Η ποιητική διαδρομή του Χάρη Μιχαλόπουλου ξεκίνησε με τη συλλογή Ψηφιδωτό, που την εξέδωσε ο ίδιος το έτος 1995 στην Καβάλα, σε ηλικία μόλις 17 ετών, στα όρια δηλαδή της νομικής του τουλάχιστον ενηλικίωσης.
Ως προμετωπίδα χρησιμοποιεί έναν στίχο από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη· «Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν’ αρθρώσω». Σε μερικές περιπτώσεις όμως, συμβαίνει η νομική ενηλικίωση να ακολουθεί την εμπειρική. Νομίζω ότι τέτοια είναι η περίπτωση του Χάρη Μιχαλόπουλου. Από την πρώτη ακόμη αυτή συλλογή φαίνεται ότι δεν πρόκειται απλώς για ένα ψιθυριστό ψέλλισμα, ούτε μόνο για σκόρπιες συλλαβές που στολίζουν λευκές σελίδες, ελπίζοντας στην αυτοδίκαιη εξαγωγή νοήματος, αλλά για έναν αρθρωμένο ποιητικό λόγο, δουλεμένο επαρκώς για να ενεργοποιήσει την συγκινησιακή υποβολή.
Ίσως σε μερικά σημεία να περισσεύει ένας νεανικός λυρισμός ή να κρύβεται ο ποιητικός ρυθμός πίσω από μία ευρεία αφηγηματικότητα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι η ουσιαστική εισαγωγή του ποιητή στον κόσμο της ποίησης. Η αρχή της «Νέας Μέρας» σηματοδοτεί τη μοναχική και επώδυνη πορεία της ενηλικίωσης που θα είναι και μία πορεία αναζήτησης ταυτότητας, μακριά πλέον από τα προστατευτικά ψεύδη του παρελθόντος.
Στη Γεωγραφία δωματίου του έτους 2000, ο ποιητής στρέφεται πλέον σε πιο εσωτερικούς χώρους. Η πορεία παραμένει μοναχική, ενώ μειώνονται οι λυρικές εξάρσεις που παρατηρούνται στην πρώτη συλλογή. Μερικά ποιήματα αποκτούν πεζή μορφή, όπως το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Διήγησις», πράγμα που δείχνει την αποφασιστικότητά του να υπηρετήσει το φαινόμενο της ποίησης με όλες του τις δυνάμεις, γιατί όπως γράφει ο ίδιος «είναι ένας άνθρωπος που τις νύχτες σκάβει στα δάση και φυτεύει ρουμπίνια».
Τον ποιητή πλέον καταλαμβάνει μία αγωνία· το σώμα γίνεται αποδέκτης του εξωτερικού αστικού τοπίου και όλες οι βίαιες αλλαγές καταγράφονται εθιστικά μέσα του («Μπαρ “Το νησί”»). Από την άλλη, η αγωνιστική διάθεση χάνει την έντασή της και τότε γυρεύεται αυτή η εσωτερική ανάπαυση που θα σημάνει και τη συμφιλίωση με τη ματαιότητα που δεν κοστίζει παρά όσο το άρωμα ενός λουλουδιού («Υποταγή»). Δεν λείπει η ερωτική χροιά, άλλοτε έντονη σαν νοσταλγία («Ύδατος ανάκλησις»), άλλοτε υποδόρια να τέμνει την υπαρξιακή κατάσταση. Κυρίως όμως ως ανάγκη για έναν σιωπηλό θρήνο καθώς σβήνει η ελπίδα μιας επανεμφάνισης. Σε κάθε περίπτωση τα υλικά που έπιανε ή που βρισκόταν το αγαπημένο πρόσωπο γίνονται το πένθιμο σκηνικό μιας ματαίωσης («Μετέωρος Έρως»).
Παρά τη ξηρότητα για την οποία προδιαθέτει ο τίτλος, σε όλη τη συλλογή είναι έντονη μία υγρή υφή ικανή για την απόδοση ψυχικών τοπίων. Μ’ αυτό τον τρόπο εγκιβωτίζεται η τεράστια έκταση του εσωτερικού τόπου στον περιορισμένο χώρο ενός δωματίου. Π.χ. «βρεγμένη πίκρα ικανή να υγραίνει-πάντοτε αναπάντεχα τα στεγνά σου μάτια», «να κυλώ στο υγρό σου ψέμα», «γαλάζιο υγρό που έρρευσε απ’ τις τρυπημένες αλμυρές φλέβες κάποιου Ποσειδώνα», «Αρκετά πια με τους εξορισμούς των αισθημάτων και των δακρύων σου».
Ποιο όμως είναι αυτό το δωμάτιο που χαρτογραφεί ο ποιητής; Αυτό που μπορούν να χωρέσουν ποικίλες αναμνήσεις. Και είναι γνωστό ότι οι αναμνήσεις πληγώνουν. Δεν πτοείται όμως και περιδιαβαίνει μ’ ένα παλιό ποδήλατο το παρελθόν. Βρίσκεται στην αλληλουχία των εποχών και των προσώπων, βιώνοντας δραματικά την επίγνωση των απουσιών.
Το 2007 με την έκδοση της τρίτης ποιητικής του συλλογής με τίτλο Πιο νύχτα*, ο Χάρης Μιχαλόπουλος επιχειρεί να καταδυθεί ολοκληρωτικά στη νύχτα που ήδη διαφαινόταν στις προηγούμενες συλλογές. Κατά τον Ρολάν Μπαρτ Νύχτα είναι κάθε κατάσταση που διεγείρει στο υποκείμενο το μεταφορικό αίσθημα του σκότους συναισθηματικού, νοητικού, υπαρξιακού, μέσα στο οποίο ταλανίζεται ή ηρεμεί. Ποια είναι όμως η Νύχτα του ποιητή; Μάλλον αυτή η βαθιά ψυχική, που βιώνουμε σε κάποιες στιγμές της ζωής μας. Είναι το ταξίδι-διείσδυση στα σκοτεινά και σαστισμένα μέρη της ψυχής, στα οποία μας σπρώχνουν ο πόνος και η απώλεια του σημαντικού άλλου. Ήδη στο τρίτο ποίημα της συλλογής ο ποιητής αυτοπροσδιορίζεται ως «μετεξεταστέος της λύπης» και μας ανακοινώνει ότι «οι γνώσεις του υποψηφίου εκρίθησαν ανεπαρκείς στα κεφάλαια «Πόνος» και «Απουσία». Από την αρχική διαπίστωση μιας ληγμένης ψυχής και ενός ληγμένου έρωτα, έως την τελική έξοδο και γιατί όχι, απελευθέρωση, ποίημα με ποίημα ακολουθούμε τη νυχτερινή μοναχική πορεία του ποιητή.
Το βλέμμα του περιφέρεται στα πράγματα, τα οποία εγγράφονται στο σώμα και εσωτερικεύονται ως σύμβολα. Το «εγώ» του υποκειμένου συναντιέται με το «εσύ» του αντικειμένου και απ’ αυτή τη συνάντηση προκύπτει μια «άλλη» πραγματικότητα, πολυσήμαντη, προσωπική και εσωτερική. Μπουκάλια ληγμένου γάλακτος στο ψυγείο ανακαλούν συνειρμικά ληγμένους έρωτες· το δέρμα που σκουριάζει από τη φθορά της σχέσης προοιωνίζει έναν θάνατο· δύο κόλλες χαρτί ανακαλούν τις λευκές σελίδες από ένα άγραφο ημερολόγιο της αγκαλιάς της αγαπημένης· ό, τι δεν πρόλαβε να ειπωθεί τις φωτεινές από τ’ άστρα νύχτες δηλώνει τη ζωή και οι νυχτερινές διαδρομές μεταφέρονται από τη γεωγραφία του τοπίου στη γεωγραφία του σώματος που λείπει.
Το εγώ, πάντα παρόν, απέναντι σε ένα εσύ που συνεχώς απουσιάζει, ακόμη και όταν βρίσκεται πλάι του. Η επαφή με αυτό γίνεται θραυσματικά μέσα από τα πράγματα που το σημαίνουν. Φθορά, Απώλεια, Ψέμα, Μοναξιά και πάνω από όλα η βασανιστική Μνήμη, η «αναπότρεπτη άσφαλτος μνήμη», οδηγούν τον ποιητή να ανορθογραφήσει, να παραμορφώσει δηλαδή λέξεις, όπως οι εξπρεσιονιστές ζωγράφοι στρεβλώνουν τη μορφή, για μια απόδοση πιο εκφραστική: «ο πώνως με δυο ωμέγα γράφεται». Και κάπως έτσι η λέξη πώνως χάσκει ανοιχτή ώστε να βυθιστούμε μέσα της και ταυτόχρονα κοιτά ψηλά με απόγνωση. Αυτός ο ανορθόγραφος πόνος είναι ένας πόνος βιωμένος, ένας πόνος ωριμοποιός.
Ο ποιητής ανορθογραφώντας οικειοποιείται λέξεις, τις ντύνει με το προσωπικό του νόημα. Το ίδιο επιτυγχάνει παίζοντας κάπως σαρκαστικά με αυτές: «η κατάληψη και η εγκατάλειψη διαφέρουν μονάχα κατά μία πρόθεση». Αναδιατάσσει τα υλικά του, τα επανακαθορίζει και τα κατακτά. Αποσπάσματα λατινικών και αρχαίων ελληνικών κειμένων, συντακτικό, γραμματική και στίξη βρίσκονται απελευθερωμένα στη διάθεση του. Μορφή και περιεχόμενο ταυτίζονται καθώς οι λέξεις εικαστικά λειτουργούν: στις πλάγιες πτώσεις των ουσιαστικών, ακολουθεί η δική του που είναι κατακόρυφη και κατακόρυφα γράφεται. Το ξύλινο πλαίσιο που του κλείνει το στόμα σχηματίζει κορνίζα από λέξεις πλαισιώνοντας στη λευκή σελίδα τον αντικατοπτρισμό της απουσίας. Ακατανόητο το κύμα σε σύνταξη και γραμματική, κυματίζει ακατάληπτα με την εναλλαγή μικρών και κεφαλαίων γραμμάτων. Ο ποιητικός λόγος του Χάρη Μιχαλόπουλου δεν είναι μόνο ευρηματικός. Είναι ένας λόγος υποβλητικός, χαμηλόφωνος αλλά σταθερός, στιβαρός αλλά ευαίσθητος.
Όσο προχωρούμε αντιλαμβανόμαστε στη διαλεκτική σχέση των ποιημάτων μια πορεία από τον έσω στον έξω κόσμο· από τις αναμνήσεις του φυσικού τοπίου που ανακαλούνται με λυρική διάθεση, στο αστικό και καθημερινό περιβάλλον, στο οποίο περιπλανιέται στοχαζόμενος ο ποιητής. Η μνήμη δεσπόζει και παρά τον ενεστώτα της αφήγησης, ακούγεται ήδη ο παρατατικός της ανάμνησης. Ώσπου η νύχτα γίνεται «Πιο Νύχτα» στο πιο ελλειπτικό ποίημα της συλλογής. Δύο λέξεις μόνο. Τίποτα άλλο δεν μένει να ειπωθεί· ο χρόνος της αφήγησης αλλάζει γίνεται αόριστος που σημαίνει μια λήξη οριστική. Όλα πια έχουν γίνει αποδοχή: «τα βλέφαρα έκλεισαν σε μιαν αγάπη που πέρασε έξω από το παράθυρο σαν σακούλα πλαστική σπρωγμένη από τον αέρα», τα δάκρυα πάγωσαν, η ξύλινη κορνίζα περιέχει πια τη φωτογραφία της αγαπημένης, στο κρεβάτι χάθηκαν η γλώσσα, η αφή, το βάρος, η αλήθεια και ο έρωτας.
Όλα φαίνεται να ξεμακραίνουν. Και ο ίδιος. Αφού προβεί σε μια τελετή αναχώρησης, τοποθετώντας τα θραύσματα αυτής της πορείας στο μπαούλο, μας προτρέπει ή μας προστάζει: «Κάψτε τα!». Τα δικά του ή τα δικά μας; Ο ίδιος φαίνεται να το έχει κάνει ήδη, βρίσκεται πια μακριά με την πλάτη γυρισμένη στη Νύχτα, έτοιμος να την εξαργυρώσει με φως. Επιστρέφοντας στον Μπαρτ θα λέγαμε πως αυτή η Νύχτα και τον ταλάνισε και τον ηρέμησε.
Το 2015 εκδίδεται η τέταρτη ποιητική συλλογή, από τις εκδόσεις Μανδραγόρας με τίτλο Δεν έρχονται.
Κι αν στις προηγούμενες συλλογές πίσω από τους λυρικούς στίχους ή τη συγκινησιακή ατμόσφαιρα που δημιουργούσε ο ήπιος και προσιτός υπερρεαλισμός, κρυβόταν το βαθύ συναίσθημα της αγάπης, στο πρώτο ποίημα της συλλογής, ο ποιητής πιο έτοιμος από ποτέ εισχωρεί στον πυρήνα και αναλύει τα συστατικά της.
Έχει απομακρυνθεί πλέον από τις ισχυρές δόσεις λυρισμού με τις έντονες και γλαφυρές εκφράσεις των μεγάλων στίχων και μακρύμορφων ποιημάτων. Σ’ αυτή τη συλλογή οι στίχοι μικραίνουν, τα ποιήματα κονταίνουν, ενώ οι μεταφορές είναι πλέον δωρικού τύπου. Στεγνές, σύντομες, ακουμπισμένες σε ολιγόστιχα ποιήματα (δείγμα: Τα σώματα ομοιοκαταληκτούν).
Το ύφος γίνεται συμπαγές και καθορίζεται από μία ομάδα συγκεκριμένων λέξεων που απαντάται συχνότερα από άλλες, στα ποιήματα της συλλογής. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι χάνεται η μαγεία της πολυσημίας στην ποίηση του Μιχαλόπουλου. Το αντίθετο μάλιστα. Η συλλογή έχει έναν ρυθμό, μία φινέτσα που βασίζεται στην αναμφισβήτητη ικανότητά του να αποδώσει την πραγματικότητα χωρίς περιττές συναισθηματικές εξάρσεις.
Στη συλλογή κυριαρχεί η πόλη, το αστικό τοπίο με το μπετόν, τις νυχτερινές λεωφόρους, τα συνθήματα στους γκρίζους τοίχους, «τα ιδρωμένα πεζοδρόμια». Όλα αυτά εισχωρούν ολοκληρωτικά στον περιπατητή και πλάνητα, τον γεμίζουν αναμνήσεις και συνάμα τον απογοητεύουν. Η μελαγχολία του αστικού τόπου γίνεται μελαγχολία του ποιητή· «και τα ιδρωμένα πεζοδρόμια της πόλης/μπερδεύονται σαν τσιμεντένιες φλέβες στο σώμα μου» λέει στο ποίημα «Από το πρωί γέμισαν».
Ο ποιητής γράφει για την ασθένεια ως καταλύτη της ύπαρξης για την ατμόσφαιρα του νοσοκομείου που γίνεται κατάλυμα αγγέλων που «ξεχνούν για λίγο πως είναι άγγελοι» αναφέρει στο ποίημα «Θεραπευτήριον Ελπίς, Σανατόριο Καβάλας», φέρνοντάς μας εικόνες από τη ταινία του Βέντερς Der Himmel über Berlin (Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο).
Ακόμη γράφει για την αγωνία μπροστά στη σελίδα και για την ουσία αυτού του πολύτιμου υγρού, του μελανιού, που ταυτίζεται σχεδόν με το αίμα. Ένας αυτοσχολιασμός για το φαινόμενο της ποίησης και τη θέση του ποιητή απέναντί της, ο οποίος φαίνεται να βρίσκεται σε μία δύσκολη ισορροπία· άλλοτε να καταλήγει ότι «δεν είναι ποίημα αυτό» («Ουρανοξύστες»), άλλοτε να αναλύει την τεχνική συντήρησής του («Υπενθύμιση») και άλλοτε να εμπνέεται από τα λεγόμενα φτηνά υλικά της γραφής, τα συνθήματα graffiti των μεγαλουπόλεων, κλείνοντας το μάτι στο μεταμοντερνισμό που θέλει την πλήρη ισότητα στην τέχνη και την κατάργηση διακρίσεων ανάμεσα σε πατρίκιους και πληβείους.
Μικρές λεπτομέρειες και λέξεις επανέρχονται στα ποιήματα, όπως προανέφερα, το αίμα, το χάδι, το σώμα, οι φλέβες, το παιδί, το σπίτι, η πόλη, η νύχτα, γίνονται οι φορείς μιας καθημερινής πεζότητας που προκαλεί αγωνία και θλίψη στον περιφερόμενο πλάνητα που παρατηρεί την πόλη σχεδόν απογοητευμένος. Υποδόρια τρέχει μία επιθυμία απαγκίστρωσης απ’ όλα αυτά τα μικρά, τα σύμβολα της φθοράς. Να υπάρχει μία ελπίδα ανέλιξης προς το αιώνιο και το ιδεατό. Να ξεφύγει το ποιητικό υποκείμενο από την αντικειμενική συστοιχία της θνητότητας και της αλλοτρίωσης.
Κυριαρχούν οι μνημονικές παραστάσεις από τα παλιά σπίτια που μας συνέχουν. Δεν κληρονομούνται μόνο οι εμπράγματοι τίτλοι αλλά ακόμη και ένα «ραγισμένο πιάτο στο νεροχύτη» γράφει στο ποίημα «Εξ’ αδιαιρέτου», μία λεπτομέρεια του παλιού που είναι ικανή να στοιχειώνει τη μνήμη. Αλλά και η ασπρόμαυρη φωτογραφία γεννά την επίγνωση ότι τελικά ο χρόνος περνά πάντα νικητής.
Την πληγή του χρόνου μοιάζει να θέλει να την εξορίσει ο ποιητής. Και μαζί μ’ αυτόν και τον πόνο. Μέχρι που έρχεται ο καταλυτικός στίχος της συλλογής «στερείται ευκτικής ο πόνος» για να αποτυπώσει την επέλαση της στυγνής και αμείλικτης πραγματικότητας. Ο πόνος και ο χρόνος δεν είναι μία δυνατότητα, δεν απαντούν στην αρχαία έγκλιση της ευκτικής, δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να συμβεί, άρα θα μπορούσε και να μη συμβεί. Ο πόνος πάντα συμβαίνει. Είναι το παρόν της μοναξιάς και όπως γράφει ο ίδιος «εκατομμύρια χιλιόμετρα μοναξιάς/ που νανουρίζουν κι απόψε τα όνειρα/εθελόδουλος/βουλιάζω στον πώνω».
Στην ποίηση του Χάρη Μιχαλόπουλου η εισβολή της πραγματικότητας είναι ακαριαία. Από αυτή την εισβολή το υποκείμενο μπορεί να συνθλιβεί. Ο ποιητής τότε προβάλλει το ποίημα ως μία πράξη σωτηρίας. Είναι το παγωμένο ποίημα που θα έχει διατηρήσει εντός του λυγμούς, δάκρυα και μνήμη σαν μία «ωκεάνια θύμηση» («Νύχτα»).
Μορφικά ο κάθε στίχος σμιλεύτηκε με ιδιαίτερη επιδεξιότητα για να αποδώσει την αλήθεια του ποιητή. (Το λέει πολύ καλά στον στίχο, «η γλώσσα που δεν ξέρει από ψ-αίμα»). Παιγνιώδη διάθεση με τον λόγο, λεπτή ειρωνεία και σαρκασμός για να στηλιτεύσει κοινωνικές καταστάσεις. Η έντονη στίξη σε μερικά ποιήματα και η ολοκληρωτική απουσία σε άλλα, με μία μορφοποίηση κάθετη των λέξεων ή με στίχους να αποτελούνται μόνο από το πρώτο συνθετικό μιας κατά τ’ άλλα σύνθετης λέξης ή και των πρώτων γραμμάτων, προδίδουν την ανάγκη του ποιητή να θρυμματίσει το λόγο. Εξ’ ου και η θελημένη ανορθογραφία σε συγκεκριμένη λέξη που επαναλαμβάνεται. Ίσως αυτή η μορφική παράσταση να δείχνει την αντίληψη του ποιητή για τη γλώσσα και τη λειτουργία της, που όπως λέει σ’ έναν στίχο «κακότεχνα μπαλώνω το κενό με λέξεις».
Έχει μία έντονη αισθητικότητα η ποίηση του Μιχαλόπουλου. Ποίηση από το σώμα και για το σώμα. Το σώμα στην πόλη, στη γραφή, στο χάδι αλλά και στη μοναξιά, στο παγκάκι, στο παλιό σπίτι. Άλλοτε σε λίγο φως, άλλοτε στη νύχτα. Το σώμα μιλά, κρύβει τα συναισθήματα και αλληλεπιδρά ως μέλος μιας ευρύτερης κοινότητας.
Στον στίχο από το ποίημα «Μάθημα Γραμματικής», «με λέξεις δεν γίνεται η αγάπη με σώμα γίνεται» συναντώ το απόφθεγμα του Γιώργου Χειμωνά, του σπουδαίου Καβαλιώτη λογοτέχνη, συμπατριώτη του ποιητή που έλεγε «Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος κι άλλος τρόπος απ’ το σώμα δεν είναι».
(Το κείμενο που δημοσιεύεται με τις αναγκαίες προσαρμογές, διαβάστηκε στην παρουσίαση του ποιητή Χάρη Μιχαλόπουλου, στο Καφέ Βιβλιοπωλείο «ΚΑΦΚΑ» στην Αλεξανδρούπολη στις 16.12.2017. Το κείμενο για την ποιητική συλλογή του Χάρη Μιχαλόπουλου Πιο νύχτα επιμελήθηκε η κ. Ροδούλα Γόιδα, ιστορικός τέχνης).
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]