Έχοντας πριν καιρό εκείνη τη χαρακτηριστική δημιουργική αγωνία να προλάβει ν’ αποτυπώσει τις εξελίξεις μέσα του πριν πετάξουν μακριά για πάντα, με την ευχή να μην τον διακόψει κάτι άσχετο με αυτές και χάσει τον ειρμό και τη σύλληψη, έγραψε στο κείμενό του τη φράση «ως και η κουτσή Μαρία είναι διαδικτυωμένη σήμερα» θέλοντας καλοπροαίρετα να δώσει την έκταση της διείσδυσης της τεχνολογίας στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και το πόσο αυτή επηρεάζει την καθημερινότητά του.
Δεν είχε συναίσθηση όμως του πόσο επηρεάζουν την καθημερινότητα ‒και τη δική του φυσικά‒ κάποιες εκφράσεις όπως αυτή, η φαινομενικά αθώα, οι οποίες έχουν παρεισφρήσει στο συλλογικό ασυνείδητο και έχουν καταγραφεί εκεί δίπλα σε γνωμικά ή ρήσεις, αντλώντας δύναμη από αυτά, παγιώνοντας με δόλο μια θέση που δεν δικαιούνται αλλά και μια αξία που κάθε άλλο παρά έχουν.
Οδηγώντας την επομένη, κάτι ξεπήδησε από μέσα του και φώναξε:
«Καλά, τι έκανες; Τι έγραψες; Δεν κατάλαβες πόσο ρατσιστική είναι αυτή σου η φράση; Πόσο υποτιμάς μια ανθρώπινη ύπαρξη; Πόσο απαξιώνεις την ανθρώπινη ζωή; Πώς εσύ έγινες κριτής; Πώς συμμετείχες ως ένορκος σε ένα άτυπο δικαστήριο ακολουθώντας επιπόλαια την άποψη των υπολοίπων; Τι μάσκα άθελά σου φόρεσες; Πόσο συναίσθηση έχεις των όσων γράφεις; Πόσο καθρέφτης σου είναι η γραφή σου;
Ποιος σου είπε πως αυτή η κοπέλα, δεν έχει δικαίωμα στη ζωή, το ίδιο όπως και κάθε άλλος, ανεξαίρετα; Γιατί να έχει λιγότερη αξία από όσους έχουν και τα δύο τους πόδια; Ποιος βάζει στην άκρη όσους έχουν ένα σωματικό θέμα ή μια υστέρηση σε κάτι; Αν ήσουν εσύ στη θέση της; Αν ήταν στη θέση της κάποιος πολύ αγαπημένος σου; Κάποιος που θα έδινες και τη ζωή σου γι’ αυτόν; Γιατί να μην είναι διαδικτυωμένη και η κουτσή Μαρία;
Μήπως τελικά εκείνη έχει μεγαλύτερη ανάγκη να επικοινωνεί έτσι, σε σχέση με έναν αρτιμελή άνθρωπο; Μήπως αφού έχει δυσκολία στη μετακίνηση, χρειάζεται περισσότερο την ενημέρωση και την πληροφορία; Ίσως η ψυχούλα της να ταξιδεύει μέσα από την οθόνη σε προορισμούς που δεν μπορεί αλλιώς να δει. Ποιος είσαι εσύ που θα την υποτιμήσεις;
Γιατί να την εμποδίζει μια σωματική δυσκολία να λειτουργήσει κατά τα άλλα κανονικότατα; Γιατί να μην έχει όλα τα δικαιώματα που έχουν και όλοι οι άλλοι; Τι είναι αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι ανώτερος από εκείνη; Εγωισμός; Περηφάνια; Ανασφάλεια; Κόμπλεξ; Άλυτα δικά σου; Κολακεία; Ανάγκη για συγκριτική υπεροχή;
Γιατί αυτή η βιασύνη, η αδιαφορία, η αυτόματη χρήση της γλώσσας μέσω της πεπατημένης; Προς τι η αποδοχή έτοιμων φράσεων χωρίς προηγούμενη επεξεργασία; Για γραπτό λόγο πρόκειται.
«Γλῶττα μὴ προτρεχέτω τοῦ νοῦ» είπε ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος. Αγαπημένη σου ρήση. Μα λίγο η δύναμη της συνήθειας, λίγο τα διαβρωτικά ακούσματα σε ανύποπτο χρόνο, μπορεί να κάνουν τη ζημιά. Είδες που ακόμα και εσύ που είσαι ερωτευμένος με τη γλώσσα, μπορεί να την «πατήσεις» στα «καλά καθούμενα»;
Κάτι ακόμα. Ποιος σου είπε πως και εσύ δεν κουβαλάς μια αναπηρία εντός σου; Πώς είσαι σίγουρος ότι είσαι και εσωτερικά αρτιμελής; Επειδή δεν φαίνεται κάτι; Επειδή εσύ δεν μπορείς να δεις;
Ακόμα και όλα να είναι εντάξει, ποιος σου διασφαλίζει ότι αύριο δεν θα είσαι στη θέση της; Οι κίνδυνοι εκεί έξω παραμονεύουν διαρκώς».
Ναι, η φωνή ήταν η φωνή της αλήθειας του, η πραγματική του φωνή, η οποία είχε πνιγεί στη βουή των φράσεων της καθημερινότητας, στα κάθε λογής χρηστικά ή επιπόλαια εκφερόμενα ακούσματα, είτε άμεσα είτε από τα μέσα επικοινωνίας, τα οποία κατακλύζουν τον λόγο μολύνοντάς τον.
Σε μια προσπάθεια να τονωθεί το αιωνίως πληγωμένο και υποτιμημένο «εγώ», να αντληθεί ικανοποίηση από την ψευδαίσθηση ότι το άτομο έχει παραπανίσια αξία από κάποιους άλλους, σε μια αντανακλαστική κίνηση να κρατηθούν οι μάσκες στη θέση τους, χρησιμοποιούνται εκφράσεις εντελώς ρατσιστικές, βάναυσες, υποτιμητικές και πάνω από όλα βλαβερές για τον ίδιο τον άνθρωπο αλλά και για αυτό που καλείται «πολιτισμός», όπως η παραπάνω ή άλλες, όπως λ.χ. «οι άντρες δεν κλαίνε», «αυτός είναι γύφτος», «όλες οι γυναίκες είναι ίδιες», «είναι εβραίος» και τόσες άλλες.
Η χρήση της γλώσσας, τουλάχιστον σε όσους αρθρώνουν δημόσιο λόγο, αν απαλλαγεί από όλα αυτά τα βαρίδια των πεποιθήσεων του παρελθόντος τα οποία είναι καλά αγκιστρωμένα πάνω της, μπορεί να ωφελήσει τριπλά. Να πάει τον λόγο μπροστά, να τον εξελίξει, να τον ανανεώσει. Να αφήσει τον άνθρωπο ελεύθερο να βρει τον εαυτό του, να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του στην κοινωνία και να συνειδητοποιήσει το πρόσκαιρο της ανθρώπινης ζωής και την αβεβαιότητα του γήινου χρόνου. Να δουλέψει για την εδραίωση ενός ποθούμενου -μα ακόμη μόνο σε βιβλία και εγχειρίδια υπαρκτού και κατ’ ευφημισμόν σήμερα λεγόμενου- πολιτισμού.
Καλά, όλα αυτά από μια φράση; Ας μην υποτιμάται η δύναμη της γλώσσας που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Ναι, μία φράση είναι αρκετή. Ακόμα και μία λέξη είναι αρκετή. Είναι πράξη, δράση, ενέργεια. Είναι καθοριστική για πολλά περαιτέρω.
Όπως ένα σπίρτο σε μια θημωνιά.
Όπως μια μονολεκτική απόφαση ή ετυμηγορία: Ένοχος.
Όπως μια τελεσίδικη μετάβαση: Θάνατος.
Ή όπως μία από τις λέξεις φωτός. Ήλιος. Ζωή. Λουλούδι. Χρώμα. Χαρά.
Ο ρατσισμός είναι εδώ, είναι παρών με αμέτρητες μορφές. Γλωσσικός, κοινωνικός, φυλετικός, εθνικός, πολιτισμικός, σχολικός, μορφωτικός, επαγγελματικός, θρησκευτικός, εμφανισιακός και τόσοι άλλοι.
Το θέμα είναι εσύ τι επιλέγεις. Τι επιλέγεις ως άτομο. Γιατί μόνο έτσι γίνεται η διαφορά.
Εκείνος; Σε πρώτη ευκαιρία, βρήκε το κείμενο, αποκατέστησε την αλήθειά του διαγράφοντας τη φράση αυτή που αόρατη, σαν ιός υπολογιστή είχε τρυπώσει μέσα στον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου του. Την απέδωσε έτσι όπως την ένιωθε: «αφού όλοι είναι διαδικτυωμένοι σήμερα».
Μπορεί να υστερεί σε δυναμική, μιας και αντλούσε δύναμη από την αρνητική ενέργεια εκείνης της απαξίωσης. Πλεονάζει όμως σε αλήθεια, απλότητα, λακωνικότητα.
Περιχαρής, συνειδητοποιεί για πολλοστή φορά ότι όλα τελικά είναι θέμα επιλογών. Δεδομένου του χρόνου.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.