ΓΛΩΣΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Στον Θεοδόση Πυλαρινό
Φρόντιζες να κρατήσεις την γλώσσα ελληνική κι εξευγενισμένη,
όπως την είχες παραλάβει από χρόνους παλαιούς,
σαν αρχαία συμφωνία μεταξύ Ελλήνων φιλοσόφων και ποιητών,
καλυμμένη με σκόνη και θραύσματα μετεωριτών.
Είχες βρει σύμμαχο ως προς αυτό τ’ απογεύματα,
μετά από ισχυρές καταιγίδες που έπληξαν την Κέρκυρα,
την τέχνη της ποίησης.
Αποτραβιόσουν μερικές φορές με σκωπτική διάθεση
ή και μ’ έναν άκρατο κι ακατανόητο θυμό
από τους τριγμούς του έρωτα,
που θύμιζε αποπλάνηση αγγέλων του Μπέρτολντ Μπρεχτ
κι άπλωνες τ’ ανήσυχο σου πνεύμα, σαν καταπράσινο σενδόνι,
ανάμεσα από τη μία άκρη του Αιγαίου στην άλλη του Ιονίου
και σχημάτιζες μαθηματικούς συνδέσμους, τόπαν
ή άλυτες εξισώσεις, κάποιοι άλλοι.
Αληθινό αγκυροβόλιο, που σου επέτρεπε να εποπτεύεις
εκ των άνω, τις αγέλες των ανθρώπων.
Και σαν αρχαίος ιεροφάντης, αλλόκοτα
ντυμένος στα μαύρα, εκτιμούσες με περισσή ασφάλεια,
την ανασφάλεια των καιρών και την εκτροπή των λέξεων.
Έτσι σαν ουράνιο τόξο συνθηκολόγησες
εν μία νυκτί, με αμετάβατα ρήματα
κι απαράβατους επιρρηματικούς προσδιορισμούς
προς επίρρωσιν του χρέους να κρατήσεις την γλώσσα ελληνική κι εξευγενισμένη.
3 Σεπτεμβρίου 2013
ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ
Στον Θεοδόση Πυλαρινό
Ξόδεψε τόσα χρόνια, θεοί μου, για ν’ αποκρυπτογραφήσει κώδικες
με υψηλά νοήματα,
μελετώντας συνεχώς τη σανσκριτική γραφή της ποίησης.
Απομονωμένος από τη μάζα και τις κραυγές του όχλου
έβρισκε συνήθως ξεκούραση σε μελέτες και δοκίμια.
Μέσα απ’ τις γεμάτες σκόνης σελίδες μίας ζωής
ερμήνευε την εγωκεντρική συμπεριφορά
ανόητων ποιητών,
που πίστευαν –τι ματαιότητα– ότι κατείχαν
τα μυστικά της κοιλάδας
του Αχέροντα.
Κι απομόνωνε με μία διάθεση πλήρως εξαγνισμού
κάθε περιττό, κάθε περίττωμα
που μόλυνε τις οδούς και που καλούνταν
να διασχίσει υψιπετής και υψινεφής,
όπως τον είχε διδάξει η ίδια η ζωή.
Η κλεψύδρα με την άμμο είχε πια ενισχύσει
την απειλή του χρόνου, ίσως και του τίποτα.
Και μέσα σ’ αυτή την ολωσδιόλου ρευστότητα
των σημείων και των καιρών,
προετοίμαζε με στωικά χαρακτηριστικά
να εγκαταλείψει τα έδρανα του αμφιθεάτρου.
Για νέους κόσμους.
Για νέες μελλοντικές προκλήσεις, προσκλήσεις και συναντήσεις.
Στο τέρμα της διαδρομής τον ανέμενε η Μαρία Κάλλας.
6.6.2013
ΔΕΝ ΘΑ’ ΡΘΕΙ ΑΛΛΟ ΜΕ ΟΜΙΧΛΗ
Στον Σπύρο Τρούσα
Δεν θάρθει άλλο πια τα πρωινά με ομίχλη
συνήθεια τόσων μηνών,
να προσφέρει με την απροσδιόριστη γλυκύτητα
του βλέμματος του,
μία δροσιά κονσέρτου Μαρίας Κάλλας,
στην ξηρή κι άνυδρη από μοναξιά ψυχή μου.
Δεν θάρθει άλλο πια τα πρωινά με ομίχλη,
τότε που τ΄αηδόνια της Κέρκυρας,
συντρόφευαν τους ερημικούς περιπάτους του,
πλάι από παρακμιακά καφενεία,
όπου συνήθιζαν να συχνάζουν άνδρες
με μαυρισμένα χέρια και να καπνίζουν πούρα Αβάνας.
Δεν θάρθει άλλο πια τα πρωινά με ομίχλη
ν’ ανέβει την πέτρινη σκάλα
και ν’ αφήσει το γεμάτο πληγές σώμα του
έκθετο στην αυστηρή ομορφιά του Ιονίου
και των ανδρών της Κέρκυρας.
Ο κύκλος των πραγμάτων και των συναισθημάτων,
σκηνοθετημένα σαν πλοίο του Λουκίνο Βισκόντι,
που εκτελούσε την γραμμή Κέρκυρα-Μπάρι,
εξοστράκιζε με βίαιο τρόπο τον κερκυραίο ζωγράφο
από τις γειτονιές όπου δαφνοστεφανωμένοι άνδρες
πρόσφεραν ακόμη ηδονές.
15.8.2013
Η ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Στον Σπύρο Τρούσα
Σαν έσβηναν απότομα τα φώτα της πόλεως,
συνειδητοποίησα την σκληρότητα
των ραγδαίων και μη αναστρέψιμων γεγονότων.
Να τον αποτρέψω από την απόφαση του
να φύγει για ξένες χώρες κι άγνωστα μέρη,
παρέμεινε μία ιδέα που κινούνταν μόνο
σαν ουτοπία στην στρατόσφαιρα των σκέψεων μου.
Σαν κατέφτασε εχθρικό το τέλος της παραμονής του,
η Κέρκυρα, η πόλις των πόλεων,
θρηνούσε σαν τις μαινάδες του Διόνυσου,
το νεκρό άνδρα που αναπαριστά γυμνό
από αμαρτίες και τέτοια ο πίνακας του στον τοίχο.
Οι ώρες πια κυλούσαν αντίστροφες
στο παλιό ρολόι του βενετσιάνικου καμπαναριού.
Μέχρι να ειπωθεί και το τελευταίο αντίο,
παρατηρούσα με μία ανείπωτη μελαγχολία,
το βλέμμα του και την υγρότητα της φωνής του
να διαπερνούν σαν δρεπανοφόρο φεγγάρι
την μοναξιά μου και την οργή των ημερών.
Όπου άνδρες με προσφορές κρασιού και ελαίου
αρνιόταν να υπηρετήσουν τους εύμορφους αθλητές,
νικητές μίας ερωτικής πράξης, συμπλήρωμα
επιλόγου αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
14.8.2013
ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ
Στον Σπύρο Τρούσα
Από τις ημέρες της Κέρκυρας
το μόνο που απέμεινε
σαν υγρή ανάμνηση
ήταν το χαμόγελο του,
ικανού ν’ αποτινάξει απ’ τους ώμους μου
την αβάσταχτη μελαγχολία.
Ούτε ο μελαχρινός άνδρας του Μον Ρεπό
με την μαύρη φανέλα
που σκέπαζε σαν ρωμαϊκό ψηφιδωτό
το ανάγλυφο του στήθους του,
μείωσε στο ελάχιστο την θλίψη μου,
για το φευγιό του ζωγράφου.
Από τις ημέρες της Κέρκυρας
διαφύλαξα σαν συμφωνία ειρήνης
μεταξύ ελληνικών πόλεων
το δακρύβρεχτο του χαμόγελού του,
πυξίδα προσανατολισμού
που κατεδείκνυε στους ναυτιλόμενους
την πορεία τους προς το άγνωστο χάος.
Παρά τις προσπάθειες μου δεν στάθηκε δυνατόν
να εξακριβώσω εάν κατάφερε μέσα από τη βαριά ομίχλη
των στιγμών να βρει την Ιθάκη του, σαν άλλος Οδυσσέας,
που άναρχες κραυγές τον καλούσαν
πίσω στην γενέθλια γη του.
21.8.2013
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του Manolo Sierra.]