα βίου συνθέτουν τη ζωή η οποία προεκτείνεται μέσα στο όνειρο. Το όνειρο και η ζωή αλληλοεισδύουν. Εκεί η αγάπη γίνεται πράξη, ο κόσμος συντίθεται ξανά και ξανά. Το όνειρο και η γλώσσα έχουν την ίδια πηγή. Σύμφωνα με τον Λακάν το ασυνείδητο, πηγή του ονείρου και της γλώσσας, είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας κι εφόσον το ασυνείδητο είναι γλωσσικό η αντίληψη του εαυτού ως ξεχωριστού και μοναδικού είναι αδύνατη. Ο εαυτός είναι απλώς ένα αποτέλεσμα της γλώσσας.
Ο Χειμωνάς δια στόματος Πεισίστρατου δηλώνει «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν» (: ζήτησα να μάθω για τον εαυτό μου, μπήκα μέσα μου ψάχνοντας την αλήθεια για τον εαυτό μου) Ο ήρωας Πεισίστρατος ίσως είναι ο ίδιος ο Χειμωνάς, αυτός ο τύραννος του συγγραφέα αλλά και προστάτης του όπως και ο τύραννος της αρχαίας Αθήνας Πεισίστρατος που ήταν προστάτης των γραμμάτων –στα χρόνια του καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα ομηρικά έπη.
Ο λόγος, ή η γλώσσα του Χειμωνά είναι η ακολασία του και είναι αγάπη. Είναι το δώρο του στους ανθρώπους, το σώμα του και το αίμα του που ζητεί να κοινωνήσει με τον Άλλο.
Στον Εχθρό του ποιητή έγραψε «Αγαπώ σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο»
Σε συνέντευξή του στην εκπομπή Μονόγραμμα είχε πει:
«Εάν το αίτημα των φιλοσοφικών αναζητήσεων του ανθρώπου είναι να εννοήσει ο άνθρωπος τον κόσμο, η τέχνη αντιστρέφει αυτό το αίτημα. Το τρομακτικό αίτημα που θέτει η τέχνη είναι να εννοηθεί ο άνθρωπος από τον κόσμο».
Έργα του ο Πεισίστρατος του 1960, ο Εχθρός του ποιητή του 1990, και ενδιάμεσοι σταθμοί: Η εκδρομή 1964, Μυθιστόρημα 1966, Ο Γιατρός Ινεότης 1971, Ο γάμος 1974, Ο αδελφός 1975, Οι χτίστες 1979, Τα ταξίδια μου 1984.
Αν περιηγηθούμε με αφετηρία την πρόσφατη εκδοτική αφορμή στα κείμενα του Χειμωνά, θα διαπιστώσουμε πως τα συνέχει η παροξυμένη φαντασία, η θραυσματική σύνταξη, οι λέξεις σπαράγματα, η ονειρική αναπόληση και η φαντασμαγορική εικόνα σπασμένη σε φράσεις, αλλά και η παραληρηματική γλώσσα ή καλύτερα η μίμηση της αφασικής έκφρασης του λόγου η οποία σημάδευσε και τη λογοτεχνική του έκφραση.
Για τον Χειμωνά «Η τέχνη είναι ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να νοηθεί ως τετελεσμένη αν δεν δευτερολογηθεί από ένα τέτοιο σχόλιο τέχνης. Θεωρώ αυτό το σχόλιο της τέχνης πολύ πιο πραγματικό από την ίδια την πραγματικότητα γιατί ακριβώς αποκαλύπτει όλες εκείνες τις κρυφές όσο και ουσιαστικές διεργασίες που αναπαράγουν συνεχώς τη συγκινησιακή πραγματικότητα του ανθρώπου αυτή για την οποία μιλάει κυρίως η τέχνη».
Δεν μπορείς να μιλήσεις για το έργο του Χειμωνά παρά να αρχίσεις μία σχέση ζωής μαζί του. Τελειώνοντας αυτό το εκτεταμένο σχόλιο πάνω στο έργο παραθέτω θραύσματα φράσεων ή αποσπασμάτων από την ανθολόγηση του Αργύρη Παλούκα που δείχνουν πως η αγάπη είναι ένας ολόκληρος κόσμος και ενοικεί στην κάθε λέξη και φράση που ρέει μέσα στον λόγο πριν γίνει ένα νόημα που πάντοτε διαφεύγει.
«Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη», Πεισίστρατος.
«Δεν μπορούσα να κάνω βήμα ήμουν σαν φυτό που πάλευε να ξεκολλήσει τις ρίζες του από το χώμα», Πεισίστρατος.
«ο Πεισίστρατος […] με φωνάζει μελαγχολική σουλφαμίδα […] και μου είπε μια φορά στα σοβαρά έχω πολλές γκόμενες μα καλλίτερη γκόμενα έχω την πραγματικότητα», Πεισίστρατος.
«Όμως τελείωσα τον δρόμο και δεν βρήκα τη λέξη κι ούτε κανείς με ρώτησε», Πεισίστρατος.
«Ξανάπε τα ίδια λόγια στον ίδιο μακρόσυρτο τόνο κι άρχισε να κουνάει το κορμί του σα να χόρευε», Πεισίστρατος.
«Ο χειρούργος αυτός είχε ένα πρόσωπο βουρκωμένο κι έτσι μοιάζουν τα πρόσωπα που έχουν πολλή ψυχή βουρκωμένα…», Εκδρομή.
«Όμως εκείνος δεν μιλούσε κι ένας λεπτός σπασμός πηδάει στο ένα του βλέφαρο φτερό πεταλούδας», Εκδρομή.
«η εντύπωση λες και γι’ αυτόν κατεξαίρεση ο χρόνος προηγείται ή μια αντίληψη που έφτανε την μαντική και μια αστραπιαία αφομοίωση που η ταχύτητά της έπνιγε την εντύπωση και το αίσθημα», Εκδρομή.
«Είπε σιγά χωρίς ν’ ανακόψει το βήμα με συγκίνηση μακρινή και κατάλοιπο μιας παλιάς συγκίνησης σωστής…», Εκδρομή.
«Ο θάνατος προέρχεται από τον θάνατο των άλλων…», Μυθιστόρημα.
«Για να τελειώσεις τον φόβο ήρθες στον φόβο. Για να τελειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο», Μυθιστόρημα.
«Τα πρόσωπα των ανθρώπων», Ο Γιατρός Ινεότης Ecce homo Νίτσε.
«δεν είχα παρά το πρόσωπό μου και χάρη σ’ αυτό έζησα τόσο καιρό με το να κάνω εντύπωση στους ανθρώπους […] χάνω το πρόσωπό μου και χάνω τους ανθρώπους», Ο Γιατρός Ινεότης.
«Η παιδική ηλικία ήταν αυτό το βουλιαγμένο σπίτι», Ο Γιατρός Ινεότης.
«εδώ συνέβησαν δύο ανθρώπινα συναισθήματα. Εδώ είναι ακόμα σπαρταράν ακόμα στον αέρα ζωντανά […] τις λύπες […] τις μυρίζω στον αέρα γιατί η λύπη είναι χαρακτηριστική […] και περισσότερο απ’ αυτήν καταλαβαίνεις πως υπάρχουν παρά από τους ίδιους τους ανθρώπους…», Ο Γιατρός Ινεότης.
«Τον απόφευγαν από την πολυτελή όψη του κι από το στολισμένο του πρόσωπο. Το πρόσωπό του το στόλιζαν ακριβές εκφράσεις», Χτίστες.
«για τα μικρά φυσήματα του αέρα έπαινο για τη θάλασσα ποιος θα πει;», Χτίστες.
Πρασινωπό και φαιό το χρώμα που έχει η αυγή του θανάτου κι αρχίζει μόλις να χαράζει ο θάνατος πίσω από ένα σκοτεινό βουνό», Τα ταξίδια μου.
«Το πυρ και ο αήρ. Η γέννηση της σχιζοφρένειας είναι η ίδια με την γέννηση της φιλοσοφίας. Είναι φιλοσοφική. Σχιζοφρένεια είναι του όντος […]Τους σχιζοφρενείς που ανακαλύπτουν τις αρχές του κόσμου. Σαν τον Θαλή και σαν τον Αναξιμένη.», Τα ταξίδια μου.
«Την ραγισμένη αξιοπρέπεια των υβρισμένων αισθημάτων», Τα ταξίδια μου.
«Κι εγώ που είμαι ποιητής ήξερα πόσο οι ποιητές κινδυνεύουν από τους αγαπημένους», Ο Εχθρός του ποιητή.
«Θέλω να με λυπούνται με μιαν αναίσθητη. Παγωμένη λύπη που ισοδυναμεί με γνώση. Είναι δίκαιη γνώση […], Ο Εχθρός του ποιητή.
«Υπάρχει μια αυτόνομη λειτουργία τρόμου μέσα στον νου μας και από αυτήν παίρνει η ψυχή και πλάθει τους φτωχικούς εφιάλτες της», Ο Εχθρός του ποιητή.
«Το γελοίο είναι η φοβερώτερη ιδιότητα του τρομαχτικού», Ο Εχθρός του ποιητή.
«Γυρνάω να βρω τους εφιάλτες σου. Τους ξετρυπώνω τους σέρνω έξω από τις ακάθαρτες φωλιές τους. Τους παίρνω στον δικό μου ύπνο κι εκεί τους σκοτώνω», Ο Εχθρός του ποιητή.
«Να λυπάσαι τους φόβους σου. Ποτέ μην τους ξεσκεπάζεις […] Άκουέ τους πως κλαιν όλη νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται από το κλάμα τους», Ο Εχθρός του ποιητή.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.