ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ, ΜΕΤΑΟΛΥΜΠΙΑΚΕΣ ΓΕΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Ο καλός ποιητής Θέμης Τασούλης (1936-2008) συνήθιζε ν’αναφέρει σε φιλικές συζητήσεις τη «θεωρία του τρένου». Έλεγε, δηλαδή, πως σε κάθε ποιητή παρουσιάζεται σε κάποια στιγμή της ζωής του η ευκαιρία να συμπεριληφθεί, μαζί με τους συνομηλίκους του, σε μια ανθολογία, να παρουσιαστεί σε κάποιο αφιερωματικό περιοδικό κ.λπ. Αν βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στην αποβάθρα και προλάβει το τρένο, στη συνέχεια θα εντάσσεται σε όλες τις ανθολογίες και τις γραμματολογίες της γενιάς του, θα συναριθμείται μαζί με τους υπόλοιπους, κοινώς θα έχει διασωθεί. Αν όμως χάσει το τρένο, τότε θα μείνει για πάντα στην αποβάθρα περιμένοντας, η ευκαιρία δεν θα του ξαναδοθεί. Προφανώς, η «θεωρία» αυτή ήταν καρπός της πικρίας του ίδιου του Τασούλη που αισθανόταν παραγνωρισμένος, έχει όμως κάποια βάση.
Πρόσφατα παρουσιάστηκε σ’ ένα διαδικτυακό περιοδικό για την ποίηση (το οποίο αρκετοί παρακολουθούν κρυφά, δηλ. από την κλειδαρότρυπα, αλλά αποφεύγουν να δημοσιεύουν εκεί κείμενα ή να σχολιάζουν, κυρίως γιατί σε αυτό εκφράζεται, επωνύμως, ανωνύμως ή και ψευδωνύμως, και η παραλογοτεχνία μαζί με όλα τα συμπλέγματά της απέναντι στους «κατεστημένους» ποιητές) μια ανθολογία 69 νέων ποιητών με τον τίτλο «Η μεταολυμπιακή γενιά, 2004-2013». Χωρίς να αμφισβητώ τις καλές προθέσεις του άγνωστού μου ανθολόγου, θεωρώ ότι τις υπέσκαψε ο ίδιος και γι’ αυτό θα προβώ σε ορισμένες παρατηρήσεις, χρήσιμες νομίζω για όσους θελήσουν ν’ αναλάβουν, εξίσου αβασάνιστα, ανάλογα εγχειρήματα στο μέλλον. Εφόσον δεν πρόκειται για ιδιωτικό κείμενο αλλά για δημοσιευμένο, τίθεται στην κρίση του αναγνώστη, άρα και στη δική μου.
1. Μια «γενιά» εκφράζει κοινά ιδεολογικά, συνάμα όμως και κυρίως ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ αιτήματα, η σύνδεσή της λοιπόν με καφενειακού τύπου κοινωνικοπολιτικές ερμηνείες του πρόσφατου παρελθόντος, και μάλιστα όχι κοινά αποδεκτές, συνιστά ιδεοληπτικό εκβιασμό της γραμματολογικής ιστορίας, ανάλογο με αυτόν που επιχείρησε πριν χρόνια ο Κ. Βούλγαρης με τη «γενιά του 1989», γενιά χωρίς κανέναν ποιητή αλλά «γενιά» κατά τ’ άλλα. Και για να μη θεωρηθώ αδικαιολόγητα σκληρός, μιλώντας για καφενειακού τύπου ερμηνείες μιλώ για ιδρυτικές φράσεις όπως η ακόλουθη: «Οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004 αποτελούν ένα γεγονός που ανυψώνει την έννοια του κράτους-έθνους σε τέτοιο σημείο, κορυφαίο ίσως, ώστε να μιλάμε τότε για μια νέα μεγάλη Ελλάδα, σχεδόν σε αντιστοιχία με την περίοδο εφόδου των ελληνικών στρατευμάτων σε τουρκικές περιοχές πέραν των συμφωνηθέντων» (και συνεχίζει με την κατάπτωση που ακολούθησε). Η προφανής αναλογία που παρουσιάζεται εδώ (Μικρασιατική καταστροφή που έφερε τη γενιά του 30 – οικονομική κρίση που φέρνει στο προσκήνιο τη μεταολυμπιακή γενιά) δείχνει τις μαξιμαλιστικές προθέσεις της «νέας γενιάς», η οποία είναι γεμάτη καλοζωισμένους αστούς, τουτέστιν Σεφέρηδες, Ελύτηδες, Εμπειρίκους κ.λπ., τους οποίους δυστυχώς εμείς οι φιλόλογοι και οι εν Ελλάδι κριτικοί αδυνατούμε κακόπιστα να αναγνωρίσουμε.
2. Αναμφίβολα οι ανθολογίες των νέων παρουσιάζουν ενδιαφέρον, ειδικά για τον μελλοντικό γραμματολόγο που θα έρθει αναπόφευκτα κάποια στιγμή να αξιολογήσει τις σωστές ή λάθος κρίσεις του ανθολόγου. Αυτονόητα, όμως, η υπόθεση έχει ρίσκο και θέλει έμπειρο παίχτη: ο κίνδυνος της γκάφας, δηλ. παράλειψης ή και υποτίμησης των δυνατοτήτων κάποιου ποιητή είναι αυξημένος (δες για παράδειγμα τι χοντράδες έχει η αντίστοιχη χαρτογράφηση του Άγρα το 1922), δεδομένου ότι πρόκειται για ανθολογία συγχρονική (που ανομολόγητος στόχος της είναι να γίνει κανονιστική – αυτό ισχύει για κάθε ανθολογία που δεν είναι θεματική: εννοώ ποίηματα για τον πατέρα, τον Θεό κ.λπ.), προέρχεται από ποιητή συνομήλικο των ανθολογουμένων (δηλ. ευεπηρέαστο από φιλίες, γνωριμίες και παντός είδους δυνδιαλλαγές) και κυρίως: από ποιητή –και αυτό το λέω μιλώντας αντικειμενικά, χωρίς καμία απολύτως πρόθεση υποτίμησής του– χωρίς ιδιαίτερες συστάσεις ή κάποιο κύρος τέτοιο που να μην αυτοακυρώνει την προσπάθειά του ήδη από τη γέννησή της.
3. Οι καλές ανθολογίες έχουν κάποιους κανόνες που τους εξασφαλίζουν αξιοπιστία:
α. Ο ανθολόγος οφείλει για λόγους ηθικής τάξης (δε νομίζω ότι απαιτούνται εδώ ιδιαίτερες διευκρινίσεις) να αντισταθεί στον πειρασμό και να εξαιρέσει τον εαυτό του απ’ την ανθολογία – καλό θα ήταν επίσης, όσο άδικο κι αν είναι αυτό, να αποκλείσει και τον εκδότη της ώστε στη συνέχεια να έχει τη δυνατότητα ο τελευταίος να τον υπερασπιστεί.
β. Η ανθολογία δεν είναι γραμματολογία για να συμπεριλάβει και την κουτσή Μαρία, η σύνθεσή της χρειάζεται το λοιπόν γνώση και πάνω απ’ όλα θάρρος. Ο συνομήλικος ανθολόγος είναι βέβαιο πως θα αποκτήσει περισσότερους εχθρούς παρά φίλους (οι καταστατικά νάρκισσοι ποιητές, καλοί ή κακοί, θεωρούν στην πλειοψηφία τους ότι κάνουν και τιμή στον ανθολόγο, οπότε φίλοι δεν πιάνονται εύκολα) αν κάνει συνειδητά αυστηρές επιλογές με βάση τα προσωπικά του κριτήρια, οπότε κινδυνεύει να καεί ή να …εμπνεύσει προσωπικές αντιπάθειες με εκείνους τους ανθρώπους με τους οποίους θα συμπορευθεί λογοτεχνικά σε όλη του τη ζωή. Άρα ο εκάστοτε ανθολόγος πρέπει να έχει σφαιρική άποψη, ξεκάθαρα κριτήρια με τα οποία να μπορεί να αιτιολογήσει τις επιλογές του ώστε να μη θεωρούνται εμπαθείς αποκλεισμοί και κυρίως: πρέπει να έχει οχυρώσει τόσο τον εαυτό του στις εξωτερικές επιθέσεις, ώστε να μην ενοχλείται από αυτές.
γ. Οι καλές ανθολογίες περιλαμβάνουν και εσωτερικές αξιολογήσεις. Για παράδειγμα, ένας ποιητής μπορεί να περιλαμβάνεται με 5 ποιήματα, άλλος με 3 κι άλλος με 1, η δημοκρατική ισορροπία στον αριθμό (ένα ποίημα για όλους) δείχνει απλώς διάθεση μη αξιολόγησης, δηλ. διστακτικότητα για ρήξεις και για πλήρη ανάληψη της ευθύνης. Αν λάβουμε υπόψη μας στη συγκεκριμένη ανθολογία τον αριθμό των στίχων (υποψιάζομαι ότι για ορισμένους ίσχυσε διεπεραιωτική πληκτρολόγηση), τότε η συζήτηση κλείνει εδώ γιατί τα κριτήρια είναι αστεία.
δ. Εννοείται ότι επειδή οι ανθολογίες των νέων εύκολα διαψεύδονται (ποιητές σταματούν να γράφουν ή το ρίχνουν στην πεζογραφία ή ακολουθούν καθοδική πορεία κ.λπ.) ή, ακόμα, επειδή και τα κριτήρια του ανθολόγου ενδεχομένως μεταβάλλονται μέσα στο χρόνο, η ανθολογία μπορεί σε ΑΡΑΙΑ και ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΑ διαστήματα (π.χ. ανά δύο έτη) να επανεξετάζεται και να αλλάζει – το διαδίκτυο μπορεί να βοηθήσει πολύ σε αυτό (υπάρχουν όμως παρακάτω κι οι επιφυλάξεις μας).
3. Όπως επισημάνθηκε ήδη στον ανθολόγο από τους ανύσταχτους και όχι πάντοτε καλών προθέσεων σχολιαστές, στην ανθολογία σημειώθηκαν πολλές παραλείψεις. Εάν αυτές οφείλονται σε προσωπική επιλογή, τότε θα πρέπει να γίνουν σεβαστες (ΕΦΟΣΟΝ μας ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή τα κριτήριά του σε διευκρινιστικό εισαγωγικό σημείωμα). Ωστόσο, σε σχόλιό του ο ίδιος έδειξε ότι θέλει να κάνει μάλλον γενική και ξεχειλωμένη γραμματολογία παρά υπεύθυνη ανθολογία. Προσωπική μου άποψη είναι ότι οι συγκεκριμένες επιλογές που είδαμε αναρτημένες στο ποιείν είναι διάτρητες κι ευτυχώς που η ανθολογία είναι διαδικτυακή, δηλ. διορθώνεται. (Το θέμα εδώ σηκώνει μεγάλη κουβέντα για το πόσο έγκυρο και έντιμο θεωρείται ένα διαδικτυακό κείμενο-χαμαιλέοντας που ανανεώνεται σε καθημερινή βάση, διαλύοντας εκ των πραγμάτων κάθε απόπειρα ουσιαστικής κριτικής).
***
Εδώ και κάποιο καιρό σημειώνεται ανάμεσα στους νέους (άλλο θέμα εδώ: νέος δεν μπορεί να αποκαλείται κανείς πάνω από 35 χρονώ και με τρία βιβλία στην πλάτη του, είναι εξευτελιστικό), δηλαδή στους γεννημένους μετά το 1980, μια εργώδης προσπάθεια σύστασης γενιάς – αυτή την απόπειρα εξυπηρετεί, συγγνωστά ή όχι, κι αυτή η ανθολογία. Πρόκειται μέχρι στιγμής για μια «γενιά» χωρίς κοινούς προσανατολισμούς (μόνο μια πολιτική κατεύθυνση σε ποιήματα ορισμένων μπορεί να λειτουργήσει συγκολλητικά), με καλές σπουδές και επαρκή γνώση ξένων γλωσσών, που όμως δημιουργεί αποκομμένη από την έως σήμερα λυρική παράδοση (δηλ. γεννά παιδιά του σωλήνα) και κινείται υπερεκτειθέμενη στις δυνατότητες δημοσίων σχέσεων που της προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες. Η όλη προσπάθεια συνιστά οπωσδήποτε και σύμπτωμα νεανικής (δηλ. δικαιολογημένης) βιασύνης και θρασύτητας, στοιχεία όχι απαραιτήτως αρνητικά. Θα τους συνιστούσα, ωστόσο, ως μεγαλύτερος κι έξω απ’ τον χορό των ποιητών, λίγη παραπάνω σεμνότητα. Θεωρώ πως οι ποιητές γράφουν για να σωθούν οι ίδιοι κι όχι για να διασώσουν το ονοματάκι τους, αλλιώς θα γίνονταν Ηρόστρατοι. Πράγμα αρκετά εύκολο σήμερα.
Κώστας Δούσης