Έκανε κρύο. Ήταν όμως φωτεινά. Από τη σιδερένια πόρτα με το θολό τζάμι της εισόδου, ψαλμουδιές το ‘σκαγαν, σαν κλέφτες, ένα σύννεφο από λιγωτική μυρωδιά λιβανιού περιπλανιόταν αθέατη. Κόσμος μπαινόβγαινε, ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά, κείνα που δέσποζαν στον προαύλιο χώρο, απαιτητικά, να κατοπτεύουν την είσοδο αναπόδραστα, σα να σε καλούσαν σε προσευχή, σα να σε καλούσαν σε μετάνοια. Εκείνος καθόταν στα προτελευταία, αναπαυτικά, με την άνεση της γνώσης, με τη σιγουριά της παρουσίας. Τα πόδια μισάνοιχτα, φορούσε ένα παμπάλαιο ξεθωριασμένο παντελόνι τριμμένο στα γόνατα, ένα λεπτό σακάκι στο χρώμα της ώχρας τριμμένο στους αγκώνες, τα μαλλιά του αχτένιστα, κρέμονταν σαν κουρέλια κάτω από ένα ψάθινο καπέλο που στεκόταν στο κεφάλι του, γερμένο λίγο στο πλάι. Το πρόσωπό του διάφανο, λες και ο ήλιος το είχε απαρνηθεί, είχε δυο μάτια κρύσταλλα, στο χρώμα τ’ ουρανού και της θάλασσας, δεν φαινόταν άρρωστος μόνο ακίνητος ήταν. Δεν έμοιαζε να κρυώνει, δεν έμοιαζε να πεινάει μόνο στα κρυστάλλινα μάτια του έμοιαζε να κυριαρχεί μια τρομακτική θλίψη, αποκύημα μιας τρομακτικής απώλειας. Βαρύ περιστατικό, συντριπτικό ατύχημα, είχε να κάνει με τον ίδιο, με τη ζωή του, με τον κόσμο; Ένας άντρας που γεννήθηκε σ’ αυτή τη χρονική στιγμή, λες χωρίς παρελθόν, χωρίς μέλλον. Κατά διαστήματα, σαν για ν’ αναπνεύσει, σήκωνε το βλέμμα του, αφουγκραζόταν τον αέρα, νόμιζες ότι μπορεί να χαμογελά και καθώς έκοβε τα βλέμματα των ανθρώπων που τον πλησίαζαν ή από τύχη διασταυρώνονταν μαζί του, χιλιάδες μικροί κρύσταλλοι σωριάζονταν γύρω του. Τους μάζευε έναν έναν, τους έβαζε σ’ ένα τσίγκινο κουβαδάκι. Άφηναν έναν περίεργο ξερό ήχο. Εκείνοι χαμήλωναν τα μάτια τους ή φόραγαν τα γυαλιά τους, ή κούμπωναν το εξαιρετικό πανωφόρι τους, ή ίσιωναν το καπέλο τους. Τα παιδιά ήσαν ανήσυχα. Στα χέρια του κρατούσε ένα κομμάτι χαρτί. Το παίδευε. Στο τέλος έφτιαξε ένα καραβάκι. Έφτυσε πολλές φορές στο χώμα, το σάλιο του ατέλειωτο, μια μικρή λίμνη σχηματίστηκε. Έβαλε μέσα το καραβάκι, κι εκείνο άρχισε να ταξιδεύει, μόνο του, με προδιαγεγραμμένη πορεία. Η περιέργεια των παιδιών δημιούργησε μικρό συνωστισμό γύρω από το καραβάκι, γύρω από τον άντρα. Η αμηχανία των μεγάλων δημιούργησε μικρό συνωστισμό γύρω από την περιέργεια των παιδιών γύρω από το καραβάκι, γύρω από τον άντρα. Η υγρασία είχε αρχίσει να ποτίζει το καραβάκι, είχε αρχίσει ν’ αλλοιώνει το χρώμα του και εκείνος, με μολυβένια δάχτυλα έφτιαξε παρά δίπλα έναν μολυβένιο κύκλο. Περιείχε μέσα του όλο τον κόσμο. Στη μέση του έβαλε το τσίγκινο κουβαδάκι. Η αμηχανία των πολλών έκανε τους κρύσταλλους να κουδουνίσουν. Κάποιοι κάτι έριχναν μέσα. Άλλοι απομακρύνονταν με βήμα πολυάσχολο. Αν τους έδινε μια ασήμαντη αφορμή μπορεί και να τον σκότωναν. Δεν άντεχαν το βλέμμα του. Να μια ασήμαντη αφορμή. Ένας σκύλος δίπλα του κουνούσε βαριεστημένα την ουρά του. Παρακολουθούσε τις κινήσεις του κι όταν αγρίευαν τα μάτια του και γίνονταν πορφυρά, κόκκινα δάκρυα έσταζαν στον κύκλο που είχε πάνω του ζωγραφισμένο όλο τον κόσμο και σχημάτιζαν καρδιές με καμπύλες περίεργες. Ο σκύλος τού έγλυφε τα χέρια με μια γλώσσα τεράστια. Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά. Φύσηξε αεράκι, τα ωραία ρούχα των κυριών, ειδικά για την περίσταση, αναστατώθηκαν, οι κουβέντες νευρίασαν, σταμάτησαν τους διαξιφισμούς, η αμηχανία παρέσυρε την περιέργεια, τις υπερμεγέθεις χειρονομίες, τα έντονα σκαμπανεβάσματα της φωνής και τότε, εντελώς αναπάντεχα, έγινε αόρατος. Μόλις οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν την απουσία του, ένα τεράστιο θαυμαστικό ανακούφισης γέμισε την ατμόσφαιρα. Και τα παιδιά ησύχασαν. Κι ήταν τότε που το τσίγκινο ποτηράκι εκσφενδονίστηκε στον αέρα, τρύπησε το αόρατο σύννεφο λιβανιού και όλο του το περιεχόμενο σκορπίστηκε στον προαύλιο χώρο αφήνοντας ταυτόχρονα μικρούς μεταλλικούς ήχους, σαν ξεκούρδιστο πιάνο. Όλοι έτρεξαν να μαζέψουν τα τιμαλφή. Ένας μικρός συνωστισμός ακολούθησε.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]