frear

Ο Ερνάν Λαβίν Θέρδα για τον Νικανόρ Πάρρα (από το Φρέαρ, τχ. 15/2016)

[…] Εκεί στην Chascona λοιπόν, λάμβαναν χώρα εκείνες οι αξιομνημόνευτες συγκεντρώσεις και υπήρχε μια ομάδα, όπως συνηθίζεται να συμβαίνει, ανθρώπων που θαύμαζαν πολύ τον Neruda. Μαζεύονταν εκεί τα βράδια και διάβαζαν τα κείμενά τους. Θυμάμαι πως σε μία από αυτές τις συγκεντρώσεις ήρθε και ο Nicanor Parra με ορισμένα ποιήματα λιγάκι ασυνήθιστα κι άρχισε ν’ απαγγέλλει χωρίς πολλή έμφαση. Στο τέλος, περίπου, της ανάγνωσης, ο Pablo Neruda σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να βαδίζει αργά και διαγώνια. Χρόνια μετά, έμαθα πως όταν τον ποιητή της Residencia en la tierra τον ενδιέφερε κάτι πολύ, σηκωνόταν κι άρχιζε να περπατάει σαν κάποιο είδος λύκου της στέπας. Όταν τελείωσε η ανάγνωση κι άρχισαν όλοι να εγκαταλείπουν τη βεράντα της Chascona, ο Neruda πλησίασε τον Parra και του είπε χαμηλόφωνα: «Κοίταξε, Nicanor, γιατί δεν κάθεσαι λίγο ακόμη; Πρέπει να σου πω κάτι σημαντικό». Ένας-ένας έφυγαν από το σπίτι οι υπόλοιποι φίλοι, που στη συνέχεια θα κατέκριναν τον Parra λέγοντάς του: «Πώς τόλμησες να διαβάσεις αυτά τα πράγματα που εσύ λες ότι είναι ποίηση;». Όμως ο Neruda κάθησε κοντά στον Nicanor και τον ρώτησε: «Από πότε γράφεις έτσι; Τα ποιήματα που διάβασες πριν ήταν άλλο πράγμα, αναμφίβολα, είχαν άλλο τόνο, βρίσκονταν σε άλλο μήκος κύματος».

Με τον Νερούδα

«Η αλήθεια είναι» (όπως είπε μετά ο Nicanor Parra) «πως πριν από λίγο καιρό εξέδωσα το Cancionero sin nombre (Τραγουδιστάρι χωρίς όνομα) (1937) και σχεδόν αμέσως μετά είχα μια αντίδραση πολύ κριτική απέναντι σε αυτό το βιβλίο. Εγώ είχα μια παιδεία γκαρθιαλορκική και αυτό που μπόρεσα να κάνω ήταν να εισάγω μια εικόνα υπερρεαλιστική. Βέβαια ναι, υπήρχε κάτι υπερρεαλιστικό και στον Γκαρθία Λόρκα. Έζησα όμως, μια βαθιά αναστάτωση, καθώς συνειδητοποίησα πως ο αληθινός δρόμος μου με πήγαινε σε άλλη, διαφορετική κατεύθυνση. Το βιβλίο μου είχε ήδη εκδοθεί και είπα στον εκδότη Carlos George Nascimento να σταματήσει τη διανομή και την κυκλοφορία του τόμου. (Ο Nascimento, πορτογαλικής καταγωγής, ήταν ιδιοκτήτης του πιο αξιοσέβαστου εκδοτικού οίκου στο Σαντιάγο της Χιλής. Όλοι θέλαμε να εκδώσουμε τα βιβλία μας στον Nascimento). Θυμάμαι πως πήγα να τον δω και του είπα: “Μετανιώνω για το Cancionero sin nombre και θα ήθελα να σας ζητήσω να το αποσύρετε από την κυκλοφορία τώρα αμέσως”. “Μα πώς σας ήρθε τέτοιο αλλόκοτο πράγμα, εσείς έχετε τρελαθεί εντελώς!”, απάντησε, πολύ ενοχλημένος, ο εκδότης. “Επενδύσαμε χρήματα στην έκδοση του έργου σας, το οποίο εμένα μου φαίνεται πολύ καλό”. “Σας ευχαριστώ που σκέφτεστε έτσι”, επέμεινε ο αντι-ποιητής. “ Ίσως τα ποιήματα να είναι καλοκαμωμένα, γιατί εμένα μου αρέσει αυτή η μετρημένη και με ρίμα ποίηση, όμως αν συνεχίσω σε αυτό τον δρόμο, θα καταλήξω να γράφω ποίηση που θα μοιάζει με του Federico García Lorca ή του Oscar Castro (ο οποίος υπήρξε και είναι ακόμη μεγάλος χιλιανός ποιητής προς αυτή την κατεύθυνση). όμως η αλήθεια είναι πως μέσα μου νιώθω να πάλλονται άλλοι ρυθμοί, πολύ διαφορετικοί”.»

Η συζήτηση συνεχίστηκε και κανείς δεν ξέρει πώς τελειώνει αυτή η ιστορία. Το σίγουρο είναι, όμως, ότι ο Nicanor Parra και οι πιο κοντινοί του φίλοι έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να εξαφανίσουν από τα μεγάλα βιβλιοπωλεία του Σαντιάγο τα αντίτυπα του Cancionero sin nombre. Ο Parra βυθίστηκε τότε σε μια μεγάλη σιωπή, αν και δεν σταμάτησε να γράφει και να ψάχνει άλλα μονοπάτια. Επανεμφανίστηκε το 1954, δεκαπέντε χρόνια μετά, με τη συλλογή Poemas y antipoemas (Ποιήματα και αντιποιήματα), με τα οποία εγκαινιάζεται ένας νέος δρόμος κι όχι μόνο για τη χιλιανή ποίηση. Στέλνει τρία χειρόγραφα στα λογοτεχνικά βραβεία που απονέμει το Συνδικάτο Συγγραφέων του Valparaíso. Και τα τρία τα στέλνει με διαφορετικά ονόματα, με αποτέλεσμα να πάρει το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο βραβείο. Αυτό που έκανε ο Nicanor, ήταν να χωρίσει το ίδιο βιβλίο σε τρία μέρη. Τέλος πάντων. Όλη αυτή ήταν μια διάσημη ιστορία ανοιγμάτων, όχι μόνο για την ποίηση που γραφόταν σ’ εκείνη τη νότια χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Ας γυρίσουμε στην αρχή της ιστορίας, στο σπίτι εκείνο που ακόμη υπάρχει στους πρόποδες του λόφου San Cristóbal, στο Σαντιάγο της Χιλής. Το φάντασμα με σάρκα και οστά του Pablo Neruda κάνει ξανά την εμφάνισή του για να πει: «Κοίταξε, Nicanor, υποψιάζομαι πως αν συνεχίσεις σε αυτόν το νέο δρόμο, κάτι πολύ σημαντικό θα συμβεί στα σπλάχνα της ποίησής μας». Κι έτσι έγινε, χωρίς καμία αμφιβολία, έτσι ακριβώς.

[Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Hernán Lavín Cerda στους Mario Meléndez και Gerardo Miranda, η οποία δημοσιεύτηκε στο έντυπο Φρέαρ, τχ. 15 (Ιούνιος 2016), σε μετάφραση της Ούρσουλας Φωσκόλου. Η συνέντευξη τότε δεν είχε δημοσιευτεί ούτε στα ισπανικά.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη